Δεν υπάρχει επικαιρότητα. Αυτά που «τρέχουν», τρέχουν για να μας ακινητοποιούν. Όπως στο «στάκαμαν», το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά, κάτι σαν τους κλέφτες κι αστυνόμους, μοιρασμένοι μισοί μισοί, κρυβόμαστε και ταυτόχρονα κυνηγιόμαστε μεταξύ μας. Αυτά που γράφονται για να περνάει η ώρα, σβήνονται αμέσως στον άβακα, τον πίνακα με την άμμο των «γεγονότων», εκεί που γίνονται οι ασκήσεις επί χάρτου στα γραφεία των κομμάτων.
Το δηλητήριο των ποιητών είναι η εκδίκηση που παίρνουν, από τους άξεστους. Αλλά παρ’ όλα αυτά, ούτε τον Ρενέ Σαρ αλλά ούτε κι εμένα «κατόπιν ωρίμου σκέψεως, εκ της οπτικής γωνίας αυτού που καραδοκεί και αυτού που πυροβολεί, με ενοχλεί αν τα σκατά πάνε καβάλα».
Δεν υπάρχει εικόνα που να μην οδηγεί σε αποβλάκωση.
Τι νόημα έχει να βλέπουμε και να ξαναβλέπουμε την σύγκρουση των τρένων και την λάμψη. Μήπως μπορούμε να συλλάβουμε καν, το ότι οι νεκροί στο πρώτο βαγόνι έγιναν λάμψη; Νοθεύουμε τα τρομερά συναισθήματά μας όταν τα βλέπουμε σαν θέαμα στα δελτία.
Κι αυτό θέλω να σημειώσω, χωρίς ούτε κι εγώ να το μπορώ, στα αμαλγάματα ρομαντισμού και κυνισμού που καταθέτω, και όχι, δεν θα πω αυταπάτης.
Η απογοήτευση, η ήττα μας, όπου όλα προς την κατεύθυνσή της ρέπουν, την τροφοδοτούν και την ενισχύουν, είναι ίσως η τελευταία λέξη αυτού του κόσμου, η μόνη που δεν απογοητεύει. Αλλά και η μόνη που δεν έχουμε πει ακόμα.