«Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια/ να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά…». Στίχοι γραμμένοι σε ένα χαρτί στο κελί μελλοθανάτων των αποικιοκρατικών κεντρικών φυλακών της Λευκωσίας. Ήταν 13 Μαρτίου του 1957 και ο 17χρονος μαθητής Ευαγόρας Παλληκαρίδης, γνώριζε πως όταν το ρολόι θα σήμανε μεσάνυχτα θα αντιμετώπιζε την αγχόνη και τον αιματοβαμμένο δήμιο των Βρετανών αποικιοκρατών Harry Allen. Αυτός που απαγχόνιζε του Κύπριους αγωνιστές.
17χρονο παιδί, αμούστακο, μαθητής Γυμνασίου, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού γιατί ήθελε την ελευθερία στην πατρίδα του στην Κύπρο. «Έγκλημά» του επειδή συνελήφθη να μεταφέρει ένα όπλο τύπου Μπρεν και οι Εγγλέζοι που ήθελαν κάποιες επιτυχίες απέναντι στον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων, τον συνέλαβαν.
Ήταν 18 Δεκεμβρίου 1956 λίγο πριν από τα Χριστούγεννα όταν συλλαμβάνεται και κατηγορείται για κατοχή και διακίνηση παράνομου οπλισμού. Η δίκη του ορίζεται για τον Μάρτιο του 1957. Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αφήνει περιθώρια στους δικηγόρους του για να τον υπερασπιστούν. Παραδέχεται την ενοχή του, με αξιοθαύμαστο τρόπο: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».
Την επομένη της καταδίκης του Παλληκαρίδη σε θάνατο, ο κόσμος ξεσηκώνεται για να σώσει τον νεαρό μαθητή. Οι εκκλήσεις για την απονομή χάριτος από την Ελλάδα, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτονται από τον άγγλο κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ και την αγγλική διπλωματία. Διαδηλώσεις παντού, ο Αγγλος κυβερνήτης όμως επέμενε «εις θάνατον». Ξεσηκώθηκαν οι πάντες, χάρη δεν του έδωσε κανείς. Αυτός ήταν και ο λόγος που η βασίλισσαα Ελισάβετ δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Κύπρο, αν και μέλος της Κοινοπολιτείας.
Ο «Βαγορής», όπως ήταν το χαϊδευτικό του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, δεν πτοείται. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη. Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα. Μόνον ο δήμιος Harry Allen, περιέγραψε στωικά τα τελευταία δευτερόλεπτα του ήρωα: «Ξεψύχησε ηρωίκά 9 δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή που άνοιξε η ξύλινη καταπακτή της αγχόνης…».
Τον έθαψαν οι Εγγλέζοι στις κεντρικές φυλακές, δήθεν για να μην ηρωποιηθεί. Εκεί στα φυλακισμένα μνήματα, μαζί με άλλους ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων όπου υπάρχει η επιγραφή «Του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται…».
Σε χαρτί των φυλακών έγραψε τους τελευταίους στίχους:
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ, θα μπω σ’ ένα παλάτι
το ξέρω, θα’ ναι απάτη, δε θα’ ναι αληθινό.
Μες στο παλάτι θα γυρνώ, ώσπου να βρω τον θρόνο
βασίλισσα μια μόνο θα κάθεται σ’ αυτόν.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.»