Τις τελευταίες ημέρες καταγράφηκαν διάφορα κρούσματα βίας. Η βία επέστρεψε με το ίδιο αποκρουστικό πρόσωπο, τον ίδιο φανατισμό αλλά και την ίδια στόχευση: Να γίνει μέρος μιας κανονικότητας που θα ανατροφοδοτεί τον φόβο και θα αναπαράγει το μίσος. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η ουσία του φασισμού.
Ο στόχος είναι κοινός είτε αφορά τις μολότοφ στις διαδηλώσεις, είτε τον ξυλοδαρμό ενός πολιτικού αρχηγού, είτε την επίθεση με πέτρες στα γραφεία μιας εταιρίας. Ο συνδετικός τους κρίκος δεν είναι η οργή και ασφαλώς δεν είναι ο πόνος για τα θύματα οποιασδήποτε τραγωδίας – κανένας άνθρωπος που εξεγείρεται για τον άδικο θάνατο δεν θα βανδάλιζε το μνημείο των νεκρών της Marfin.
Φαίνεται, ευτυχώς, να έχουμε αφήσει πίσω μας την εποχή που μέρος των πολιτικών δυνάμεων δικαιολογούσε τη βία στο όνομα κάποιας πραγματικής ή φανταστικής αδικίας. Συνηθίζουμε ακόμη όμως, σαν να θέλουμε να ξορκίσουμε το κακό, να χαρακτηρίζουμε τα επεισόδια αυτά ως μεμονωμένα.
Η προσέγγιση αυτή δεν είναι λανθασμένη μόνο επειδή αποδεικνύεται πως η βία καραδοκεί και μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή. Αλλά και επειδή ο χαρακτηρισμός αυτός απομακρύνει την οργανωμένη κοινωνία από τον δικό της στόχο. Κι αυτός δεν είναι άλλος, πέραν της ομόθυμης καταδίκης, από την απομόνωση των εμπνευστών και τον εντοπισμό των δραστών. Στο όνομα όλων των θυμάτων επειδή η βία σκυλεύει τη μνήμη τους. Αλλά και στο όνομα της ζωής.