Οι μετρήσεις που αρχίζουν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας μετά την τραγωδία των Τεμπών δεν φαίνεται να καταγράφουν μεγάλες ανατροπές στον συσχετισμό των δυνάμεων. Η κυβέρνηση έχει απώλειες, αλλά όχι τέτοιες που να επιτρέπουν στην αντιπολίτευση να πανηγυρίζει. Οι πολίτες εμφανίζονται, τουλάχιστον, μουδιασμένοι.
Η ανάγνωσή τους επομένως, ως εργαλείων που αποτυπώνουν τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, θα πρέπει να γίνει χωρίς το παραμορφωτικό πρίσμα των κομματικών πεποιθήσεων. Κι αυτό επειδή στην τρέχουσα συγκυρία δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια μάχη αριθμών, αλλά με ένα βαθύτερο πρόβλημα, το οποίο άπτεται των μαθηματικών της δημοκρατίας: Πώς λύνεται η εκλογική εξίσωση όταν μια κυβέρνηση απογοητεύει, αλλά η αντιπολίτευση δεν πείθει;
Γύρω από αυτό το θεμελιώδες ερώτημα περιστρέφονται μια σειρά από άλλα ερωτήματα που όμως είναι ακόμη νωρίς για να απαντηθούν. Μένει, δηλαδή, να φανεί πώς θα εκτονωθεί η ψήφος της διαμαρτυρίας, πού θα κατευθυνθεί η δυσαρέσκεια, αλλά και σε ποιο βαθμό θα λειτουργήσουν τα στεγανά του δημοκρατικού τόξου ώστε να περιοριστούν οι διαρροές προς τα άκρα.
Το πρόβλημα εδώ δεν είναι μαθηματικό αλλά πολιτικό. Δεν απαιτεί μαθηματική σκέψη αλλά πολιτική μνήμη. Αρκεί με άλλα λόγια να θυμηθεί κανείς πώς η κουλτούρα της πόλωσης στις πρόσφατες κρίσεις άφησε τελικά τη δημοκρατία εκτεθειμένη στους εχθρούς της αλλά και πόσες πληγές άνοιξε στο κοινωνικό σώμα.
Τα κόμματα έχουν χρόνο έως τις εκλογές, οι οποίες πλέον τοποθετούνται προς το τέλος της άνοιξης, για να κερδίσουν την χαμένη εμπιστοσύνη των πολιτών. Απολύτως φυσιολογικά, θα ριχτούν στη μάχη των αριθμών επειδή στη δημοκρατία η αριθμητική έχει της σημασία της. Ελπίζει όμως κανείς πως αυτή τη φορά δεν θα ξεχάσουν τα υπόλοιπα. Ξεκινώντας ασφαλώς από τα μαθηματικά της.