Την ώρα που όλη η Ελλάδα είναι ακόμα συγκλονισμένη από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, επανέρχεται στο προσκήνιο το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Άδενδρο το 2017, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους τέσσερα άτομα και δυστυχώς δεν λειτούργησε ως προειδοποιητικό «καμπανάκι» για τους υπευθύνους, με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ανοίγει ξανά την υπόθεση.
Υπενθυμίζεται ότι το δυστύχημα στο Άδενδρο Θεσσαλονίκης συνέβη στις 13 Μαΐου 2017, όταν η αυτοκινητάμαξα της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη εκτροχιάστηκε λόγω υπερβολικής ταχύτητας και προσέκρουσε μάλιστα σε σπίτι της περιοχής που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από τις ράγες του τρένου.
Από τη σύγκρουση σκοτώθηκαν τέσσερα άτομα (δυο μέλη του πληρώματος του τρένου, ο μηχανοδηγός και ένας επιβάτης), τραυματίστηκαν δέκα, ενώ δυο άτομα του σπιτιού γλίτωσαν πηδώντας από το μπαλκόνι. Το σπίτι στο οποίο προσέκρουσε το τρένο έπαθε σοβαρές ζημιές.
Στην υπερβολική ταχύτητα απέδωσε το δυστύχημα η τότε έρευνα- Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ξανανοίγει την υπόθεση
Μετά το συμβάν, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ και το Υπουργείο Μεταφορών ξεκίνησαν έρευνα για το δυστύχημα. Σύμφωνα με τα ευρήματα, ο καταγραφέας του τρένου αποκάλυψε ότι η αιτία του δυστυχήματος ήταν η υπερβολική ταχύτητα. Συγκεκριμένα, το τρένο είχε αναπτύξει ταχύτητα 144.3 χλμ/ώ ενώ το όριο ταχύτητας ήταν τα 60 χλμ/ώ. Η τριμελής επιτροπή εμπειρογνωμόνων απεφάνθη ότι δεν υπήρχε ένδειξη σαμποτάζ και ότι οι τοπικοί ελεγκτές είχαν ακολουθήσει τις συνήθεις διαδικασίες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, ζήτησε τη δικογραφία του δυστυχήματος του 2017, καθώς δημοσιεύματα αναφέρουν ότι και τότε και σήμερα είχαν γίνει παρόμοιες καταγγελίες για ευθύνες σχετικά με την κατάσταση εκσυγχρονισμού του σιδηροδρομικού δικτύου.
Ωστόσο, οι ευθύνες αυτές έμειναν εκτός πεδίου ερευνών το 2017, ενώ τώρα θα αξιολογηθεί εκ νέου το αποδεικτικό υλικό προκειμένου να διαπιστωθεί αν τίθεται ζήτημα για τη διερεύνηση άλλων αξιοποίνων πράξεων, όπως η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, που είναι κακούργημα και ως εκ τούτου δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, όπως τα πλημμελήματα, λόγω παρέλευσης της πενταετίας.
Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και εκείνο το δυστύχημα αν λειτουργούσε η τηλεδιοίκηση
Από την επόμενη ημέρα του δυστυχήματος στο Άδενδρο, ο τότε ο πρόεδρος των μηχανοδηγών, Κώστας Γενιδούνιας, κατήγγειλε πως στο 70% της γραμμής -όπως συνέβη στο Άδενδρο- δεν λειτουργούσε η τηλεδιοίκηση και τα φωτοσήματα, καθώς επίσης τα συστήματα προστασίας έναντι του ανθρώπινου λάθους (ETCS) και επικοινωνίας (GSMR).
Έξι χρόνια μετά, ο ίδιος ο κ. Γενηδούνιας μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, στηλίτευσε την προσπάθεια απόδοσης όλων των ευθυνών στο «ανθρώπινο λάθος» και κατήγγειλε τις αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει το σωματείο τους προς το διοίκηση και την κυβέρνηση για τον κίνδυνο δυστυχήματος, εξαιτίας της «μη λειτουργίας φωτοσημάτων και τηλεδιοίκησης» και «της μη λειτουργίας του συστήματος ETCS, του οποίου «η λειτουργία προστατεύει ενάντια σε ενδεχόμενο ανθρώπινου λάθους».
Ακριβώς αυτό είχε επισημάνει και η ειδική Έκθεση της ΡΑΣ, «Σύστημα Καταγραφής και Παρακολούθησης Συμβάντων στο Εθνικό Σιδηροδρομικό Δίκτυο», του 2018 σημειώνοντας πως το δυστύχημα στο Άδενδρο Θεσσαλονίκης το 2017, «πιθανόν να είχε αποφευχθεί αν λειτουργούσε το σύστημα τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης».