Ο λασπωμένος κόσμος του ανδρικού λόγου τιμής της συλλογής διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου ζωντανεύει στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου 104 και μας φέρνει αντιμέτωπους με τις έννοιες του ηρωισμού, του αρσενικού προσώπου της βίας, αλλά και με το τραύμα του πολέμου. Ο λόγος για το βραβευμένο «Γκιακ», όπου οι ήρωές του είναι βετεράνοι της Μικρασιατικής Εκστρατείας, συνυπάρχουν σκηνικά όχι μόνο ως φιγούρες παλιότερων εποχών, αλλά ως μετέωρα πρόσωπα σε μια αλληλουχία που διατρέχει τις γενιές και θέτει τους κανόνες και τα εργαλεία της αρρενωπότητας ως τις μέρες μας.

Δέσμιοι του ρόλου που τους δόθηκε ως φύλακες της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, τα άλλοτε περήφανα ευζωνάκια της Μικρασιατικής Εκστρατείας επιβιώνουν ξεχασμένα, αφού επιτέλεσαν το έργο τους, προσπαθώντας να βρουν την ταυτότητά τους, να κατευνάσουν τις ορμές τους και να κρύψουν τις ρωγμές τους, ακόμα και μεταξύ τους.

Σε ένα under construction «καταφύγιο» που έχουν φτιάξει οι ίδιοι για να ξεφύγουν από την πραγματικότητα που συντηρεί την εικόνα του ήρωα αλώβητη και του άντρα αλύγιστη, έρχονται αντιμέτωποι με τα φαντάσματα και το εθνικό φαντασιακό της επίσημης ιστορίας, αλλά και με έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο που απαιτεί τη συμμετοχή τους ως πατέρες, γιοι, σύζυγοι, αδελφοί, δηλαδή ως αρσενικά που «πληρούν τις προϋποθέσεις».

Για όλα τα παραπάνω μιλά στο vima.gr  o σκηνοθέτης – υπογράφει και την διασκευή του έργου Κωνσταντίνος Ντέλλας.

Γκιακ στην αρβανίτικη διάλεκτο σημαίνει αίμα, συγγένεια εξ αίματος, έγκλημα αίματος, αντεκδίκηση, βεντέτα, φυλή. Αρα, είμαστε μπροστά σε σκληρό και σκοτεινό έργο – παράσταση;

«Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια σκοτεινή παράσταση, εφόσον ασχολείται με τις σκιές και την υγρασία όσων κρατάνε οι ήρωες για τον εαυτό τους, ενώ παράλληλα επιλέγουν να επικοινωνούν μεταξύ τους μόνο όσα θεωρούν φωτεινά και ασφαλή πεδία. Η σκληρότητα από την άλλη συνδέεται με το αφιλτράριστο και ακατέργαστο που προκύπτει από τη συσσωρευμένη πίεση, στην οποία υποχρεώνουν τους εαυτούς τους. Όταν τελικά μιλήσουν, αυτό θα γίνει με τη δυναμική μιας βαλβίδας που αφήνει τον θερμό αέρα να βγει τόσο δυνατά που  μπορεί να κάψει κιόλας.»

Ηρωισμός, αρσενικό πρόσωπο βίας, τραύματα πολέμου. Πώς δένουν όλα αυτά;

«Το πρότυπο του αρσενικού υποκειμένου που πολεμάει και υπερασπίζεται το ιδεολογικό πέπλο, με το οποίο καλύπτεται οποιαδήποτε επεκτατική πολεμική ενέργεια είναι γνώριμο και αποτελεί κεντρικό θέμα σε όλες τις προπαγανδιστικές λειτουργίες από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιλώντας για τον ελλαδικό χώρο και την περίοδο του ’22 που ζουν οι ήρωες του Γκιακ, το μοντέλο του επαρχιώτη στρατιώτη που φέρει την προφορά του χωριού, αλλά είναι ωραίος άντρας, λεβέντης και με χιούμορ, κυκλοφόρησε ήδη από τους Βαλκανικούς πολέμους στα νούμερα των επιθεωρήσεων, με το γνωστό τραγούδι «Ευζωνάκι γοργό». Ο στρατιώτης αυτός σώζει την Ελλάδα, η οποία είναι γυναίκα εννοείται, αλυσοδεμένη με αρχαιοελληνικό ένδυμα. Οι εικόνες αυτές συνδέουν σαφώς το αρσενικό με την υπεράσπιση των αξιών και καθιστούν το θηλυκό ως το αδύναμο στοιχείο, το οποίο περιμένει τη λύτρωση. Η αναλωσιμότητα, βέβαια, του ηρωισμού φαίνεται στην μετά την εμπειρία του πολέμου περίοδο. Το αρσενικό υποκείμενο επιστρέφει σε μια κοινωνία που τον έχει βαφτίσει ήρωα έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν θέλει να μάθει παραπάνω λεπτομέρειες για το τι έκανε στο πεδίο της μάχης. Καλείται, λοιπόν, να ξαναμπεί στον ιμάντα παραγωγής της οικογένειας και της κοινότητας και να κρατήσει στο βάθος οποιαδήποτε ρωγμή του δημιούργησε το αφήγημα του πολέμου. »

Τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, πιστεύετε ότι συνεχίζουν να έχουν αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία;

«Οποιοδήποτε αφήγημα φέρει τις συνέπειές του στο μέλλον, είτε ασχολούμαστε με αυτό είτε όχι. Συνήθως προσπαθούμε  να το χωρέσουμε μέσα σε επετειακές δηλώσεις, που κυρίως έχουν ως κίνητρο τη διατήρηση του συλλογικού φαντασιακού με τρόπους που επενδύουν στη συναισθηματική φόρτιση. Παράλληλα, όμως, όταν μιλάμε για τα υποκείμενα – αυτό που ορίζεται ως «ιστορία από τα κάτω» – εκεί μπορούμε να δούμε πόσο ισχυρό είναι το αποτύπωμα μέχρι και σήμερα. Οπότε, εφόσον μιλάμε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, χρειάζεται να ονοματίσουμε πρώτα το χαρακτήρα της συγκεκριμένης πολεμικής ενέργειας, τους λόγους που έγινε, τις αντίθετες απόψεις που υπήρχαν, την μετέπειτα περίοδο με τις ανταλλαγές, τη διαχείριση του προσφυγικού στοιχείου από τους Ελλαδίτες, τη θεώρηση των στρατιωτών που επέζησαν ως βετεράνων και άλλα πολλά.»

Η παράσταση έχει ξεφύγει από το χωροχρονικό περιβάλλον του βιβλίου. Γιατί το κάνατε; Ποιος είναι ο άξονας πάνω στον οποίο δημιουργήσατε;

«Το διήγημα «Σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί» ήταν για μένα το κλειδί σε ό,τι ήθελα να πω με αυτή την παράσταση. Το μοντέλο του αγαπημένου μπάρμπα – παππού, ο οποίος μαζεύει τα αγόρια και τους λέει ιστορίες από τον πόλεμο, μεταφέροντας την καφρίλα με τρόπο τόσο αστείο και ευχάριστο δε διαφέρει από τις άπειρες ιστορίες που έχουμε ακούσει από τους μεγαλύτερους για το στρατό. Οι λειτουργίες είναι οι ίδιες, «πόσο καλύτεροι ήμασταν εμείς από τους άλλους, πόσο πιο έξυπνοι, πόσο γενναίοι και άφοβοι μέσα στον ενθουσιασμό μας και πόσα περισσότερα πράγματα έχει ζήσει η δική μας γενιά από εσάς». Το διήγημα αυτό ήταν και ο άξονας για να προσεγγιστεί σκηνικά αυτό το ασφαλές πεδίο που επικοινωνούν οι ήρωες μεταξύ τους και τους βγάζει από το χωροχρονικό πλαίσιο των διηγημάτων, τους φέρνει στο σήμερα, δηλώνοντας ότι αυτό δεν αποτελεί ένα γνώρισμα μιας παλιότερης εποχής, αλλά υπάρχει στο λογισμικό μας έως σήμερα. Παρόλα αυτά, όταν οι ήρωες μιλούν κατ’ ιδίαν, αναφέρονται στην εποχή τους, στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Υπάρχει, δηλαδή, ένας διάλογος μεταξύ των γενιών με κέντρο το μοντέλο του αρσενικού υποκειμένου που μπαίνει σε μια διαχρονία αλλάζοντας απλά όψη.»

Μπορούμε στον πόλεμο να ανακαλύψουμε τον πραγματικό μας εαυτό; Κι αν συμβαίνει αυτό, στην ειρήνη τον κρύβουμε ή τον μεταφέρουμε ;

«Ελπίζω να μην έχουμε την εμπειρία να μπορούμε να το απαντήσουμε αυτό βιωματικά. Πάντως, έχοντας ως αναφορά ένα αρκετά μεγάλο υλικό από βιβλιογραφικά και οπτικοακουστικά τεκμήρια πάνω στο θέμα των βετεράνων και του τραύματος από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου ξεκίνησε να ονοματίζεται το τραύμα, έως τους αμερικανούς στρατιώτες και βετεράνους του σήμερα, η κοινή παραδοχή είναι το πόσο δύσκολο είναι στην επαναφορά τους στην οικογένεια και την κοινότητα να νιώσουν ότι ανήκουν εκεί. Οπότε βρίσκουν τρόπους είτε να το κατευνάσουν μόνοι ή μεταξύ τους – στη σημερινή πραγματικότητα αυτό μεταφράζεται κυρίως σε αλκοόλ, video games, γυμναστήριο, αυτοκίνητα ταχύτητας, φαρμακευτική αγωγή – ή να έρθουν σε επαφή με ομάδες για να το επικοινωνήσουν και να το διοχετεύσουν.  Θεωρώ ότι ο ηρωισμός δεν είναι μόνο ζήτημα πολέμου, παλεύουμε με το να είμαστε ήρωες στην καθημερινότητά μας, ανάλογα με το αξιακό μοντέλο που υιοθετούμε. Η λειτουργία είναι η ίδια ακριβώς, η εποχή απαιτεί να μην έχεις καμία ρωγμή, να επικοινωνείς μόνο τη χαρούμενη και επιτυχημένη πλευρά σου. Αν επικοινωνήσεις τη ρωγμή σου πρέπει να το κάνεις με τρόπο που να εντάσσεται στα πρότυπα, να είσαι δηλαδή ενα «ενταγμένο περιθώριο» για να μπορεί να γίνει αποδεκτό. Δεν ξέρω τι σημαίνει πραγματικός εαυτός, όλ@ επιλέγουμε πού θα δείξουμε τι. Αν θεωρήσουμε ότι η παραδοχή και η ειλικρίνεια αυτού που μας συμβαίνει ανά πάσα ώρα και στιγμή προσεγγίζει κάπως την έννοια του πραγματικού, σαφώς και κρύβουμε και μεταλλάσσουμε πτυχές μας διαρκώς.»

Με την παράσταση «αντιμάχεστε» το άκρως ενδιαφέρον βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Αυτή η «αντιπαράθεση» σάς δημιούργησε άγχος;

«Κοίταξα το ρήμα «αντιμάχομαι» στο λεξικό, για να βρω περισσότερες έννοιες. Σίγουρα δεν αντιμάχομαι εντός και εκτός εισαγωγικών το έργο του Παπαμάρκου. Με τον Δημοσθένη υπήρχε μια επικοινωνία ουσιαστική σε όλη την πορεία και εξέλιξη της διασκευής και της έρευνας που προηγήθηκε. Ο Δημοσθένης μου έδωσε χώρο σε αυτό που εξ αρχής ήθελα να πω με τη συγκεκριμένη παράσταση κι εγώ θεωρώ ότι του έδωσα με το δικό μου τρόπο την ειλικρινή και καθαρή οπτική μου που στηρίζεται στο σεβασμό προς αυτόν και το έργο του. Οπότε το «μαζί» χαρακτηρίζει για μένα την περίοδο του «Γκιακ», παρά το «αντί».»

Τι θα θέλατε να πάρουν οι θεατές της παράστασης φεύγοντας από την παράσταση;

«Πιο πολύ με ενδιαφέρει να καταφέρει ο σκηνικός χωροχρόνος που έχει φτιαχτεί από όλ@ μας που καταπιαστήκαμε με το «Γκιακ», να παρασύρει τα άτομα που τον επισκέπτονται και να συνταξιδέψουν για όση ώρα κρατάει η παράσταση. Θεωρώ ευτυχή συγκυρία το ότι υπήρξε σε όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας καθαρότητα, τόσο από πλευράς μου όσο και από τους ηθοποιούς, τον Αντώνη, το Γιώργο, το Δημοσθένη και τον Ευθύμη. Αυτή η καθαρότητα μεταφέρεται σκηνικά και έχει ισάξια συμμετοχή σε αυτό η όψη της παράστασης. Το τι θα επιτρέψει το κάθε άτομο από το κοινό στον εαυτό του να πάρει, να κουβαλήσει, να κρατήσει ή να πετάξει, είναι δικό του θέμα. »

Τα επόμενά σας σχέδια;

«Κάνω πρόβες για μια παράσταση που θα ανεβεί στην Πειραματική σκηνή του Θεσσαλικού θεάτρου τον Μάρτιο με θέμα τη σχέση της μαγείας με τη μαγειρική, με αφετηρία τον τόπο της Θεσσαλίας. Η παράσταση λέγεται «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας». Η παράσταση στηρίζεται στη διακειμενικότητα, με ένα υλικό που κυμαίνεται από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου ως τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Έχω χαρά γιατί οι τρεις ηθοποιοί, ο Γιάννης, ο Μανούσος και ο Πλάτωνας που συμμετέχουν να είναι περσινοί απόφοιτοι της δραματικής σχολής «Δήλος» της Δήμητρας Χατούπη που εργάζομαι, οπότε έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να συνυπάρχουμε με άλλους ρόλους. Όπως και εξαιρετικό πεδίο παρατήρησης είναι το ότι προσεγγίζουν σκηνικά μέσα από τα σώματά τους το γυναικείο ηλικιωμένο σώμα, που ήταν και ένα από τα ζητούμενα του συγκεκριμένου project.»

Και κάτι τελευταίο. Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το θέατρο;

«Ερωτήσεις που ξεκινούν με το «γιατί» με κομπλάρουν. Συνήθως, σε τέτοια ερωτήματα που μου ζητάνε το λόγο για κάτι που βιώνω, τα απαντάω αυτόματα με τη φράση «και γιατί όχι». Είναι ένας συνδυασμός υποθέτω επιλογών, συγκυριών και άλλων πολλών. Έχω αλλάξει αρκετές δουλειές και έχω ξεκινήσει και διακόψει αρκετές σπουδές. Ως άνθρωπος που βαριέται πολύ γρήγορα, με παρατηρώ ότι το θέατρο έχει ακόμα χώρο μέσα μου, είτε πρόκειται για το παραστασιακό του κομμάτι, είτε για το ακαδημαϊκό – ερευνητικό. Μάλλον οι απαντήσεις θα έρθουν σε κάποια περίοδο αναστοχασμού, τώρα που βρίσκομαι μέσα σ’ αυτό δεν ξέρω καθαρά να πω. Ακόμα παίζω και μ’ αρέσει.»

INFO

Ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας: Δημοσθένης Παπαμάρκος

Διασκευή – Σκηνοθεσία: Κωσταντίνος Ντέλλας

Ηχητικό Περιβάλλον-Μουσική: Αλέξανδρος Κτιστάκης

Σκηνογράφος: Μάρθα Φωκά

Ενδυματολόγος: Κωνσταντίνα Μαρδίκη

Σχεδιασμός Φωτισμών – Φωτογραφίες/Video: Παναγιώτης Λαμπής

Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα

Διδασκαλία νοηματικής γλώσσας: Ανδρονίκη Ξανθοπούλου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαντώ Κατσούγκρη

Γραφιστική Επιμέλεια: Another Point of View

Επικοινωνία: Χρύσα Λύκου

Διεύθυνση Παραγωγής: Ομικρον3

Παραγωγή: D’art The Art Society

Με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Παίζουν:

Αντώνης Χρήστου

Γιώργος Σύρμας

Δημοσθένης Ξυλαρδιστός

Ευθύμης Χαλκίδης

Διάρκεια: 90’

Θέατρο 104

Ευμολπιδών 41, Αθήνα, 118 54

Εως τις 9 Απριλίου

κάθε Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή

Προπώληση εισιτηρίων: https://www.viva.gr/tickets/theater/gkiak/

Εισιτήρια από 12 ευρώ