Το Κιλελέρ (τούρκικη λέξη που σημαίνει λίμνη, λάκκος ή έλος) είναι ένα μικρό χωριό της Θεσσαλίας, που λόγω της αιματοβαμμένης αγροτικής εξέγερσης στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας στις 6 Μαρτίου 1910, χαράκτηκε στην ελληνική συλλογική μνήμη ως σύμβολο του αγώνα των ακτημόνων αγροτών ενάντια στην καταπίεσή τους από τους μεγαλογαιοκτήμονες.
Η προϊστορία
Η εξέγερση των αγροτών στο Κιλελέρ το 1910 αποτελεί μία από τις σημαντικότερες σελίδες της μακράς ιστορίας του Θεσσαλικού Ζητήματος, της διαχείρισης δηλαδή των τσιφλικιών, των μεγάλων αγροτικών περιοχών που ανήκαν σε ιδιώτες (τους γαιοκτήμονες/τσιφλικάδες) και καλλιεργούνταν από τους ακτήμονες γεωργούς ελληνικής καταγωγής (τους κολίγες).
Το 1881, με τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθορίζονται νέα σύνορα και στην Ελλάδα προσαρτώνται τμήμα του Νομού Άρτας και περιοχές της Θεσσαλίας.
Όπως αναφέρει ο Βασίλης Πατρώνης στο βιβλίο του Ελληνική Οικονομική Ιστορία Οικονομία, Κοινωνία και Κράτος στην Ελλάδα (18ος-20ος αιώνας), «Το 1881 που προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα, σε σύνολο 658 χωριών, τα 460 ήταν τσιφλίκια και μόνο τα 198 “ελεύθερα” κεφαλοχώρια (σ.σ. με μικροιδιοκτήτες καλλιεργητές)».
Το μεγάλο «αγκάθι» προέκυψε όταν το ελληνικό κράτος «αντί να κληρονομήσει ως διάδοχη κατάσταση τη δημόσια οθωμανική γη, τη χάρισε στους τούρκους γαιοκτήμονες, στους οποίους είχε παραχωρηθεί από τον Σουλτάνο μόνο προς κάρπωση και εξουσίαση και όχι κατά την πλήρη κυριότητα».
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες εκτάσεις γης να περάσουν από τους οθωμανούς ιδιώτες, που αποχωρούσαν από την περιοχή λόγω της προσάρτησης της περιοχής στην Ελλάδα, σε μικρό αριθμό οικονομικά ισχυρών Ελλήνων.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Βασίλη Πατρώνη, με πηγές τα βιβλία των Κ. Βεργόπουλου και Θ. Ψύρρα περίπου σαράντα Έλληνες κεφαλαιούχοι της διασποράς, «οι οποίοι ζούσαν μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Οδησσού, Αλεξάνδρειας, Βουκουρεστίου αφενός και Παρισιού, Λονδίνου, Τεργέστης αφετέρου (…) αγόρασαν εκατομμύρια στρέμματα μέσα στα οποία υπήρχαν περισσότερα από 350 χωριά και στα οποία ζούσε κάτι παραπάνω από τον μισό πληθυσμό της Θεσσαλίας».
Έτσι Έλληνες χρηματιστές και έμποροι της διασποράς γίνονταν οι νέοι μεγαλογαιοκτήμονες / τσιφλικάδες της Θεσσαλίας και μάλιστα εξαίτιας της ελληνικής νομοθεσίας, υπό ένα αρκετά πιο δυσμενές για τον καλλιεργητή / κολίγα σύστημα.
Το Θεσσαλικό Ζήτημα στη Βουλή
Όπως γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 9ης Μαρτίου 1975:
«Δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος από την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στην Ελλάδα (1881) όταν στη Βουλή, τον Φεβρουάριο και αρχές Μαρτίου 1883 άρχισε μια ευρεία και οξύτατη συζήτηση για τις καταπιέσεις των μεγαλογαιοκτημόνων – Ελλήνων και Τούρκων – κατά των δουλοπαροίκων – κολλήγων – της Θεσσαλικής γης που δούλευαν σαν σκλάβοι στα 584 τσιφλίκια της.
»Ο βουλευτής Αττικής Αντ. Ζυγομαλάς, ο βουλευτής Τρικάλων Νικ. Ταρμπάζης έγιναν αμείλικτοι κατήγοροι των τσιφλικάδων».
“Υπάρχουσιν άπειραι εκτάσεις ταύταις χιλιάδες Ελλήνων κατοικούσι γεωργοί, εργαζόμενοι ημέραν και νύκτα διά να παραγούνε μόνον τον άρτον των και τούτον ξήρον…”
«Τον Φεβρουάριο και αρχές Μαρτίου 1910», γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» του 1975, «δονείται η Θεσσαλική γη από διαμαρτυρίες, πορείες και συλλαλητήρια των κολλήγων, που το κορύφωμά τους στάθηκε η 6 Μαρτίου με το πρώτο αίμα των κολλήγων που έβαψε το ξεσσαλικό χώμα, στο σιδηροδρομικό σταθμό Κιλελέρ (τώρα Κυψέλη) ανάμεσα στο Βόλο και τη Λάρισα.
»Όλα τα αιματηρά γεγονότα που έγιναν την ημέρα εκείνη κατά το μεγάλο συλλαλητήριο της Λαρίσας, καταγράφηκαν στην ιστορία των αγώνων των ακτημόνων με το όνομα Κιλελέρ, όπως όταν αναφέρεται το όνομα του Μαρίνου Αντύπα, που δολοφονήθηκε στα 1907 (και πάλιν τον Μάρτιο) πάει ο νους μας στην κατάσταση της Θεσσαλίας με τα μεγάλα τσιφλίκια».
Το μεγάλο συλλαλητήριο και η αιματοχυσία
Στις 23 Μαρτίου 1980 ο Γιάννης Φάτσης και «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» δημοσίευσαν τις μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν ζήσει την αιματοχυσία του Κιλελέρ.
«Οι “επιζώντες” του 1910 αυτοί που βρίσκονται στο Κιλελέρ, θα πουν:
Η γη ήταν πλούσια. Την είχαν στα χέρια τους οι τσιφλικάδες και τη δούλευαν οι κολλήγοι. Οι τσιφλικάδες ήταν λίγοι φεσάτοι Τουρκαλάδες και φραγκοφορεμένοι Έλληνες. Είχαν όλα τα καλά αυτοί. Οι κολλήγοι είμασταν φτωχοί. Τόσο φτωχοί, που δεν έπαιρνε άλλο”
»Μία από τις γερόντισσες του Κιλελέρ, η Βαγγελιώ Κωστοπούλου θα προσδιορίσει το μέγεθος της αμοιβής της εργασίας στο Θεσσαλικό κάμπο:
“Δούλεψα ένα καλοκαίρι στα ρεβίθια και μ’ αυτά, που μούδωσαν, αγόρασα παντόφλες”.
Όπως γράφει ο Γιάννης Φάτσης «Kάποτε οι κολλήγοι ξύπνησαν και ζήτησαν ν’ απαλλοτριωθούν τα χωράφια, να τα πάρει το κράτος και να τα δώσει σ’ αυτούς (που τα δούλευαν). To κράτος ήταν άτολμο. Δεν είχε τη διάθεση να τα βάλει με τους τσιφλικάδες και πρόβαλε τυπικά εμπόδια (συνταγματικές δεσμεύσεις) για να πάρει το δίκαιο αυτό μέτρο, που θα έδινε τα χωράφια στους κολλήγους.
Μαρτυρίες
»Έτσι φτάσαμε στο 1910. Οι άνθρωποι του Κιλελέρ θα πουν:
“Επιτροπές γύριζαν τα χωριά και σήκωναν τον κόσμο”
»Προέτρεπαν τους αγρότες να πάνε στο συλαλλητήριο, που θα γινόταν στη Λάρισα – στις 6 Μαρτίου. Σ’ αυτό το συλλαλητήριο θα έμπαινε έντονα το αίτημα για τη διανομή των τσιφλικιών στους αγρότες. (…)
»Το συλλαλητήριο της Λάρισας αποτελούσε πια τη δυναμική αντιπαράθεση των κολλήγων με τους τσιφλικάδες. Η δύναμη κρούσεως των τσιφλικάδων ήταν οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες – το κράτος.
“Oι επιτροπές είχαν αποφασίσει να συγκεντρωθούν το πρωί στο Κιλελέρ οι κολλήγοι απ’ όλα τα κοντινά χωριά”
Βαγγελιώ Κωστοπούλου, 88 χρονών (1980)
«Αφηναν τα χωράφια οι χωριανοί και πήγαιναν προς τον σταθμό. Εκεί πήγαν κι άλλοι χωριανοί από το Βελεστίνο, την Κοκκίνα, τη Μηλιά κι απ’ άλλα χωριά. Πήγα κι εγώ εκεί.
»Ο κόσμος φώναζε. Τι φώναζε; Να γίνει το συλλαλητήριο. Ήθελε ν’ ανέβει στο τραίνο και οι φαντάροι τούς χτύπαγαν. Ο κόσμος δεν έκανε πίσω.
»Βγήκε φωτιά από τα όπλα. Φώναζαν αυτοί που τα είχαν τα όπλα: “Φωτιά, φωτιά. Οι δικοί μας φώναζαν κι αυτοί: “Eίναι άσφαιρα, μη φοβάστε, ανεβείτε”.
»Οι δικοί μας είχαν άδεια χέρια. Οι άλλοι είχαν γκράδες. Οι δικοί μας έριχναν πέτρες κατά το τρένο. Θέλαν να το κρατήσουν, μη φύγει. Θέλαν ν’ ανέβουν να πάνε στο συλλαλητήριο. Οι άλλοι βάρεσαν στο ψαχνό. Όπως ήταν ανεβασμένος στο τρένο ένας γαμπρός μου από πρώτη ξαδέρφη χτυπήθηκε.
»Πήραν το σκοτωμένο οι άντρες και το φόρτωσαν σ’ ένα κάρο. Τον πήγαν στο χωριό, στο σπίτι του».
Βασίλω Μπαντουβάνου, 95 χρονών (1980)
«Μαζεύτηκε ο κόσμος στο σταθμό. (…) Περπατούσαν στον κάμπο με τα τρουβάδια στον ώμο και κατευθυνόνταν στον σταθμό. (…) Μαζεύτηκαν πολλοί εκεί, άντρες – γυναίκες. Ήλθε το τραίνο, ήταν εννιά, το πρωί. Δε σταμάτησε το τραίνο κι οι χωριανοί το πετροβόλησαν, να το υποχρεώσουν να σταματήσει. Σταματούν τα τραίνα;
»Αυτοί από μέσα (από το τραίνο) είχαν όπλα.
Οι δικοί μας είχαν ξύλα. Αυτοί ρίχναν σφαίρες κι οι δικοί μας φώναζαν. Έγινε μακελειό. Χύθηκε αίμα, αγρίεψε ο κόσμος.
Το τραίνο έφυγε, εμάς τις γυναίκες μας χούγιαζαν και μας έστειλαν στο χωριό. Οι άντρες, κάμποσοι άντρες, πήγαν με τα πόδια στη Λάρισα, στο συλλαλητήριο».
Βαγγέλης Ψαράς, 80 ετών (1980)
«Ένας αξιωματικός που ήταν στο τραίνο, έδινε διαταγή να μην ανέβουν (πάνω στο τραίνο) οι αγρότες. Φαίνεται, πως ο αξιωματικός είχε πάρει ρητή εντολή να μην πάρει ούτε έναν επιβάτη πάνω στο τραίνο.
»Ένας κολλήγος ανέβηκε στο τραίνο. Ο αξιωματικός έσυρε το ξίφος και τον χτύπησε. Αυτό το είδα με τα μάτια μου. Βλέποντας οι δικοί μας ότι ο στρατός σκοτώνει τους αγρότες έκαναν επίθεση στο τραίνο. Άρχισαν να ρίχνουν πέτρες προς τα βαγόνια κι οι στρατιώτες απάντησαν με πυροβολισμούς.
»Χτυπήθηκε και δεύτερος δικός μας από το τραίνο. Αυτό ξεκίνησε και οι δικοί μας το πετροβολούσαν. (…) Προχώρησε το τραίνο, αλλά σταμάτησε. Το απόσπασμα έριχνε πυρά. (…) Σκοτώθηκε κι ο ‘Ερμάκος’ όπως τoν λέγαμε. Αυτός είχε δικά του χωράφια. Αλλά ήθελε να πάρουν κι οι άλλοι χωράφια. Γι’ αυτό φώναζε κι ήθελε να πάει στο συλλαλητήριο.
»Κανένας από τους δικούς μας δεν είχε όπλο. Μόνο ο αγροφύλακας είχε πιστόλι. Τον παρακινούσαν πολλοί για να πυροβολήσει. Άλλοι όμως πιο ψύχραιμοι, τον απέτρεψαν».
Μετά το Κιλελέρ
Μετά την αιματοχυσία, στη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 1910 στη Βουλή, ο βουλευτής Λαρίσης, Ι. Γιαννακίτσης, ανέφερε:
«Επέπρωτο φαίνεται, να πιστοποιηθή η ιστορική αλήθεια ότι δένδρον της ελευθερίας ή μάλλον ειπείν της χειραφετήσεως λαού τινός από δουλικής τινός καταστάσεως, το δένδρον τούτο φύεται και αναπτύσσεται πάντοτε δι’ αίματος.
Όπως γράφει ο Γιάννης Φάτσης,
«Το θέμα της απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών είχε τεθεί δυναμικά. Η διανομή των τσιφλικιών έγινε, τελικά, το 1922. Οι κολλήγοι κέρδισαν. Το Κιλελέρ αποτελεί το σύμβολο του αγώνα τους».