Βαθιά συντετριμμένη είναι η Καλλιόπη, η σύντροφος του 26χρονου Δημήτρη που έχασε τη ζωή του στη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη.
«Ήξερα σε ποιο βαγόνι ήταν, ήμουν η μόνη που ήξερε. Όλοι ρωτούσαν εμένα, μου έστελναν οι φίλοι του. Είχα πολλές ελπίδες, η αλήθεια είναι ότι το βαγόνι του ήταν διαλυμένο γιατί δεν το έβλεπα. Αλλά είχε πολλές ελπίδες, γιατί ήταν πολύ δραστήριος, έπαιζε ποδόσφαιρό, του άρεσε το κολύμπι, είχε αντοχές σαν άνθρωπος. Είχα ελπίδες, μου τις έσβησαν. Μου πήραν τα όνειρα. Εκαν όνειρα μαζί του», είπε αρχικά.
«Θέλεις να σου πω πως ήμουν πριν ακούσω για το δυστύχημα; Του έστειλα μήνυμα και του είπα πως δεν θέλω να κοιμηθώ μόνη μου κι ότι δεν αισθανόμουν καλά. Ήμουν με τους γονείς μου, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, στριφογύρναγα. Ένιωθα φόβο, ανασφάλεια. Και έλεγα «Έφυγε και μέχρι να τον ξαναδώ θα περάσουν σίγουρα δέκα, δεκαπέντε μέρες». Στον σταθμό τον είχα πάει μαζί με τον μπαμπά μου. Ήταν και ο φίλος του.
»Ο μπαμπάς μου έκανε ότι δεν κοιτάει για να χαιρετηθώ με τον Δημήτρη. Και είπα πως τον αγαπάω και με αγαπάει. Μου είπε ότι θα μιλάμε πιο συχνά στο τηλέφωνο μέχρι να ξαναβρεθούμε. Πέρασε απέναντι και απλά τον κοίταζα, μέχρι να έρθει το τρένο να φύγει. Δεν ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλε ήταν 23:10 ακριβώς. Μου είπε ότι είχαν καθυστέρηση μισής ώρας και λίγο μετά την καθυστέρηση μου είπε ότι φτάσανε στη Λάρισα. Τώρα είναι φρέσκο ακόμα το ξέρω. Αλλά που λένε θα το ξεχάσεις, θα το ξεπεράσεις, δεν πιστεύω πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι μαθαίνεις να ζεις με τον πόνο».
«Ένιωθα ότι είναι ο άνθρωπός μου»
«Ένιωθα ότι είναι ο άνθρωπός μου μπορεί να είμαι μικρή και αν ακούγεται χαζό αλλά αυτό ένιωθα. Αυτό ήθελε και αυτός, μου το είχε δείξει. Ότι είμαι γυναίκα του, με έλεγε γυναίκα του. Ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος, πολύ καλό παιδί. Πολύ λογικό, πολύ συνειδητοποιημένο. Μόνο 26 χρονών και πάταγε στα πόδια του. Έκανε τα πάντα μόνος του. Βοηθούσε τους πάντες, όποιος ζήταγε βοήθεια ο Δημήτρης ήραν εκεί.
»Θα ήθελα μια φορά στη ζωή τους να σκεφτούν την ανθρώπινη ζωή και όχι την καλοπέρασή τους. Να φτιάξουν αυτό που ονομάζουν κράτος γιατί δεν είναι. Δεν νιώθουν τίποτα, δεν ήταν οι οικογένειές τους μέσα. Δεν ταξίδευαν με αυτά τα τρένα για αυτό τα είχαν σε τέτοια κατάσταση. Δεν γίνεται να μη λειτουργούσε τίποτα και απλά να λένε ‘’πάμε και όπου βγει’’. Που πας ρε @@@; Θα σκοτώσεις κόσμο. Σκέφτομαι τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα, πώς χάθηκε. Για μία φορά στη ζωή τους να σκεφτούν τους πολίτες. Το να δώσουν κάποιες αποζημιώσεις δεν πιστεύω ότι θα απαλύνει τον πόνο της μητέρας του. Τον πήραν μακριά μου χωρίς να θέλει. Γιατί είναι ανεύθυνοι. Γιατί «φάγανε» τα λεφτά που πήραν για τα τρένα, γιατί δεν τους ένοιαζαν οι άνθρωποί μας. Δεν τους ένοιαζε τίποτα. Μόνο αυτοί να είναι καλά. Νιώθω απλά ένα χέρι στην καρδιά να με σφίγγει. Κάναμε πολλά όνειρα μαζί. Δεν ξέρω πως θα είναι η ζωή χωρίς αυτόν».