Οσο προχωρούν οι ημέρες τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται πως η ασφάλεια των ελληνικών σιδηροδρόμων εξαρτάται σε ανεπίτρεπτο βαθμό από την εύνοια της τύχης. Προκύπτει επίσης ότι ένα μέσο σταθερής τροχιάς που φημίζεται διεθνώς ως το πιο ασφαλές, είναι στη χώρα μας ο μεγάλος ασθενής των μεταφορών. Η πρόοδος που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια στο εθνικό οδικό δίκτυο ή στις θαλάσσιες μεταφορές δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη πρόοδο στο σιδηροδρομικό.
Δεν μιλάμε πια για «δρόμους – καρμανιόλες» και «θυσίες στον Μολώχ της ασφάλτου». Τίτλοι που είχαν εξαντλήσει την εφευρετικότητά τους από την συνεχή χρήση εξαφανίστηκαν από τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Σήμερα, επιτέλους, μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για το γεγονός πως οι μεγάλες οδικές αρτηρίες της χώρας ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της σύγχρονης οργάνωσης της ζωής. Ταξιδεύουμε άνετα και – κυρίως – ασφαλείς όσο ποτέ άλλοτε.
Να όμως που το δυστύχημα των Τεμπών ήρθε να θυμίσει με τον πλέον τραγικό τρόπο πως εκείνος ο Μολώχ που εξορίσαμε από την άσφαλτο εγκαταστάθηκε στις σιδηροδρομικές ράγες. Ισως επειδή, αντίθετα από άλλες χώρες και για λόγους μορφολογίας του εδάφους, το τρένο δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές στη δική μας χώρα. Ο μεγάλος ασθενής ήταν συγχρόνως ο φτωχός μας συγγενής.
Ετσι, σήμερα δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με μια πρωτοφανή τραγωδία αλλά και με μια νέα κρίση. Και αν για την τραγωδία είναι απαραίτητη η λογοδοσία και η απόδοση των ευθυνών, για την κρίση ο ενδεδειγμένος δρόμος είναι ένας. Η μετατροπή της σε ευκαιρία. Όπως με το ναυάγιο του «Σάμινα» εξαφανίστηκαν οι «σκυλοπνίχτες» από το Αιγαίο, έτσι και τα τρένα θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους την εποχή του «καρβουνιάρη» και της «κακοδαιμονίας» που απέδιδε όλα τα δεινά σε μια ανώτερη δύναμη. Εξάλλου, το ξέρουμε πια πως ο Μολώχ δεν υπάρχει.