Στις δημοκρατίες η πολιτική ευθύνη είναι αυτονόητη. Βαραίνει εκείνους που, ως εκλεγμένοι, αναλαμβάνουν τις τύχες του έθνους και την πολιτική διεύθυνση της χώρας. Αλλά είναι σε αυτήν την τελευταία που συμμετέχουν και τα κόμματα που κυβερνούν και εκείνα που αντιπολιτεύονται – πολλώ δε μάλλον όταν έχουν κυβερνητικό παρελθόν. Συμμετέχει ασφαλώς και κάθε εξουσία που εκπορεύεται από το Σύνταγμα καθώς και εκείνες που αντλούν την ισχύ τους από μη συνταγματικές αλλά κοινωνικά αναγνωρισμένες πηγές.

Ο επιμερισμός της ευθύνης είναι βέβαια διαφορετικός. Στους «βαρδιούχους», όπως θα έλεγε και κάποιο πολιτικό πρόσωπο που από τη δική του θέση ευθύνης απέδωσε κάποτε μια εθνική τραγωδία σε μια «στραβή», αντιστοιχεί το μεγαλύτερο μερίδιο. Από την ευθύνη των πανθομολογουμένων «χρόνιων παθογενειών», όμως, που καταδυναστεύουν το ελληνικό κράτος, δεν εξαιρείται κανείς. Το «χρονίζον» του πράγματος δεν ξεκινά από τις τελευταίες, κάθε φορά, εκλογές. Διατρέχει την ιστορία μιας κρατικής οντότητας και ταυτίζεται με τη συνέχειά της.

Είναι μια επισήμανση απαραίτητη καθώς, πριν ακόμη ολοκληρωθεί το τριήμερο εθνικό μας πένθος, έκανε την εμφάνισή της στον ορίζοντα μια άλλη «χρόνια παθογένεια» που μαστίζει την ελληνική κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα. Είναι η ταχύτητα και η ευκολία με την οποία το πένθος και ο οφειλόμενος σεβασμός στη μνήμη των θυμάτων δίνουν τη θέση τους στη στείρα αντιπαράθεση, την κυνική εκμετάλλευση, την πολιτική σπέκουλα.

Οι εθνικές τραγωδίες όμως δεν προσφέρονται για ακόμη έναν καβγά από εκείνους που, χρονίως και αταβαστικά σχεδόν, αναλώνονται οι πολιτικές δυνάμεις. Όχι μόνο επειδή χρησιμοποιούν ως καύσιμη ύλη τον νωπό πόνο ανθρώπων που θρηνούν τους οικείους τους. Αλλά κι επειδή ειδικά αυτό το είδος της «χρόνιας παθογένειας» είναι παράγων ανάσχεσης της προόδου. Καμία δουλειά δεν γίνεται σωστά με κερδοσκοπικούς τσακωμούς.

Είναι αυτονόητο πως οι μειωμένες πιθανότητες προόδου αυξάνουν τον κίνδυνο εθνικών τραγωδιών, όπως αυτές που ζήσαμε στο παρελθόν και αυτές τις ημέρες ζούμε στα Τέμπη.

Αυτή θα είναι λοιπόν για πάντα η Ελλάδα; Εως ότου απαντηθεί το ερώτημα, η φράση αυτή που ειπώθηκε υπό τη μορφή βεβαιότητας από έναν πρωθυπουργό για μια αντίστοιχη εθνική τραγωδία, δεν θα συνιστά μια κυνική παραδοχή. Αλλά την πιο έντιμη δήλωση.