Αμαρτωλή η μεταπολιτευτική ιστορία των σιδηροδρόμων στη χώρα μας και ίσως από εκείνες που φανερώνουν τα διαρθρωτικά βάρη της κομματικοκρατίας στην Ελλάδα. Ελλειμματικοί πάντα οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι και η ανάπτυξή τους προβληματική. Το δίκτυο παλαιό και τεχνολογικά καθυστερημένο, τα μοντέρνα συστήματα τηλεματικής και ηλεκτρονικής σηματοδότησης ουδέποτε ευδοκίμησαν και η ηλεκτροκίνηση των τρένων δεν βρήκε εφαρμογή σε τούτο τον τόπο.
Παρά τα όποια κατά καιρούς βήματα προόδου οι συρμοί παρέμειναν ασυνεπείς και αναξιόπιστοι με τις βλάβες και τις καθυστερήσεις να δίνουν τον τόνο. Κατά βάση δεν μπόρεσαν ποτέ να εκσυγχρονιστούν πραγματικά. Και αυτό γιατί διαχρονικά ασκήθηκαν και συνεχίζουν να ασκούνται πάνω τους ιδιότυπα συμφέροντα και δυνάμεις.
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ο ΟΣΕ κατέστη πανίσχυρη βάση κομματικών προσλήψεων και μεταβλήθηκε σε μια από τις ισχυρότερες δομές ρουσφετιού και συναλλαγής. Εφθασε κάποια στιγμή εξαιτίας της κακοδιοίκησης, των ρουσφετιών και των οικονομικών σκανδάλων που συνόδευαν τη λειτουργία του να θεωρείται από πλέον υπερχρεωμένες δημόσιες επιχειρήσεις. Με τα χρόνια ο ΟΣΕ κατέστη συνώνυμος της διαφθοράς, μια ζώνη ειδικού οικονομικού ενδιαφέροντος για διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς και αντιστοίχου ποιότητας κατασκευαστές και επιχειρηματίες. Κοινώς στον ΟΣΕ δεν δινόταν δουλειά χωρίς μίζα.
Σε ορισμένες ευαίσθητες οικονομικές περιόδους, στα χρόνια της σταθεροποίησης και αργότερα πριν την ένταξη στην ευρωζώνη επιχειρήθηκαν απόπειρες εξυγίανσης από το μεγάλο βάρος των ελλειμμάτων και των χρεών.
Όλες ωστόσο απέτυχαν, είτε γιατί τα ισχυρά συνδικάτα αντιδρούσαν, είτε επειδή τα ποικιλώνυμα συμφέροντα τις υπονόμευσαν συστηματικά και οργανωμένα. Αν επιχειρήσει κανείς να μετρήσει πόσα χρήματα έχουν ξοδευθεί στο όνομα του εκσυγχρονισμού των ελληνικών σιδηροδρόμων θα εκπλαγεί δυσάρεστα. Πολύ περισσότερο αν επιχειρήσει να μετρήσει το αποτέλεσμα των πόρων που διαχρονικά σπαταλήθηκαν.
Κάπως έτσι λοιπόν ελλειμματικοί και υπερχρεωμένοι οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι βρέθηκαν μη υπερασπίσιμοι στα χρόνια της χρεοκοπίας, των μνημονίων και της εποπτείας των ξένων. Εκείνοι έχοντας τη συνταγή δεδομένη κατέτμησαν τον ΟΣΕ, μείωσαν το προσωπικό και τις αμοιβές και επέβαλαν την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του σιδηροδρομικού έργου. Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ πουλήθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ τον Σεπτέμβριο του 2017 στην ιταλική Ferrovie dello Stato Italiane Group έναντι πινακίου φακής 45 εκατ. ευρώ και τα χρέη της εταιρίας ύψους 14,7 δισ. ευρώ ανελήφθησαν από το ελληνικό δημόσιο το οποίο ανέλαβε και την υποχρέωση επιδότησης του σιδηροδρομικού έργου.
Και όλα αυτά με την προοπτική της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού του δικτύου. Οι νέοι ιδιοκτήτες ωστόσο απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων. Δεν υπηρέτησαν με συνέπεια το επενδυτικό σχέδιο για το οποίο δεσμεύτηκαν, παρά αντιθέτως εξάντλησαν τις δυνατότητες του τρέχοντος δικτύου, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για την ασφάλεια, τη συντήρηση των γραμμών και την εκπαίδευση του προσωπικού. Την αποφράδα ημέρα στον Ευαγγελισμό της Λάρισας δεν λειτούργησε τίποτε. Ηλεκτρική σηματοδότηση δεν υπήρχε, ούτε ηλεκτρονική παρακολούθηση του δικτύου και ο σταθμάρχης νεοπροσληφθείς και άπειρος. Και είναι επίσης προφανές ότι το εποπτεύον υπουργείο Μεταφορών δεν άσκησε τη δέουσα πίεση στην ιταλική εταιρία, παρά τις πολλές προειδοποιήσεις, αλλά και τα συνεχή σημάδια που έδινε η πλημμελής λειτουργία των ελληνικών σιδηροδρόμων.
Με άλλα λόγια η ανείπωτη τραγωδία της 28ης Φεβρουαρίου μόνο σε τυχαίο γεγονός ή σε ένα μεμονωμένο λάθος δεν επιτρέπεται να αποδοθεί. Ωρίμαζε το δυστύχημα της Λάρισας εδώ και καιρό. Ήλθε ως αποτέλεσμα πλήθους παραλείψεων, ασυνεπειών και ελλειμμάτων. Και δηλώνει σε όλους πως ήρθε ο καιρός να ασχοληθούμε πραγματικά και ουσιαστικά με τα βασικά, με τα θεμελιώδη, αυτά που πραγματικά ορίζουν τη ζωή μας.