Μοιάζει η κατάλληλη χρονική περίοδος για να ανοίξουμε την συζήτηση και σίγουρα αυτή θα περιέχει μια «μαγική» λέξη: συναίνεση.
Οι πολιτικές δυνάμεις, οι φορείς και τα think tank τους που διαβουλεύονται επί χρόνια, έχουν έρθει πλέον πολύ κοντά στο να συμφωνήσουν σε ένα κρίσιμο κεφάλαιο για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη της χώρας: την δημιουργία ενός ενιαίου υπουργείου πανεπιστημίων και έρευνας.
Νομίζω ότι στο σημείο που βρισκόμαστε, όλοι έχουν καταλάβει το πολιτικό λάθος του διαχωρισμού των ερευνητικών μας κέντρων από τον χώρο της παιδείας και των πανεπιστημίων. Ταυτόχρονα όμως, καταλαβαίνουν και την δυσλειτουργία ενός τεράστιου υπουργείου που να τα περιλαμβάνει όλα, όπως ίσχυε στο παρελθόν. Η πρόταση για να αποσπάσουμε τα ΑΕΙ από το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Παιδείας (που έχει ήδη την τεράστια ευθύνη της λειτουργίας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οργανισμών, πανελλαδικών εξετάσεων) και να δημιουργηθεί στην επόμενη κυβέρνηση της χώρας ένα κοινό υπουργείο πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, φαίνεται ότι αυτή την στιγμή συναντάει την αποδοχή μεγάλης μερίδας των πολιτικών, από όλες τις πλευρές του κοινοβουλίου. Και επίσης, την αποδοχή των περισσότερων εκ των εκπροσώπων των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων.
Δεν ισχύει το ίδιο, με την αντίθετη πρόταση, που αιτείται την δημιουργία ενός υπουργείου το οποίο θα διαχειρίζεται αποκλειστικά τα θέματα της έρευνας.
Είμαστε λοιπόν κοντά στην συναίνεση. Αντί να ανάψουμε φωτιές για να την αποτρέψουμε, μήπως πρέπει απλά να επιδιώξουμε την πολυπόθητη πολιτική «φιλία»;
Είναι άλλωστε αυταπόδεικτο, ότι η πολυδιάσπαση του χώρου της έρευνας, η απομάκρυνση τους από τα ΑΕΙ, ο διαχωρισμός ακόμη και μεταξύ τους (άλλα είναι δημοσίου και άλλα ιδιωτικού δικαίου) δεν βοηθάει τη λειτουργία τους. Ο συντονισμός τους είναι δύσκολος, προσωπικό ή επιπλέον χρηματοδότηση συχνά δεν έχουν, οι ανάγκες τους εκ της απομάκρυνσης τους γίνονται διαφορετικές, οι αξιολογήσεις προχωρούν με διαφορετική «ατζέντα» και διαφορετικά κριτήρια…
Η Ελλάδα όμως πρέπει να δυναμώσει τις πολιτικές της στο χώρο της έρευνας. Από τις ηχηρές πολιτικές εξαγγελίες περί brain gain (κούρασε και σαν χαρακτηρισμός, όταν δεν ακολουθείται από πολιτικά έργα), πρέπει να αναζητήσουμε επιτέλους μια εθνική στρατηγική βασισμένη στην σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων. Και εδώ, λένε οι δικές μου πληροφορίες, υπάρχει εύφορο έδαφος για να καλλιεργηθεί.
Δεν αρκεί λοιπόν μόνο να ωθούμε τους πανεπιστημιακούς στην δημιουργία εταιριών- νεοβλαστών μέσα στα ΑΕΙ, ή να διακηρύττουμε ηχηρά, μικρότερης εμβέλειας πολιτικές, για την έρευνα.
Απαιτείται μια σταθερή πολιτική μακράς πνοής που να απομακρυνθεί από τις κατηγοριοποιήσεις του τύπου «δημόσιο-ιδιωτικό», «ανεπαρκές-επαρκές». Η χώρα μας διαθέτει ερευνητές υψηλού επιπέδου, νέους και νέες επιστημονικά παντοδύναμους. Αρκεί να μην τους «στραγγαλίζουμε» με αντιφατικές πολιτικές ανα τετραετία, εγκληματική γραφειοκρατία και αναγκαστική περιχαράκωση των ερευνητικών τους ιδεών.
Υπουργεία αυτής της μορφής εξάλλου υπάρχουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οπότε με την ίδια μέθοδο που θελήσαμε να αντιγράψουμε το αγγλοσαξωνικό πρότυπο διοίκησης των ΑΕΙ (Συμβούλια Διοίκησης κλπ), ας στραφούμε τώρα, σε μια πιθανότατα πιο επιτυχημένη «αντιγραφή». Ας στραφούμε στο μοντέλο άλλων χωρών στην γεωγραφική μας γειτονιά, που έχουν κοινά υπουργεία πανεπιστημίων και έρευνας, με επιστημονικά αποτελέσματα που τους φέρνουν επιτυχίες και τιμή.
«Μοντέλα επιτυχίας» άλλωστε έχουμε και στη χώρα μας: το περίφημο παράδειγμα της Κρήτης (όπου για χρόνια συνεργάστηκαν με επιτυχία το ερευνητικό της κέντρο το ΙΤΕ, με το πανεπιστήμιο της και το πρώην Τεχνολογικό της Ίδρυμα και νυν Μεσογειακό πανεπιστήμιο).
Τα παραπάνω βέβαια πρέπει να ενισχυθούν με μηχανισμούς αξιοκρατίας, θεσμικά κίνητρα και χρηματοδότηση. Αλλά το βέβαιο είναι ότι αυτή η πολιτική μπορεί μόνο να ωφελήσει τη χώρα…