Πριν από ακριβώς 80 χρόνια, στις 11 το πρωί κηδεύτηκε στην κατοχική Αθήνα μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνικού πνεύματος, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς.

Όπως έχει κατ’ επανάληψη γραφτεί και ειπωθεί, η κηδεία του Κωστή Παλαμά, στην Αθήνα που βρισκόταν υπό την κατοχή των Ναζί εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη αντιστασιακή συγκέντρωση του ελληνικού λαού κατά των γερμανών κατακτητών.

Ο Τύπος των ημερών εκείνων τελούσε υπό την ναζιστική λογοκρισία γι’ αυτό και οι αναφορές του «ΒΗΜΑΤΟΣ» στα φύλλα που κυκλοφόρησαν τις ημέρες εκείνες δεν θα μπορούσαν να αναφέρονται στον χαρακτήρα αυτόν, που έλαβε η  κηδεία. Δίνουν όμως σπάνιες πληροφορίες για όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 28.2.1943, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι τελευταίες ημέρες του Κωστή Παλαμά

«Ο ποιητής παρουσίαζε τον τελευταίο καιρό μεγάλην εξάντλησι και έμενε σχεδόν συνεχώς στο κρεβάτι. Προ εβδομάδες περίπου είχε προσβληθή από γρίπην βαρείας μορφής που επέφερε και το μοιραιόν τέλος και διότι ο οργανισμός ήταν εξηντλημένος και λόγω της μεγάλης ηλικίας του.

»Μολαταύτα την περασμένην Κυριακήν ήταν ευδιάθετος κι’ απήγγειλε στίχους του Παπαρρηγοπούλου. Πάντα ο ποιητής βρισκόταν με το βιβλίο στα χέρια και πάντα κοντά του η αγαπημένη του θυγατέρα.

»Δεν είναι πολλές ημέρες που εδιάβαζε τον “Δωδεκάλογο του Γύφτου” και ένα βράδυ αποκοιμήθηκε κρατώντας το βιβλίο αυτό στα χέρια του.

»Την Δευτέραν η γρίππη παρουσίασεν επικίνδυνα πνευμονικά φαινόμενα. Από την ημέραν εκείνην έμεινε στο κρεββάτι ακίνητος κι αμίλητος σχεδόν και το μόνον που εξεδήλωνε ήταν μια έντονη νοσταλγία να γυρίση στο πολυαγαπημένο του Μεσολόγγι.

»Τις δύο τελευταίες ημέρες δεν εδέχθη να φάη τίποτε. Διατηρούσε όμως η μεγάλη αυτή νεοελληνική διάνοια πλήρεις τις αισθήσεις του ως την τελευταία του πνοή. Και προχθές το βράδυ εζήτησε τρεις φορές την κόρη του.

–       Ναυσούλα!

–       Ναυσούλα!

»Αλλ’ όταν στην επίκλισί του έσπευσεν η δεσποινίς Ναυσικά Παλαμά, ο ποιητής δεν ημπορούσε πια να μιλήση. Και στις 3.20 το πρωί δίχως να πη τίποτε πια άφησε την τελευταία του πνοή κ’ έκλεισε για πάντα τα μάτια ο ερμηνευτής σε στίχους που θα μείνουν αθάνατοι, όπως και το όνομά του, των παλμών ενός Γένους.

»Το άγγελμα του θανάτου του μετεδόθη σαν αστραπή κ’ η ελληνική σκέψι εφτερούγισε γύρω από το σεπτόν του σκήνωμα».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 28.2.1943, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Όπως αναφέρει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 2.3.1943 «Ο αθηναϊκός λαός προέπεμψε προχθες με βαθυτάτην οδύνην τον νεκρόν του Κωστή Παλαμά εις την τελευταίαν του κατοικίαν. Η κηδεία έγινεν εις τα ένδεκα της Κυριακής από τον ναόν του πρώτου νεκροταφείου δημοσία δαπάνη εις ένδειξιν τιμής. Πολύ προς της ώρας όμως ο αθηναϊκός λαός είχε προσέλθη εις τον περίβολον του νεκροταφείου».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 2.3.1943, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Όπως αναφέρει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» στο φύλλο της 2.3.1943, «Ο αθηναϊκός λαός προέπεμψε προχθες με βαθυτάτην οδύνην τον νεκρόν του Κωστή Παλαμά εις την τελευταίαν του κατοικίαν. Η κηδεία έγινεν εις τα ένδεκα της Κυριακής από τον ναόν του πρώτου νεκροταφείου δημοσία δαπάνη εις ένδειξιν τιμής. Πολύ προ της ώρας όμως ο αθηναϊκός λαός είχε προσέλθη εις τον περίβολον του νεκροταφείου».

(…)

»Ακολούθως απήγγειλαν ποιήματά των οι ποιηταί Άγγελος Σικελιανός και Σωτήρης Σκίπης, διερμηνεύοντες τον πόνον του λαού δια τον χαμόν του κορυφαίου της ελληνικής διανοήσεως.

»Έπειτα το φέρετρον, υποβασταζόμενον υπό του ακαδημαϊκού κ. Σπύρου Μελά, των ποιητών Σικελιανού και Σκίπη και πολλών νέων, μετεφέρθη εις τον τάφον τον οποίον παρεχώρησεν ο δήμος Αθηναίων προς ενταφιασμόν.

(…)

»Τα πάντα εσταμάτησαν εις τον νουν του κόσμου που παρευρίσκετο εκεί, και τα γεγονότα της ημέρας και κάθε άλλη ιστορία ελησμονήθη εμπρός εις το πέρασμα του λειψάνου του Παλαμά».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 2.3.1943, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η κηδεία όπως την έζησε ο Βενέζης

Δέκα χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1953, στην ελεύθερη πια Ελλάδα, ο εμβληματικός συγγραφέας και σταθερός συνεργάτης του «ΒΗΜΑΤΟΣ» Ηλίας Βενέζης περιγράφει το πώς βίωσε ο ίδιος τις ημέρες του θανάτου του Παλαμά.

«Οι Αθηναίοι θα θυμούνται εκείνη την ημέρα του Φεβρουαρίου του 1943. Οι μέρες της δουλείας ήταν φοβερές, ότι είχε τελειώσει ο δεύτερος σκληρός χειμώνας της πικρίας, της πείνας και του θανάτου. Τίποτα δε μηνούσε ακόμα τη μέρα της λυτρώσεως. (…)

»Τότε, ένα πρωινό του Φεβρουαρίου του 1943, άξαφνα ο λαός της πρωτεύουσας των Ελλήνων, μάθαινε το άγγελμα: πέθανε ο Κωστής Παλαμάς! (…) Όλη η Αθήνα ξεσηκώθηκε.

»Απ’ τα πιο μακρυνά σημεία της μεγάλης πόλης, άρχισαν να ξεκινούν και να οδεύουν τα κύματα του κόσμου για να φτάσουν στο λόφο του κοιμητηρίου και να συνοδεύσουν στην τελική του γαλήνη τον Ποιητή.

»Ήξεραν όλα αυτά τα πλήθη την ποίηση του Παλαμά και την αγαπούσαν; Τους είχαν δώσει μήπως κανένα σύνθημα παρακινώντας τους, για λόγους σκοπιμότητας, να πάνε στην κηδεία;

»Ω, τίποτα απ’ όλα αυτά! Ήταν μια αληθινά αυθόρμητη, παλλαϊκή έξοδος, μια κίνηση του ενστίκτου. Μιλούσε αυτό το ένστικτο σε όλους, ως και στους πιο απλοϊκούς ανθρώπους.

»Τούς έλεγε πως αυτός ο θάνατος ήταν ένα γεγονός μέγα, πώς μια στιγμή μεγάλη της Ελλάδας τελείωνε για ναρθή έπειτα άλλη να τη διαδεχθή με τον αδιάσπαστο νόμο της Ελληνικής διάρκειας.

»Και η Ελλάδα, η Αθήνα, έπρεπε να δώσει το παρόν της σ’ αυτόν το θάνατο, υπενθυμίζοντας έτσι στους κατακτητές της πως αυτός εδώ ο τόπος δεν υποδουλώνεται, δεν εξανδραποδίζεται, αφού στην ουσία του είναι ένας χώρος αιωνιότητος του πνεύματος.

(…)

»Έπρεπε να το μάθουν, πως κάθε φορά, μεσ’ στους χρόνους της ιστορίας, που μαχόμαστε εδώ στη γυμνή μας γη, στα βουνά μας τα άγρια, στα φαράγγια μας και στη θάλασσά μας, πως κάθε φορά που στηλωνόμαστε όρθιοι, που πολεμούμε και πεθαίνουμε, δεν υπερασπίζουμε μονάχα ένα κομμάτι γης, τα χωράφια μας, τα καλύβια μας, τις αιωνόβιες εληές μας.

»Αλλ’ ότι μαζί μ’ αυτά υπερασπίζουμε ό,τι επήραμε απ’ τους πατέρες μας κι απ’ τους πατέρας των πατέρων μας: το Ελληνικό πνεύμα.

»Έπρεπε να δουν ακόμα οι κατακτητές μας πώς σ’ εμάς οι μεγάλες ώρες μας ως Έθνους δεν είναι μονάχα όταν νικήσαμε. Αλλά και όταν νικηθήκαμε».