«Το μαρτύριο της φάλαγγας κράτησε περίπου μιάμιση ώρα. Με πολλή δυσκολία γύρισα στο κελί μου. Μετά από λίγο τα πόδια μου άρχισαν να πρήζονται και οι πόνοι ήταν φοβεροί. Το σώμα μου από τη μέση και κάτω ήταν ολόμαυρο. Δεν μπορούσα ούτε να ξαπλώσω ούτε να περπατήσω.

Ήμουν τελείως ακίνητος. Αυτή η ακινησία κράτησε δέκα μέρες. Περπατούσα καθιστός με τη βοήθεια των χεριών. Από τους πόνους ήταν αδύνατο να κοιμηθώ».

Έτσι περιέγραφε στον «Ριζοσπάστη» στις 3 Αυγούστου 1975, λίγες ημέρες προτού ξεκινήσουν οι δίκες των βασανιστών της χούντας, το δράμα που υπέστη στα χέρια των δημίων του ο Δημήτρης Γόντικας, ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ και πρώτος γραμματέας της ΚΝΕ στην μεταπολίτευση.

Στη διάρκεια της χούντας υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ενώ εξορίστηκε στην Γυάρο και την Λέρο με συνεξόριστους τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Κώστα Λουλέ και τον Γιώργη Τρικαλινό.

Η ομιλία του πριν λίγες μέρες στην εκδήλωση της Οργάνωσης Σπουδάζουσας της ΚΝΕ για τα 50 χρόνια από την κατάληψη της Νομικής, είχε ιστορική, πολιτική και συμβολική σημασία.

Απλό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ σήμερα, έχοντας περάσει από τα ανώτατα νευραλγικά πόστα στο κόμμα του, θεματοφύλακας των «μαρξιστικών – λενινιστικών αρχών» και της «κομματικής πειθαρχίας», οργανωτικός νους επί σειρά ετών, στυλοβάτης της ηγεσίας Παπαρήγα και «μέντορας» του σημερινού γραμματέα Δημήτρη Κουτσούμπα, ο κ. Γόντικας, σε μια από τις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις του, δεν περιορίστηκε σε μια αναδρομή στα γεγονότα, αλλά έκανε μια συνολική αποτίμηση των εξελίξεων και των προκλήσεων της εποχής από την επιβολή της δικτατορίας μέχρι και το Πολυτεχνείο, παρεμβαίνοντας έτσι και στην δημόσια συζήτηση που γίνεται το τελευταίο διάστημα με αφορμή όσα γράφονται και λέγονται για την εξέγερση του Νοέμβρη ’73 και τον ρόλο και την δράση της παράνομης τότε ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ με αιχμή την διαβόητη «Πανσπουδαστική Νο 8» (που στοχοποιούσε τους 350 «οργανωμένους πραχτόρους της ΚΥΠ» που εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο σύμφωνα με το «προβοκατόρικο σχέδιο» της χούντας).

«Οι διάφοροι συγγραφείς για τα πεπραγμένα της περιόδου και μερικοί αυτοβιογράφοι που αυτοπροβάλλονται πρόσφατα ως πρωταγωνιστές και κριτές των πάντων, αποφεύγουν να μιλήσουν για τα κρίσιμα όσο και συγκλονιστικά γεγονότα», είπε ο κ. Γόντικας υπονοώντας τον Μίμη Ανδρουλάκη, το βιβλίο του οποίου («Πριν σβήσουν τα φώτα», εκδόσεις Πατάκη), προκάλεσε έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις για τα γεγονότα εκείνα.

Η «Πανσπουδαστική Νο 8»

Το παλαίμαχο στέλεχος του ΚΚΕ αναφέρθηκε εκτενώς στην αγωνιστική στάση και την δράση της ΚΝΕ στη δικτατορία για την οργάνωση και ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος καθώς και στην θαρραλέα στάση των μελών της στα κρατητήρια της Ασφάλειας και του ΕΑΤ – ΕΣΑ, στρέφοντας τα πυρά του κατά όσων «επιχειρούν με αθλιότητες να μειώσουν ή να θολώσουν το ρόλο και την προσφορά της ΚΝΕ στην αντιδικτατορική πάλη».

Έχει ιδιαίτερη αξία ωστόσο ότι επέλεξε να αποσυνδέσει από την συνολική αγωνιστική παρουσία της ΚΝΕ στον αντιδικτατορικό αγώνα την παράμετρο της «Πανσπουδαστικής Νο 8», που αποτέλεσε επί δεκαετίες αντικείμενο μεγάλων αντιπαραθέσεων στα φοιτητικά αμφιθέατρα.

«Ποτέ δεν ισχυριστήκαμε ότι η ΚΝΕ στα δύσκολα εκείνα χρόνια τα έκανε όλα καλά, ότι δεν έκανε λάθη, ότι δεν είχε ελλείψεις και αδυναμίες στην καθοδήγηση των αγώνων. Είναι, όμως, αθλιότητα ένα επιμέρους γεγονός, όπως ένα δημοσίευμα της Πανσπουδαστικής Νο 8, το οποίο μάλιστα γράφτηκε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που δεν έπαιξε κανέναν απολύτως ρόλο και δεν επηρέασε σε τίποτα τις εξελίξεις και σε κανέναν τομέα, να αναδείχνεται σε ξεχωριστό ζήτημα για να πλήξει την ιστορία της ΚΝΕ.

Είναι μικροπρέπεια και ασέβεια στην ιστορική αλήθεια και στον ηρωικό αγώνα της Οργάνωσης της Σπουδάζουσας της ΚΝΕ στα χρόνια της δικτατορίας και ειδικότερα της συμβολής της στην εξέγερση του Πολυτεχνείου», θα υπογραμμίσει ο κ. Γόντικας δίνοντας με τον τρόπο αυτό και την κομματική «απάντηση» σε όσα γράφονται.

«Πιαστήκαμε στον ύπνο»

Μια ακόμα πτυχή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έθιξε ο έμπειρος κ. Γόντικας ήταν εκείνη της επικράτησης της δικτατορίας χωρίς λαϊκή αντίσταση. «Είναι ένα μελανό σημείο της ιστορίας του λαϊκού μας κινήματος.

Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να ξεσηκώσει το λαό ήταν το ΚΚΕ. Δεν έγινε, όμως. Πιαστήκαμε στον ύπνο», είπε, σημειώνοντας ότι «εγείρεται ένα μεγάλο ερώτημα: Γιατί δεν υπήρχε αντίσταση την πρώτη μέρα, μόλις εκδηλώθηκε η δικτατορία; Γιατί πιαστήκαμε στον ύπνο;». Ο Περισσός ερευνά το ζήτημα αυτό. «Καμία άλλη πολιτική δύναμη δεν ανοίγει αυτό το θέμα και δεν είναι τυχαίο», παρατήρησε, διαπιστώνοντας ότι «στις συγκεκριμένες τότε συνθήκες με το στρατό και τα τανκς στον δρόμο, αντίσταση σήμαινε σύγκρουση, με απρόβλεπτες συνέπειες».

«Τα ενδεχόμενα δεν είναι πολλά. Είτε θα είχαμε ματαίωση και ανατροπή των σχεδιασμών της χούντας και δρομολόγηση σοβαρών εξελίξεων, είτε θα πλήρωνε ο λαός με βαρύ τίμημα την αντίστασή του», υπογράμμισε. Κατά την προσέγγισή του, «η έκβαση αυτής της αναμέτρησης θα κρινόταν από τη δυναμική, τη μαζικότητα, το επίπεδο οργάνωσης και αποφασιστικότητας του εργατικού και λαϊκού κινήματος».

«Στην ιστορία των λαϊκών αγώνων έχουμε πολλά παραδείγματα συνένωσης στρατού και λαού απέναντι στην κρατική αυταρχικότητα. Κι αν ακόμα δεν ήταν δυνατή η ανατροπή της δικτατορίας την πρώτη μέρα, από καλύτερες θέσεις θα συνεχίζονταν ο αγώνας ενάντια στη δικτατορία. Η κατάληψη της Νομικής και η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έριξαν αυθημερόν τη χούντα. Συνέβαλαν, όμως, αποφασιστικά στο τέλος της με αρκετές θυσίες», θα επισημάνει.

Τότε και τώρα

Στο ερώτημα γιατί το ΚΚΕ δεν μπόρεσε την πρώτη μέρα να ξεσηκώσει το λαό και τη νεολαία, όπως είχε χρέος και ευθύνη να κάνει, η απάντηση που έδωσε ήταν: «Δεν μπόρεσε γιατί ήταν παράνομο για 27 χρόνια, γιατί εκείνη την περίοδο στις γραμμές του είχαν κυριαρχήσει συμβιβαστικές, οπορτουνιστικές δυνάμεις που έδιναν μάχη για τη διάλυσή του και τη διάχυσή του σ’ ένα σοσιαλδημοκρατικού τύπου σχήμα, την ΕΔΑ.

Είχαν ως κύριο προσανατολισμό του τη συμμαχία του Κόμματος με “αντιδεξιές” δυνάμεις και τη συμμετοχή του σε συμμαχικές κυβερνήσεις με αστικές και μικροαστικές δυνάμεις, κάτι σαν “προοδευτικές κυβερνήσεις” του Τσίπρα, μιλώντας με τους όρους του σήμερα. Είχαν εγκλωβίσει το κόμμα σχεδόν αποκλειστικά στην κοινοβουλευτική πάλη, στον κοινοβουλευτικό δρόμο πάλης», τόνισε ο κ. Γόντικας.

Μετά την διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 (12η Ολομέλεια) «απομακρύνθηκαν από τις γραμμές του αυτές οι δυνάμεις, χωρίς βέβαια να απαλλαγεί οριστικά από τις αντιλήψεις που είχαν καλλιεργήσει». «Αυτό έγινε οριστικά και αμετάκλητα το 1990 – 1991 και στη συνέχεια με το πρόγραμμά του στο 19ο Συνέδριο το 2013», θα προσθέσει, υπογραμμίζοντας: «Μπορεί το ΚΚΕ να μην στάθηκε στο ύψος του την πρώτη μέρα της δικτατορίας, βρέθηκε όμως στις πρώτες γραμμές του αγώνα για την ανατροπή της».