Για τον Όλαφ Σολτς, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποιος διευθύνει το υπουργείο Εξωτερικών. Όταν ο γερμανός καγκελάριος θέλει να διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική, απλώς πηγαίνει λίγο πιο δίπλα.
Απέναντι από τον ευρύχωρο διάδρομο στο γραφείο του Σολτς στον έβδομο όροφο των κεντρικών γραφείων της γερμανικής κυβέρνησης, κάθεται ο Βόλφγκανγκ Σμιντ, ο επικεφαλής της καγκελαρίας, ο υπουργός ειδικών καθηκόντων και στενότερος βοηθός του Σολτς εδώ και 20 χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστος στο ευρύτερο κοινό, ο Σμιντ είναι ο αξιωματούχος με τη μεγαλύτερη επιρροή στο Βερολίνο, αναφέρει το Politico. Είναι ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνονται οι Γερμανοί και οι διεθνείς πολιτικοί εάν θέλουν πραγματικά να διαμορφώσουν τις πολιτικές του καγκελαρίου. Είναι επίσης αυτός που κινεί τα νήματα σε όλες τις μεγάλες κυβερνητικές αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένου του λεγόμενου Zeitenwende – της ραγδαίας αλλαγής στη γερμανική εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας που επέφερε ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ο Σμιντ «είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο μετά τον Σολτς, επειδή ο καγκελάριος τον εμπιστεύεται πλήρως, ακούει τη γνώμη του και του αναθέτει τόσα πολλά καθήκοντα», δήλωσε ο Μάρκους Τονς, ανώτερος βουλευτής από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του καγκελαρίου.
Όταν ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν επισκέφτηκε το Βερολίνο τον περασμένο μήνα για να συζητήσει την απροθυμία της Γερμανίας να προμηθεύσει στην Ουκρανία τανκς, πήγε κατευθείαν στο Σμιντ. Ο κορυφαίος συνεργάτης του Σολτς διαχειρίζεται επίσης τις γαλλογερμανικές σχέσεις συνομιλώντας απευθείας με τον κορυφαίο σύμβουλο του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, Αλέξις Κόλερ. Και μερικές φορές ο Σμιντ δέχεται ακόμη και ηγέτες ή αντιπροέδρους από κράτη όπως η Μολδαβία ή η Κολομβία στην καγκελαρία, εάν ο Σολτς δεν είναι διαθέσιμος.
Αλλά εκεί που ο 52χρονος Σμιντ άφησε πραγματικά το στίγμα του είναι ως βασικός αρχιτέκτονας του Zeitenwende, της πολιτικής η οποία μετέτρεψε τη Γερμανία, αν και απρόθυμα, σε έναν από τους πιο σημαντικούς στρατιωτικούς υποστηρικτές της Ουκρανίας
Ο αμφιλεγόμενος ρόλος του
Ο επικεφαλής της καγκελαρίας συνήθως δεν ασχολείται με την εξωτερική πολιτική, περιορίζοντας τη δουλειά του στην εσωτερική πολιτική και στα διοικητικά καθήκοντα. Το γεγονός ότι ο Σμιντ διαδραματίζει τόσο κομβικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική αποτελεί πηγή έντασης εν μέσω μιας σφοδρής διαμάχης μεταξύ του Σολτς και της υπουργού Εξωτερικών του Αναλένα Μπέρμποκ, ενώ ταυτόχρονα δέχεται κριτική για το ρόλο του τόσο από το κόμμα του, όσο και από αυτό των πρασίνων.
Ο Σμιντ, ο οποίος επιβλέπει ένα προσωπικό 870 ατόμων σε επτά τμήματα της καγκελαρίας, μιλώντας στο POLITICO υπερασπίζεται την επιρροή που ασκεί στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής, λέγοντας ότι είναι καθήκον του ως επικεφαλής της καγκελαρίας να συγκεντρώσει τις προτεραιότητες από διαφορετικά υπουργεία και εταίρους του συνασπισμού, χωρίς να παρεμβαίνει.
«Η δουλειά μου, σε τελική ανάλυση, είναι επίσης να βοηθήσω να διασφαλιστεί ότι η κυβέρνηση ως σύνολο λειτουργεί ομαλά και βρίσκεται σε καλή θέση. Αυτό περιλαμβάνει τη συνεργασία της καγκελαρίας πολύ στενά και με πνεύμα εμπιστοσύνης με όλα τα τμήματα», εξήγησε.
Τόνισε ότι επιθυμεί στενή συνεργασία με το υπουργείο Εξωτερικών γιατί «είναι προς το κοινό μας συμφέρον η γερμανική κυβέρνηση να μιλά με μία φωνή διεθνώς. Ειδικά σε αυτούς τους καιρούς, αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό».
Ωστόσο, ακόμη και πολιτικοί από το κόμμα του, συμφωνούν ότι ο Σμιντ, ο οποίος επίσης επιβλέπει τις εγχώριες και ξένες υπηρεσίες πληροφοριών της Γερμανίας, είναι ο άνθρωπος που παίρνει τις μεγάλες αποφάσεις, ως δεξί χέρι του καγκελάριου.
Η στενή σχέση με τον Καγκελάριο
Ο Βόλφγκανγκ Σμιντ είναι επικεφαλής μιας ανδροκρατούμενης ομάδας συμβούλων γύρω από τον καγκελάριο, γνωστά ως «τα αγόρια του Σολτς» (υπάρχει μόνο μία γυναίκα).
Όλοι συνεργάζονται με τον Σολτς πριν γίνει ηγέτης της Γερμανίας, αλλά ο πιο στενός δεσμός είναι με τον Σμιντ.
Στο ερώτημα που θέτει στον υπουργό ειδικών καθηκόντων το Politico σχετικά με το αν θα μπορούσε να συνεχίσει την πολιτική του ζωή χωρίς τον Σολτς, εκείνος απαντά: «Δεν ασχολούμαι με τέτοιες ερωτήσεις. Έχω τη δουλειά των ονείρων μου».