Θα ξεκινήσω τη ιστορία από την αρχή, από τον πρώτο σταθμό, από τα σύνορα Ουκρανίας Πολωνίας. Η Άννα μόλις είχε μπει στην Ευρώπη, μετά από ένα ταξίδι τριών ημερών. «Είχα πέντε λεπτά για να χωρέσω ολόκληρη τη ζωή μου σε μία βαλίτσα»… μου είπε. Μπήκα αυτομάτως στη θέση της. «Εάν έξω από το σπίτι μου έπεφταν οβίδες και είχα 5 λεπτά για να χωρέσω ολόκληρη τη ζωή μου σε μία βαλίτσα και να εγκαταλείψω τη χώρα μου, τι θα έπαιρνα μαζί μου; Ρούχα; Βιβλία; Φωτογραφίες;»

Οι γυναίκες που περνούσαν τα σύνορα δεν σε έκαναν να τις λυπάσαι. Είχαν μεγάλες βλεφαρίδες, βαμμένα χείλη και περπατούσαν καμαρωτά. Πίσω του έσερναν μια βαλίτσα και στην αγκαλιά τους κρατούσαν τα παιδιά τους. Περίμεναν υπομονετικά στις ουρές για το συσσίτιο κάποιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Αδιαμαρτύρητα. «Άραγε θα μπορούσαμε κι εμείς να περιμένουμε αδιαμαρτύρητα σε ουρές για ένα συσσίτιο», σκέφτομαι. Άλλωστε, οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που συνωστίζονταν στις ουρές, πριν ηχήσουν οι σειρήνες του πολέμου, είχαν τα πάντα, μία κανονική ζωή. Σπίτια, αυτοκίνητα, δουλειά…

Τώρα οι περισσότεροι, οι περισσότερες, θα φιλοξενούνταν στο σπίτι κάποιου συγγενή, στην ασφάλεια της Ευρώπης. Οι άντρες έμειναν πίσω να πολεμήσουν για την πατρίδα τους, και οι γυναίκες με τα παιδιά περνούσαν τα σύνορα. Οι ρόλοι στα σύνορα αντιστράφηκαν. Τα μικρά παιδιά δεν έκλαιγαν, μόνο σκούπιζαν τα δάκρυα από τα μάτια της μητέρας του. Της παρηγορήσουν και υπόσχονταν οτι θα ξαναδούν τον μπαμπά σύντομα. Στους πρόχειρους καταυλισμούς που είχαν στηθεί για να διανυκτερεύσουν οι πρόσφυγες, ένα μόνο πράγμα ηρεμούσε τα παιδιά, ένα παραμύθι, από το στόμα της μαμάς ή της γιαγιάς, ένα παραμύθι γραμμένο στη γλώσσα τους, ζέστανε τους παγωμένους καταυλισμούς τις νύχτες.

Στο τρένο για το Λβιβ – Η Λεγεώνα των ξένων

Για πολλούς το τρένο ήταν το ασφαλέστερο μέσο. Για άλλους, το πιο επικίνδυνο. Το τρένο ήταν γεμάτο μισθοφόρους, από την Αμερική, τον Καναδά, τη Γαλλία, την Ισπανία. Οι περισσότεροι είχαν πολεμήσει ξανά, κάποιοι στο Κόσοβο, άλλοι στο Αφγανιστάν. Για μερικούς, αυτός ήταν ο πρώτος πόλεμος. Όλοι είχαν αφήσει πίσω τους γυναίκες και παιδιά και είχαν πλάσει ένα παραμύθι που να δικαιολογεί την απουσία τους. «Ο Μπαμπάς είναι ήρωας, κάτι σαν τον σούπερμαν. Φεύγει για να πολεμήσει, να σώσει μικρά παιδάκια σαν κι εσένα που κινδυνεύουν», είπε ο Ράιαν από τον Καναδά στον γιο του.

Σπανίως θα παραδεχτούν ότι είναι μισθοφόροι. Συνήθως δηλώνουν εθελοντές. Οι περισσότεροι δεν μιλούν καν αγγλικά, ξέρουν μόνο μία φράση για να περνάνε τους ελέγχους των διαβατηρίων. «Ήρθα για να πολεμήσω στο πλευρό της Ουκρανίας». Οι έλεγχοι ήταν συχνοί και χρονοβόροι. Για μία διαδρομή 2 ωρών, χρειάστηκαν 7 ώρες. Όταν φτάσαμε στο Λβιβ, η απαγόρευση κυκλοφορίας είχε ξεκινήσει. Θα έπρεπε να διανυκτερεύσουμε στον σταθμό των τρένων μέχρι τις 8 το πρωί, όταν θα μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε και πάλι. Ευτυχώς δύο καλοί φίλοι, η Ελβίρα κι ο Κώστας, ρίσκαραν, πέρασαν τα μπλόκα της πολιτοφυλακής, κι έτσι κοιμήθηκα το βράδυ στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, που εκείνη την περίοδο στο Λβιβ ήταν δυσεύρετα.

Το Λβιβ είναι όμορφη πόλη. Σαν Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με επιβλητικά κτίρια και αγάλματα που έχουν σκεπάσει με σακιά από άμμο για να τα προστατέψουν από τα πυρά των κατακτητών. Η πόλη των λιονταριών, η ατμομηχανή του πολέμου Πρόσφυγες, μισθοφόροι, εθελοντές, συγκεντρωμένοι όλοι, στη Δυτικότερη πόλη της Ουκρανίας και συνέβαλαν όλοι στο μέτωπο, ο καθένας όπως μπορούσε.

Ο Νίκος ζούσε στην Ελλάδα περισσότερα από 20 χρόνια. Έπειτα επέστρεψε στο Λβιβ, είχε ένα ατελιέ νυφικών, οι γάμοι όμως, στην εμπόλεμη Ουκρανία είχαν σταματήσει, κι έτσι ο Νίκος άρχισε να στέλνει στο μέτωπο αλεξίσφαιρα γιλέκα.

Η Ρουσλάνα με άλλους εθελοντές έπλεκαν δίκτυα παραλλαγής στην αρχιτεκτονική σχολή, ο Τάρας φτιάχνει μολότοφ για τα τσεκ πόιντ των πολιτοφυλάκων και ο Σεργκέι σάντουιτς για τους στρατιώτες στο μέτωπο.

Τα μαγαζιά στο Λβιβ ήταν κλειστά, τα οπλοπωλεία όμως ήταν ανοιχτά. Κάθε σπίτι είχε και ένα όπλο, νόμιμα. Έξω από τα οπλοπωλεία ουρές χιλιομέτρων για ένα όπλο ή για μερικές σφαίρες. Ακόμα και ζευγάρια περίμεναν αγκαλιά υπομονετικά στην ουρά, για να τους προτείνει ο υπάλληλος το καταλληλότερο όπλο.

Τα παιδιά στο Λβιβ δεν πηγαίνουν σχολείο. Έκαναν μαθήματα οπλοχρησίας. Έξω από τον κεντρικό κινηματογράφο, μία αφίσα έγραφε «παραδίδονται μαθήματα οπλοχρησίας για ανήλικα». Τα μαθήματα γίνονταν στις σχολικές αίθουσες, συχνά ο ήχος των σειρήνων διέκοπτε το μάθημα που συνεχίζονταν στα υπόγεια καταφύγια. «Δεν τους μαθαίνω να σκοτώνουν, τους μαθαίνω να υπερασπίζονται τη ζωή τους», λέει ο δάσκαλος οπλοχρησίας.

Μια οικογένεια από την Μαριούπολη μας περιγράφει πως έφτασαν στο Λβιβ εν μέσω βομβαρδισμών. «Τώρα που όλος ο κόσμος μας θέλει και έχει ανοίξει τις πόρτες του για εμάς, εμείς θέλουμε μόνο την πατρίδα μας», λέει η Εύα, μια Ελληνοουκρανή που σώθηκε από την κόλαση του Χάρκοβου.

Κάθε ρωσικό χτύπημα στο Λβιβ, είναι ένα χτύπημα στις πύλες της Ευρώπης.

Κίεβο: Περισσότεροι από 7000 άμαχοι νεκροί

Ο άνθρωπος που δέχτηκε να μας συνοδεύσει μέχρι το Κίεβο, έναντι αμοιβής βέβαια, πριν τον πόλεμο πουλούσε μεταχειρισμένα που έφερνε από το εξωτερικό. Εν καιρώ πολέμου όμως, εξάντλησε την ευρηματικότητα του. Η νέα του δουλειά ήταν να βοηθά πολίτες -συνήθως άντρες- να βγουν παράνομα από τη χώρα. Ήξερε όμως να μας οδηγήσει στην Ουκρανική πρωτεύουσα αποφεύγοντας τους σπασμένους δρόμους και τις σπασμένες γέφυρες, αλλά κυρίως επικοινωνώντας με τους πολιτοφύλακες στα μπλόκα αφού σπανίως κάποιος ουκρανός μιλούσε αγγλικά.

Κάποιες γέφυρες καταστράφηκαν από τους Ρώσους, άλλες καταστράφηκαν από τους Ουκρανούς προκειμένου να μην φτάσουν οι Ρώσοι κατακτητές στην Ουκρανική πρωτεύουσα. Όσο πλησιάζεις στο Κίεβο, οι δρόμοι ήταν σπαρμένοι με κορμιά αμάχων. Οι βαλίτσες στα πορτμπαγκάζ των αυτοκινήτων τους, μαρτυρούσαν πως αυτοί οι άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν, αλλά δεν πρόλαβαν.

Κάποια αυτοκίνητα γράφουν με μεγάλα γράμματα «παιδιά», είναι όμως γαζωμένα με σφαίρες. Στο έδαφος έχουν σχηματιστεί ολόκληροι κρατήρες. Δεξιά και αριστερά του δρόμου ρωσικά και ουκρανικά κατεστραμμένα τανκς.

Τα προάστια του Κιέβου πιέζονται ασφυκτικά. Οι ουκρανοί προσπαθούν να οχυρώσουν την πρωτεύουσά τους. Οι επιθέσεις έρχονται από αέρος. Τα χτυπήματα στο Κίεβο γίνονται κομμάτι της καθημερινότητας, όπως και η απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Γυναικόπαιδα με τη βοήθεια πολιτοφυλάκων προσπαθούν να διασωσθούν από το βομβαρδισμένο Ιρπίν, μόλις 20 χιλιόμετρα από το κέντρο του Κιέβου.

Το Κίεβο μία έρημη πόλη. Στιγμές όπως αυτή στο Φιδονήσι ή η βύθιση του Μόσχα ανεβάζουν το ηθικό των Ουκρανών. Η πίεση μεταφέρεται ανατολικά.

31 Μαρτίου, οι Ρώσοι απομακρύνονται από τα προάστια του Κιέβου. Πίσω τους αφήνουν πόλεις σπαρμένες με πτώματα. Πολλά από αυτά ημίγυμνα, χτυπημένα στο κεφάλι και δεμένα πισθάγκωνα.

Κάποιοι βγαίνουν από τα καταφύγια μετά από 31 ημέρες. Όπως ο Μίσα. Για έναν μήνα έτρωγε ωμές πατάτες στο δωμάτιο του σπιτιού του.

Η Ιρίνα έχασε τον άντρα της μπροστά στα μάτια της. Όπως περιγράφει η ίδια, Ρώσοι στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι τους και τους ρώτησαν που κρύβουν τους ναζί. Έγδυσαν τον άντρα της και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι, στη διασταύρωση μπροστά από το σπίτι τους. «Σκοτώστε και εμένα» φώναζε. Όπως περιγράφει, οι Ρώσοι σήκωσαν τρεις φορές το όπλο και τρεις φορές το κατέβασαν, αφήνοντάς την ζωντανή.

Η Ολίνα έμεινε όμηρος των Ρώσων για 30 ημέρες. Στο υπόγειο της πολυκατοικίας τους, μαζί με αλλά 300 άτομα. «Ήμασταν η ανθρώπινη ασπίδα τους», λέει η Ολίνα. «Μας χρησιμοποιούσαν για να μην χτυπηθούν από τον στρατό μας».

Στην εκκλησία της Μπούτσα, περισσότερα από 100 άτομα είναι θαμμένα μαζί. Έξω από τον ομαδικό τάφο συγγενείς περιμένουν τους ιατροδικαστές ελπίζοντας ο δικός τους άνθρωπος να μην είναι μέσα στον ομαδικό τάφο…

Η Ρουσλάνα, ένα μικρό κοριτσάκι, ζωγραφίζει το χωριό της να καίγεται…

12 μήνες, 365 μέρες, δεκάδες χιλιάδες νεκροί Ουκρανοί και Ρώσοι στρατιώτες, περισσότεροι από 7000 άμαχοι νεκροί… και ένας πόλεμος που συνεχίζεται.