Αποστολή Βερολίνο

Προς το τέλος του οδεύει σιγά σιγά το 73ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (τα βραβεία απονέμονται το Σάββατο το απόγευμα) και τα συναισθήματα που αφήνει πίσω του είναι ανάμεικτα. Την ώρα που η διοργάνωση γιορτάζει φέτος την μαζική επιστροφή του κόσμου στις αίθουσες – στις οποίες όμως υπήρξαν απώλειες όπως η αναστολή της λειτουργίας του Multiplex Cine Star στο Sony Center – η γενική αίσθηση που επικρατεί είναι ότι ελάχιστες ταινίες μπορείς να πεις ότι πραγματικά άρεσαν. Οι περισσότερες ανήκαν στην κατηγορία του «ναι μεν αλλά» και ήταν αρκετές.

Θα μπορούσε μάλιστα να πεις ότι η ποιότητα των περισσότερων ταινιών του διαγωνιστικού τμήματος ήταν τόσο χαμηλή που τελικά κάποιες ταινίες όπως το «Past lives» της Σελίν Σονγκ, φάνηκαν να ενθουσιάζουν ενώ δεν ήταν παρά απλώς …καλές ταινίες. Ανάμεσα σε αυτές που άρεσαν και που μάλλον θα ακουστεί στα βραβεία του Σαββάτου είναι το «Roter Himmel» (Κόκκινος ουρανός) ,τελευταία δημιουργία του Κρίστιαν Πέτσολντ, του σημαντικότερου ίσως Γερμανού auteur των τελευταίων 20 χρόνων ο οποίος για έκτη φορά φέτος, διαγωνίζεται για την Χρυσή Αρκτο.

Ο «Κόκκινος Ουρανός» είναι μια ευπρόσδεκτη, διασκεδαστική αλλά και πικρή μελέτη χαρακτήρων. «Απομονωμένοι» σε έναν μικρό παράδεισο της γερμανικής φύσης, ένας νεαρός επίδοξος συγγραφέας (Τόμας Σούμπερτ), ο φωτογράφος φίλος του στον οποίο ανήκει το σπίτι (Λάνγκστον Ούιμπελ) και μια νεαρή γυναίκα (Πάουλα Μπέερ) θα πλέξουν μια ιδιαίτερη και πολύ πρωτότυπη στην παρουσίασή της σχέση, στην οποία το δραματικό στοιχείο ισορροπεί θαυμάσια με το κωμικό.

Με άξονα τον συγγραφέα, έναν άνθρωπο με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά και γεμάτο ανασφάλειες για το καινούργιο του μυθιστόρημα, ο Πέτσολντ επεξεργάζεται ήρεμα και με υπομονή τα τρία αυτά πρόσωπα (στην πορεία θα προστεθούν κάποια άλλα) και κερδίζει το στοίχημά του με την χαλαρότητα που αντιμετωπίζει το όλο εγχείρημα.

Γεύσεις από Αυστραλία

Δύο ταινίες από την Αυστραλία προβλήθηκαν στο διαγωνιστικό τμήμα της Μπερλινάλε. Η μία, «Η επιβίωση της καλοσύνης» (The survival of kindness) είναι γυρισμένη από τον έμπειρο Ρολφ Ντε Χίερ, του οποίου το έργο γενικότερα (όπως και αυτή η ταινία) ασχολείται με την προκατάληψη και την μισαλλοδοξία των λευκών απέναντι στους ιθαγενείς Αβορίγινες της Αυστραλίας.

Ο Σάιμον Μπέικερ σε σκηνή από το αυστραλέζικο «Limbo»

Σε μια χώρα χωρίς όνομα, σε μια εποχή που δεν ορίζεται ποτέ ξεκάθαρα, η ταινία ανοίγει με μια μαύρη γυναίκα εγκλωβισμένη σε ένα κλουβί και αφημένη κάτω από τον δυνατό ήλιο της ερήμου. Το «ταξίδι» της, από την στιγμή που καταφέρνει να απεγκλωβιστεί θα είναι μια Οδύσσεια γεμάτη έξυπνες ιδέες (το πρόσωπο του κακού είναι άνθρωποι που μιλούν μια ακαταλαβίστικη γλώσσα και φορούν αντιασφυξιογόνες μάσκες) μέσω των οποίων ο Ντε Χίερ σχολιάζει με τον τρόπο του άσχημα φαινόμενα των καιρών μας, από τον φυλετικό ρατσισμό, ως την παράνοια του εθνικισμού μα και την χωρίς ταυτότητα τρομοκρατία.

Η δεύτερη αυστραλέζικη ταινία, το «Limbo», του Αϊβαν Σεν, επίσης ασχολείται κατά κάποιο τρόπο με τους Αβορίγινες αλλά μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Εδώ ένας αστυνομικός με σκοτεινό παρελθόν (Σάιμον Μπέικερ) καλείται να ανακτήσει νέα στοιχεία για το μυστήριο της εξαφάνισης και πιθανόν δολοφονίας ενός κοριτσιού στο χωριό της, το Λίμπο. Το περιστατικό έγινε πριν από 20 χρόνια και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο καθώς δεν αποδόθηκαν κατηγορίες ενώ οι περισσότεροι ύποπτοι ήταν Αβοριγινες. Η υπόθεση μπορεί να ανοίξει ξανά, να όμως που στο Λίμπο (που επίσης σημαίνει «σε εκκρεμότητα») όλα παραμένουν ίδια, ή σε… εκκρεμότητα και σε αυτό το σημείο βρίσκεται η ουσία της ταινίας: τίποτα δεν έχει αλλάξει σε αυτό το χωριό μέσα στα τελευταία 20 χρόνια. Οι κάτοικοι παραμένουν το ίδιο εσωστρεφεις, το ίδιο μυστηριώδεις, το ίδιο επιθετικοί όπως ήταν [πάντα. Το «Limbo» όμως σε κερδίσει επίσης χάρη κυρίως στην ασπρόμαυρη εικόνα των τοπίων του καθώς ο Σεν δίνει πάντα προτεραιότητα στον χώρο γυρισμάτων των ταινιών του και εδώ οι χώροι είναι πραγματικά υποβλητικοί μέσα στην σιωπή και την ακινησία τους. .