Ο Άντονι Μπλίνκεν δεν ήταν φειδωλός στα καλά του λόγια για την Ελλάδα. Πράγμα λογικό, αφού όλες οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις έχουν επενδύσει στην αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Αυτό έχει αποτυπωθεί στις αυξημένες διευκολύνσεις που έχουν λάβει οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα, από τη Σούδα έως την Αλεξανδρούπολη, στη σαφή στράτευση της Ελλάδας με τη Δύση στον πόλεμο στην Ουκρανία, στην προσπάθεια προσέλκυσης αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα και στις αναβαθμισμένες εκπαιδευτικές συνεργασίες.
Βεβαίως, ο Άντονι Μπλίνκεν δεν ήταν φειδωλός στα καλά λόγια ούτε απέναντι στον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Αντιθέτως, μίλησε με πολύ θετικό τρόπο για τη σαφή θέση της Τουρκίας υπέρ της Ουκρανικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας, για την ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια που έχει προσφέρει στην Ουκρανία, για τη συμβολή της στη συμφωνία του ΟΗΕ για τις εξαγωγές σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα, για τη μετατροπή της Τουρκίας σε έναν ενεργειακό κόμβο, για τα βήματα σε σχέση με την ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ. Και βέβαια δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει την υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης στον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των αεροσκαφών F-16 της Τουρκίας.
Βεβαίως, ο Μπλίνκεν δεν ανέλαβε δεσμεύσεις που θα ήθελε η Τουρκία, όπως θα ήταν η αποκήρυξη των κουρδικών πολιτοφυλακών στη Συρία που είναι σήμερα ο βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ ή το σαφές «πράσινο φως» για μια τουρκική «ζώνη ασφαλείας» εντός συριακού εδάφους. Ωστόσο ήταν σαφές ότι ήθελε να διαμορφώσει μια θετική δυναμική.
Η πάγια αμερικανική θέση για «διμερή συνεννόηση»
Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ επιμένουν σε μια πάγια θέση της αμερικανικής διπλωματίας που είναι ότι η Ελλάδα και η Τουρκία ως χώρες του ΝΑΤΟ θα πρέπει να βρουν διαύλους επικοινωνίας. Τουλάχιστον, αυτή είναι η θέση που εξέφρασε ο Μπλίνκεν και πάλι, θεωρώντας ότι το κλίμα αλληλεγγύης μετά τους καταστροφικούς σεισμούς μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι ούτως ή άλλως «στρατευμένη» στην υπόθεση της Δύσης και άρα η σημαντική προτεραιότητα είναι να παραμείνει και η Τουρκία εντός. Αυτό έχει τόσο τη γενική διάσταση ότι η Τουρκία είναι μια πολύ μεγάλη χώρα του ΝΑΤΟ, σε στρατηγική βάση και έχοντας στο έδαφος μία από τις σημαντικότερες αεροπορικές βάσεις που χρησιμοποιεί η αμερικανική πολεμική αεροπορία στην περιοχή, αυτή του Ιντζιρλίκ. Όσο, όμως, και την ειδικότερη διάσταση ότι η Τουρκία έχει δικαίωμα βέτο στην προσπάθεια διεύρυνσης της συμμαχίας με τη Φιλανδία και τη Σουηδία. Και βέβαια στις ΗΠΑ πάντα σταθμίζουν το ότι ένας βαθμός αποξένωσης από την Τουρκία κινδυνεύει να σημαίνει αναβαθμισμένη σχέση με τη Ρωσία. Όλα αυτά εξηγούν την προσπάθεια πάντα να υπάρχουν διαύλοι επικοινωνίας και συνεννόησης, κάτι που το επιδιώκει και η Τουρκία που προφανώς και δεν έχει πάρει μια συνολική απόφαση ρήξης με τη Δύση.
Το ζήτημα των F-16 στη σωστή του προοπτική
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την αμερικανική στάση στο ζήτημα των F-16. Και αυτό γιατί γύρω από αυτό το ζήτημα ξεδιπλώνεται η ίδια η ένταση που διαπερνά την αμερικανική πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Από τη μια, η πιο «ρεαλιστική» τοποθέτηση, που παραδοσιακά την εκφράζουν η αμερικανική διπλωματία είναι αυτή που περιγράφηκε πιο πάνω. Η Τουρκία είναι πολύ σημαντική για να αφεθεί να «ολισθήσει σε άλλες κατευθύνσεις.
Η άλλη άποψη, πιο επιθετική, που εκφράζεται από άλλα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου και αποτυπώνεται περισσότερο και στο Κογκρέσο ή σε τμήματα της δημόσια σφαίρας είναι ότι ούτως ή άλλως η Τουρκία κατατάσσεται στα αυταρχικά καθεστώτα, έχει κάνει ανταγωνιστικές γεωπολιτικές επιλογές, όπως είναι η άρνηση επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία ή η προμήθεια των συστοιχιών S-400 και άρα πρέπει να αντιμετωπιστεί πιο αυστηρά και «τιμωρητικά». Είναι μια γραμμή που ζητά πολύ πιο σαφή συμπόρευση με τη γραμμή των ΗΠΑ. Σε αυτό το φόντο υποστηρικτές αυτής της γραμμής ενσωματώνουν και το ότι η Τουρκία αμφισβητεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Αυτή η ένταση αποτυπώνεται στις διαφορές ανάμεσα σε όλα λέει η κυβέρνηση, που διακηρυκτικά υποστηρίζει την ανάγκη αναβάθμισης των τουρκικών F-16, ιδίως από τη στιγμή που πρόκειται για αναβάθμιση ΝΑΤΟϊκών οπλικών συστημάτων. Επιπλέον, αυτό μπορεί και να φαντάζει μια κίνηση «εξισορρόπησης» απέναντι στο γεγονός ότι η Ουάσιγκτον δεν σκοπεύει στον βραχύ χρόνο να ικανοποιήσει το βασικό τουρκικό αίτημα που είναι ακριβώς η αναίρεση της συμμαχίας με τους Κούρδους στη Συρία.
Από την άλλη, το να διατηρείται σε εκκρεμότητα το όλο ζήτημα, εν μέσω μιας διαπραγμάτευσης τελικά τεθλασμένης και πολυεπίπεδης, με ρητορικές τοποθετήσεις υπέρ και διατήρηση της ντε φάκτο εμπλοκής, επίσης είναι μια βολική συνθήκη, σε ένα τοπίο που έχουν προστεθεί και νέα ανοιχτά ενδεχόμενα, όπως είναι το τι τελικά θα βγει από τις τουρκικές εκλογές και εάν θα σηματοδοτήσουν πολιτική αλλαγή.
Η διακριτική πίεση για συνεννόηση
Αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν όρια ως προς το σε ποιο βαθμό θα «παρέμβουν» οι ΗΠΑ για τα ελληνοτουρκικά. Πολύ περισσότερο όσο παρατείνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, επιτείνεται ο νέος διπολισμός, και ανοίγουν πιθανώς νέα μέτωπα όπως αυτό του Ιράν, οι ΗΠΑ είναι πιθανό να επιτείνουν την πίεση για κάποια συνεννόηση ή τουλάχιστον για αποφυγή εντάσεων.