Σεπτέμβριος 2021. Ο πλανήτης ακόμα παλεύει με την πανδημία, τα κρούσματα και την αδυναμία να αποφασίσει ποια στρατηγική να υιοθετήσει προκειμένου να περιορίσει την περαιτέρω εξάπλωση του κορωνοϊού. Οι περιορισμοί έχουν αρχίσει να επανέρχονται, με πιο ήπια μορφή μεν, εγείροντας το ίδιο παγκόσμιο αίσθημα απελπισίας, φόβου και αγανάκτησης δε.
Πατώντας γερά σε αυτό το αίσθημα ανησυχίας, στα μέσα του Σεπτέμβρη κυκλοφορεί μια νέα Νοτιοκορεάτικη σειρά εννέα επεισοδίων στο Netflix με τον πολύ ιδιαίτερο τίτλο «Squid Game» και αισθητική που θυμίζει παλιά αγαπημένα καρτούν. Μόνο που αυτή τη φορά είναι λες και ο Michael Haneke αποφάσισε να γυρίσει και μια τρίτη εκδοχή των παράξενων παιχνιδιών του (βλ. «Funny Games») στο σκηνικό των Teletubbies.
Το «Squid Game» εκτοξεύεται στην πρώτη θέση της τηλεθέασης σε 94 χώρες, καθηλώνοντας μπροστά από μικρές ή μεγαλύτερες οθόνες πάνω από 142 εκατομμύρια νοικοκυριά μέσα σε τέσσερις εβδομάδες, και γίνεται η πιο επιτυχημένη σειρά της δημοφιλούς πλατφόρμας ως εκείνη τη στιγμή.
Στον ενάμιση χρόνο που μεσολαβεί από την κυκλοφορία της πρώτης σεζόν, γράφονται εκατοντάδες άρθρα, κυκλοφορούν πάμπολλα memes και το θέμα της σειράς γίνεται λίγο-πολύ γνωστό. Πρόκειται για μια αιματηρή, υπερ-στυλιζαρισμένη κριτική του μύθου της αξιοκρατίας στον καπιταλισμό ιδωμένη μέσα από ένα battle royal χαρακτήρων οι οποίοι αναμετρώνται σε βίαιες αναπαραστάσεις παιδικών κορεατικών παιχνιδιών.
Δοκιμασμένη φόρμουλα σε νέο περιτύλιγμα
Η ιδέα δεν ήταν ακριβώς πρωτότυπη και η επιτυχία της σειράς δεν βασίστηκε σε κάποιο ιδιαίτερα ευρυματικό σενάριο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άλλη μια αιμοσταγή εκδοχή μιας ευρέως γνωστής και άκρως βίαιης φόρμουλας· ένα ακόμα σκοτεινότερο «Hunger Games» που εκμεταλλεύεται την παγκόσμια πολιτιστική μας εμμονή με τα τηλεπαιχνίδια.
Οι 456 – πνιγμένοι στα χρέη – συμμετέχοντες παρακολουθούνται διαρκώς, εντός και εκτός πλοκής. Ως θεατής έρχεσαι τρομακτικά κοντά στους πρωταγωνιστές της σειράς, όλοι εκ των οποίων παλεύουν να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω από το νερό σε ένα σύστημα που τους στερεί κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Είναι αδύνατον να μην μπεις στη θέση τους, να μην σε αγγίξει φευγαλέα η απελπισία τους.
Μέσα σε αυτόν τον απάνθρωπο κόσμο, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Hwang Dong-hyuk θέτει διαρκώς ηθικά και συναισθηματικά διλήμματα και τα αφήνει να πάρουν οδυνηρές προεκτάσεις. Παρακολουθώντας την πρώτη σεζόν, έπιασα πάρα πολλές φορές τον εαυτό μου ασυναίσθητα να προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα του τύπου: «Θα πρόδιδες τον φίλο σου για να γλιτώσεις τον θάνατο ;»· έπιασα τον εαυτό μου να επεναδιαπραγματεύεται τις ηθικές αρχές μου. Το Squid Game δεν αφήνει τους χαρακτήρες του, ή εμάς τους θεατές, χωρίς ηθικά διλήμματα.
Μετά τη σειρά, ένα reality
Παρά την άφθονη βία, το τρομακτικό αυτό παιχνίδι ηθικής έκανε μεγάλο ντόρο παγκοσμίως. Οι συντελεστές και η πλατφόρμα, σχεδόν αμέσως μετά την τεράστια απήχηση, έσπευσαν να ανανεώσουν για δεύτερη σεζόν. Όμως πριν από αυτό, σκαρφίστηκαν και μια άλλη φαεινή ιδέα, η οποία είναι ήδη στα σκαριά: ένα reality show βασισμένο στη σειρά.
Σύμφωνα με τη βρετανική Guardian, στο «Squid Game: The Challenge» θα λάβουν μέρος 456 διαγωνιζόμενοι μη-ηθοποιοί για ένα τεράστιο χρηματικό έπαθλο, όπως ακριβώς και στο επιτυχημένο νοτιοκορεατικό δράμα μυθοπλασίας. Το ριάλιτι σόου γυρίζεται ήδη στα Cardington Studios, μια πρώην βάση της RAF στο Bedfordshire του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ στο Netflix κυκλοφορούν δύο teaser και ένα trailer.
Θέαμα και ηθικά διλήμματα
Εν όψει του reality show «Squid Game: The Challenge», άρχισα να αναρωτιέμαι αν είναι θεμιτό τελικά ως κοινωνία να καταναλώνουμε πολιτιστικά προϊόντα που θέτουν διαρκώς ηθικά διλήμματα. Μας βοηθούν ή όχι ως κοινωνία;
Ο κ. Γιάννης Σκαρπέλος, κοινωνιολόγος και καθηγητής Σπουδών Οπτικού Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, απαντά: «Η Ien Ang, Καθηγήτρια Πολιτιστικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Πολιτισμού και Κοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Σίδνεϊ, έθετε ακριβώς αυτό το ίδιο ερώτημα αναλύοντας τις σαπουνόπερες ήδη από τη δεκαετία του 1980. Κάποιοι νεότεροι συγγραφείς τη δεκαετία του 1990 επανήλθαν στο ίδιο αυτό ερώτημα διερευνώντας τους “East Enders”. Αυτοί ανέφεραν ως θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η τηλεόραση θέτει τέτοια διλήμματα, στηρίζοντας την επεξεργασία τους από το κοινό».
Συχνά οι σειρές, στην προσπάθεια να συνδεθούν με την πραγματικότητα της εποχής στην οποία ανήκουν, της συγκεκριμένης περιόδου που προβάλλονται, ενσωματώνουν στην πλοκή τους ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητα των θεατών. Πολλές φορές μάλιστα πρόκειται για θέματα σοβαρά. Και συχνά, ως πολιτιστικά προϊόντα μιας κοινωνίας, έχουν τη δυνατότητα να ανατροφοδοτούν την ίδια την κοινωνία που τα γεννά.
Το «East Enders παρουσιαζόταν ως μια σαπουνόπερα, η οποία έθετε ζητήματα πολιτικά, γνωρίζοντας ότι την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στη δουλειά τους, οι άνθρωποι θα κουβέντιαζαν με τους συναδέλφους τους. Αυτή η αναδιαπραγμάτευση αυτών των ζητημάτων που πολλές φορές ήταν ήδη μέρος του δημόσιου λόγου, αντιμετωπιζόταν ως μια θετική εξέλιξη, καθώς οδηγούσε στο να γίνει μια νέα συζήτηση, φωτίζοντας και τις δύο πλευρές και αφήνοντας το κοινό να επιλέξει ελεύθερα», συμπληρώνει ο κ. Σκαρπέλος.
Τι γίνεται όμως σε περιπτώσεις όπως στο «Squid Game» που τα ηθικά διλήμματα σχετίζονται με την ανθρώπινη ζωή. Ακόμα και στο πλαίσιο της μυθοπλασίας, το να καλείται το κοινό, έστω ασυνείδητα να επιλέξει ποιος χαρακτήρας είναι προτιμότερο να πεθάνει είναι πολύ βαρύ.
Σύμφωνα με τον κ. Σκαρπέλο, «Το θέμα είναι γιατί εμάς μας κάνει κλικ η σειρά. Σημαίνει ότι σε κάτι ανταποκρίνεται. Το γεγονός ότι το καταναλώνουμε με τόσο ενθουσιασμό προφανώς σημαίνει ότι έχει έναν αντίκτυπο. Ανταποκρίνεται στα παγοσμιοποιημένα πια πολιτισμικά πρότυπα. Με αυτή την έννοια, στη σειρά κάποιος τελικά αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Επομένως, θέτοντας αυτό το δίλημμα στους θεατές, τους βάζει στη θέση αυτού του ανθρώπου-θεού, ας το πούμε έτσι, όπου μπορεί κανείς να βιώσει από τη μια μεριά την αίσθηση της απόλυτης εξουσίας απάνω στη ζωή και το θάνατο του άλλου – έστω συμβολικά – και από την άλλη μεριά να διερευνήσει τα δικά του όρια απέναντι σε μια τέτοια εξουσία».
Τώρα το νέο reality αναμένεται φυσικά να είναι πολύ πιο ελαφρύ από τη σειρά, από την άποψη ότι προφανώς οι συμμετέχοντες δεν θα χάνουν τη ζωή τους, αλλά πιθανότατα θα χάνουν τη θέση τους στο τηλεπαιχνίδι και την ευκαιρία να κερδίσουν το μεγάλο χρηματικό έπαθλο. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το δίλημμα για το εάν είναι προτιμότερο να αποχωρήσει ο τάδε ή ο δείνα παίκτης είναι σαφώς πολύ πιο ανώδυνο, τίθεται και πάλι το ίδιο θέμα εξουσίας.
«Σε κάποια πολιτιστικά προϊόντα δίνεται η δυνατότητα στο κοινό να ψηφίσει για την αποχώρηση ενός παίκτη. Βλέπεις, όμως, ότι και σε εκείνη την περίπτωση, ο προβληματισμός ‘‘τι κάνω τώρα, παίζω με τη ζωή ή την επιβίωση κάποιου’’ τελικά δεν περνάει από το μυαλό και τόσο πολύ. Θα μπορούσε δυνητικά να υποστηρίξει κανείς ότι ένα τέτοιο πολιτιστικό προϊόν θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ανατροφοδότηση στην κοινωνία, αλλά νομίζω ότι απλά είναι ένας ευσεβής πόθος», σημειώνει ο κ. Σκαρπέλος.
Πέρα από τα ηθικά διλήμματα, όμως, τα οποία τίθενται, το κοινό εκτίθεται και σε πολλή βία. Ο φόβος για το κατά πόσο όλη αυτή η βία επί της οθόνης φέρνει στη συνέχεια και πραγματική βία υπάρχει και τίθεται επί τάπητος δεκαετίες τώρα. «Ούτως ή άλλως η κοινωνία μας έχει γίνει πάρα πολύ σκληρή. Η εξουσία πια έχει διαχυθεί και στα τελευταία κύτταρα της κοινωνίας που είναι οι ανήλικοι. Το τελευταίο προπύργιο αθωότητας απέναντι στη βία έχει αλωθεί εδώ και πολύ καιρό, οπότε δεν νομίζω ότι έχει να προσθέσει κάτι σε αυτό η τηλεόραση, εκτός κι αν πούμε ότι το φυσικοποιεί περαιτέρω», τονίζει ο κ. Σκαρπέλος, «Δεν είναι ότι η τηλεόραση ή τα βιντεοπαιχνίδια ή το Netflix τώρα φέρνει τη βία. Η βία πια είναι ενδημική και είναι πάρα πολύ έντονη. Εκδηλώνεται δηλαδή με τρόπους εντελώς εκρηκτικούς. Βλέπεις τον άλλο στο δρόμο, δεν συμφωνείς με την ομάδα του, τον σκοτώνεις. Τι παραπάνω έχεις στην οθόνη; Απλά έχεις μια οργανωμένη αρένα».