Στις 27 Δεκεμβρίου 1919, δύο μέρες μετά τα Χριστούγεννα με το παλιό ακόμη ημερολόγιο, η μαμή του Βόλου έτρεξε βιαστικά στο τρίπατο σπίτι του Βασίλη και της Ειρήνης Μπρισίμη απέναντι από τη Σχολή Καλογραιών, για να ξεγεννήσει ένα μικρόσωμο κοριτσάκι, το τρίτο παιδί της οικογένειας, που λίγους μήνες αργότερα βαφτίστηκε Χαρίκλεια – Έλλη (τα ονόματα των δύο γιαγιάδων), για να ονομάζεται απ’ όλους στη συνέχεια Χάρη.
Στις 27 Νοεμβρίου 1895, καθιερώθηκε από τον Άλφρεντ Νόμπελ η απονομή βραβείων στο όνομά του και από το κληροδότημά του, σε ποικίλα πεδία, ένα από τα οποία -και αυτό με τη μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα- το Νόμπελ Ειρήνης.
Τον Οκτώβριο του 1981, το Νόμπελ αυτό απονεμήθηκε (για δεύτερη φορά), για το έργο και την προσφορά της, στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, UNHCR, με έδρα τη Γενεύη της Ελβετίας, και μεταξύ άλλων στη Διευθύντρια του κεντρικού Γραφείου της Γενεύης από το 1978 ως το 1981, την Ελληνίδα Χάρη Μπρισίμη, που ήταν και η πρώτη γυναίκα διευθύντρια σε όλον τον ΟΗΕ και γενικότερα σε παγκόσμιο Οργανισμό.
Πώς έφτασε όμως το κορίτσι από το Βόλο στην ύψιστη αυτή διάκριση, που είναι σε ελάχιστους γνωστή;
Το τρίτο παιδί της Ειρήνης Σκαρίμβα, κόρης του Ιωάννη Σκαρίμβα, ιδιοκτήτη μύλων με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, και του Βασίλη Μπρισίμη, εμπόρου βαμβακιών και μπρισιμιού (χρυσοκλωστής – από όπου και το όνομα) με δράση στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, πέρασε τα πρώτα ξέγνοιαστα παιδικά και μαθητικά χρόνια στο Βόλο για να βρεθεί στη συνέχεια εσωτερική στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, στην περιοχή του Ελληνικού, μαζί με πολλά άλλα κορίτσια καλών οικογενειών, που επιθυμούσαν να συνεχίσουν τα παιδιά τους σπουδές σε ένα γνωστό εκπαιδευτήριο της πρωτεύουσας.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν σκληρά και δύσκολα: Β’ παγκόσμιος, Κατοχή, Εμφύλιος… Η Χάρη Μπρισίμη δραστηριοποιήθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1945, στην UNRRA, τον τότε οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για οικονομική βοήθεια στη μεταπολεμική Ελλάδα με τη στήριξη των ΗΠΑ. Με υποτροφία που εξασφάλισε ως άριστη μαθήτρια που ήταν, έφυγε το 1946 για τις Ηνωμένες Πολιτείες και φοίτησε ως το 1948 στο Smith College στη Μασαχουσέτη σπουδάζοντας Κοινωνιολογία, ενώ από το 1948 ως το 1951 συνέχισε τις σπουδές της στο Columbia University στη Νέα Υόρκη ειδικευόμενη σε θέματα προσφύγων και Community Organization, κοινοτικής οργάνωσης. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, προσελήφθη το 1952 στο τότε Υπουργείο Συντονισμού (με υπουργό τον Παναγιώτη Παπαληγούρα) και αφοσιώθηκε στην αποκατάσταση προσφύγων του Εμφυλίου, στις κατασκευές υποδομών και κατοικιών. Το 1955, της προτάθηκε να προσληφθεί στα Ηνωμένα Έθνη και συγκεκριμένα στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, πρόταση που αποδέχθηκε και συνέχισε να εργάζεται από την Ελλάδα για το διεθνή Οργανισμό. Το 1962, ωστόσο, μετατέθηκε στην έδρα του οργανισμού στη Γενεύη, όπου ζούσε μόνιμα ως το 1988, για να αναλάβει ποικίλες ευθύνες στο πλαίσιο του Οργανισμού, όπως υπεύθυνη για τη ζώνη της Λατινικής Αμερικής αλλά και τη θέση της Διευθύντριας από το 1978 ως το 1981, λίγο πριν τη συνταξιοδότησή της, το 1982, ενώ ως το 1988 συνέχισε να προσφέρει σε εθελοντική βάση.
Ήταν το άτομο που χειρίστηκε τη διάσωση περίπου 1450 πολιτικών κρατουμένων στο μεγάλο στάδιο του Σαντιάγο το 1973 μετά την επικράτηση της δικτατορίας του Πινοσέτ («μια πενηντατετράχρονη με ύψος 1,55 κυκλοφορούσε νύχτα στους δρόμους του Σαντιάγο, πηγαίνοντας από πρεσβεία σε πρεσβεία για να ζητήσει σε πόσους θα δώσει άσυλο η κάθε χώρα», έλεγε στις αφηγήσεις της η ίδια, για να ξεχωρίσει τη συμβολή του Καναδά και της Σουηδίας).
Και στη συνέχεια, ανέλαβε, ως μέλος της εκεί αποστολής του UNHCR, τη διαχείριση του μεγάλου θέματος που προέκυψε με τους ‘καϊκανθρώπους’ (boatpeople) το 1975, μετά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, με τα στρατόπεδα προσφύγων στην Καμπότζη, το Λάος και τις άλλες γειτονικές χώρες, για τη διάσωση και την απορρόφησή τους από πλήθος κρατών (ένας από αυτούς, ο Χούι, ήρθε στην Ελλάδα και αργότερα ίδρυσε την αλυσίδα εστιατορίων Golden Phoenix, ενθυμούμενος μέχρι σήμερα τη Χάρη Μπρισίμη).