Η άνοδος του πληθωρισμού οδηγεί δικαιολογημένα σε αρνητικούς συνειρμούς όπως ακρίβεια, ελλείματα και αύξηση των επιτοκίων τα οποία στραγγίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών κάθε χώρας. Μία εντυπωσιακή αλληλουχία συγκυριών ωστόσο φέρνει την Ελλάδα σε μία αξιοζήλευτη θέση όσον αφορά την δυνατότητα βελτίωσης της δημοσιονομικής της εικόνας.
Δεν υπάρχει πιο ντροπιαστικός δείκτης για το ελληνικό κράτος από τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ ο οποίος αποτελεί και ένα μεγάλο εμπόδιο στην απόκτηση της περίφημης επενδυτική βαθμίδας καθότι αποτελεί ένδειξη της βιωσιμότητας αλλά και των μελλοντικών προοπτικών της οικονομίας. Η Ελλάδα φιγουράρει στις παρυφές της κορυφής της παγκόσμιας λίστας μαζί με χώρες όπως το Σουδάν, η Ερυθραία και ο ταλαιπωρημένος Λίβανος (η Ιαπωνία αναγνωρίζεται καθολικά ως ειδική περίπτωση).
Η αγγλική κυβέρνηση πέτυχε μεταπολεμικά την μείωση της αναλογίας χρέους/ΑΕΠ από 250% σε χαμηλά διψήφια επίπεδα εκμεταλλευόμενη ένα συνδυασμό μεγάλου πληθωρισμού, ισχυρής ανάπτυξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας. Οι διαφορές με τη σημερινή εποχή είναι μεγάλες αλλά η ευκαιρία που παρουσιάζεται είναι σημαντική. Ο πληθωρισμός αυξάνει την ονομαστική αξία του ΑΕΠ χωρίς ωστόσο να συμβαίνει κάτι ανάλογο με την ονομαστική αξία του χρέους καθότι η αύξηση των τιμών συνεπάγεται νομοτελειακά αύξηση των κρατικών εσόδων και της οικονομικής δραστηριότητας σε απόλυτα μεγέθη. Σε περίπτωση που αυτές οι αυξήσεις παραμείνουν για χρόνια θα επέλθει μία σημαντική αύξηση μισθών και συντάξεων όπως ήδη προαναγγέλλεται από την κυβέρνηση για το προσεχές μέλλον. Η αύξηση αυτή φυσικά δε θα επιφέρει απαραίτητα βελτίωση του επιπέδου ζωής καθότι τα έξοδα θα αυξηθούν σε σημαντικό βαθμό επίσης.
Οι προβλέψεις της Moody’s ήδη αναφέρουν εκτιμήσεις για σταδιακή μείωση του χρέους στα επίπεδα του 150% τα επόμενα 3-4 χρόνια. Μεγάλο πλεονέκτημα για την Ελλάδα αποτελεί ότι το 76% του δημόσιου χρέους διακρατούν οργανισμοί του επίσημου τομέα με σταθερό επιτόκιο και με μέση διάρκεια ωρίμανσης τα 18 έτη (στοιχεία ΟΔΔΗΧ). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όχι μόνο η χώρα έχει περιορισμένες ανάγκες άμεσης αναχρηματοδότησης από την αγορά με τα πολύ πιο ψηλά επιτόκια που επικρατούν σήμερα, αλλά παράλληλα έχει το πιο αξιοζήλευτο προφίλ χρέους στον κόσμο ως απόρροια της ειδικής αλληλεγγύης που παρέλαβε στην εποχή των μνημονίων. Πολλές χώρες του αναπτυγμένου κόσμου βλέπουν το χρέος τους να αναπροσαρμόζεται καθότι το ύψος των τοκοχρεολυσίων των ομολογιών τους συνδέεται με το επίπεδο του πληθωρισμού με αποτέλεσμα την επιβάρυνση των δημοσιονομικών τους. Κατά μία ειρωνεία τα μισητά μνημόνια με τους ευνοϊκούς όρους δανεισμού φαίνεται να οχυρώνουν την Ελλάδα από την επόμενη μεγάλη κρίση.
Τα παραπάνω πλεονεκτήματα σε συνδυασμό με τα σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα και την ισχυρή (σε σχετικούς όρους) ανάπτυξη δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες ώστε να μετατραπεί η πληθωριστική κρίση σε μία μοναδική ευκαιρία. Όπως οι στεγνοί αριθμοί του χρέους αποτέλεσαν τη μέγγενη υπό την οποία ασφυκτιούσε η οικονομία, η αποκλιμάκωση τους δύναται να προσδώσει μία νέα πνοή μετά από πολλές δεκαετίες στη δυναμική της χώρας. Αποτελεί καθήκον των κυβερνήσεων που θα ακολουθήσουν να μην αναλωθούν σε ανούσιες παροχές εκμεταλλευόμενες το δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί. Οι επιλήσμονες μεταξύ των ψηφοφόρων οφείλουν με τη σειρά τους να διδαχθούν από τα λάθη της προηγούμενης δεκαετίας και να μη προβάλουν την όποια δυσαρέσκεια τους σε επιλογές που τζογάρουν με την εθνική οικονομία.
Ο κ. Φάνης Βαρτζόπουλος είναι χρηματοοικονομικός αναλυτής στο Λονδίνο.