Τη θέση του πως οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορούν να υιοθετηθούν ως έχουν εξέφρασε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, από τις Βρυξέλλες όπου και συνεδριάζουν οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών των 27 προκειμένου να εξετάσουν τη μορφοποίηση των νέων δημοσιονομικών κανόνων, μετά το πέρας της κρίσης της πανδημίας του κορονοϊού.
«Οι χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους μετά την πανδημία της COVID-19 θα πρέπει να επιστρέψουν σε βιώσιμα δημόσια οικονομικά», τόνισε ο κ. Λίντνερ. «Η βιωσιμότητα δεν άπτεται μόνον οικολογικών στόχων, πρέπει να έχει εφαρμογή και στην οικονομία», πρόσθεσε. Για τη Γερμανία είναι απαραίτητο να δει «συνεκτικά, αξιόπιστα, προβλέψιμα μονοπάτια προς τη μείωση ελλειμμάτων και επιπέδων χρέους», πρόσθεσε ο κ. Λίντνερ.
Υπενθυμίζεται ότι κανόνες όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, έχουν ανασταλλεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, παύοντας να ισχύον από το 2020 ως απάντηση στην πανδημία του COVID-19.
Οι κανόνες αυτοί ορίζουν πως τα ελλείμματα του εθνικού προϋπολογισμού δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 3,0% του ΑΕΠ και το χρέος δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το 60%. «Οι αναστολές αυτές δεν μπορούν να είναι πλέον στη διάθεση των χωρών», είπε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, προσθέτοντας ότι αυτό δεν τίθεται προς συζήτηση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει μεμονωμένες στρατηγικες μείωσης του χρέους για κάθε χώρα και όχι ενιαίους κανόνες για όλα τα κράτη-μέλη.
Εκτίναξη χρέους και ελλειμμάτων στην πανδημία
Οι υφιστάμενοι κανόνες της ΕΕ δυσκολεύονται να τα αντιμετωπίσουν την κρίση που προκάλεσε οι πανδημία. Μπορεί λοιπόν οι κανόνες να ορίζουν ότι το δημόσιο χρέος πρέπει να είναι κάτω από το 60% του ΑΕΠ και το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, ωστόσο, η πανδημία άφησε πολλές χώρες με χρέος πολύ πάνω από το 100% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να είναι περίπου 185% και την Ιταλία γύρω στο 150%, και τα ελλείμματα του 2021 συχνά διπλάσια από το όριο της ΕΕ.
Αυτό καθιστά αδύνατο για πολλές κυβερνήσεις να τηρήσουν τον κανόνα της ΕΕ ότι πρέπει να μειώνουν το χρέος κάθε χρόνο κατά το 1/20 της διαφοράς μεταξύ του τρέχοντος επιπέδου και του 60% του ΑΕΠ. Έγγραφα θέσεων της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Ολλανδίας, καθώς και ανώτερων αξιωματούχων της ΕΕ αναφέρουν ότι ο κανόνας του 1/20 θα πρέπει επομένως να φύγει – είτε ρητά, είτε επειδή οι κυβερνήσεις και η Επιτροπή συμφωνούν να μην τον εφαρμόσουν.
Αλλά δεν είναι σαφές με τι θα μπορούσε να αντικατασταθεί. Το Βερολίνο πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει απλώς να μειώνουν το διαρθρωτικό τους έλλειμμα κάθε χρόνο κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ μέχρι να φτάσουν σε ισορροπία. Αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη, θα φροντίσει το χρέος. «Το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι θα έχουμε κάτι πολύ παρόμοιο με τη γερμανική θέση στο τέλος», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωζώνης που συμμετείχε στις συνομιλίες