Δύσκολοι καιροί για αερόστατα, κατασκοπευτικά και μη. Από τη μια, οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα με τα κατασκοπευτικά αερόστατα της Κίνας, δεν ξεκίνησε τώρα αλλά υπάρχει εδώ και χρόνια, κάτι που ενισχύουν και οι ανακοινώσεις της Ταϊβάν ότι συχνά δέχεται τέτοιες… μετεωρολογικές επισκέψεις. Από την άλλη, η Κίνα έχει περάσει στην αντεπίθεση, υπογραμμίζοντας ότι και αυτή έχει καταγράψει αριθμό αντίστοιχων παραβιάσεων τα τελευταία χρόνια.
Όλα αυτά πέραν του να γεννούν τον κίνδυνο οι αεροπορίες των εμπλεκομένων χωρών να αρχίσουν να καταρρίπτουν οτιδήποτε περνάει τον εναέριό τους χώρο από ένα ύψος και πάνω, ξεκινώντας πιθανώς από τα ιδιαίτερα χρήσιμα για τη συλλογή στοιχείων μετεωρολογικά αερόστατα, παραπέμπουν σε μια πολύ σημαντική κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ.
Ο ανταγωνισμός στα στρατηγικά πυρηνικά όπλα
Παρότι για ένα διάστημα είχαμε θεωρήσει ότι τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα ανήκαν περισσότερο στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και καμιά χώρα δεν ήταν διατεθειμένη να δοκιμάσει μια επιθετική κίνηση («πρώτο χτύπημα»), όταν τα αντίστοιχα πυρηνικά όπλα ήταν αρκετά ώστε να παραπέμπουν σε «Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή» (Mutually Assured Destruction – MAD), πλέον έχουν επιστρέψει στο προσκήνιο.
Αυτό κυρίως έγινε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη συζήτηση για το ενδεχόμενο χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων και το εάν θα οδηγούσε στην κλιμάκωση και τελικά σε χρήση στρατηγικών πυρηνικών όπλων.
Σημειώνουμε ότι μέχρι τώρα ο αριθμός των πυρηνικών όπλων έβαινε μειούμενος στο πλαίσιο της συμφωνίας START. Αρκεί να πούμε ότι το 1991 οι ΗΠΑ διέθεταν 10.000 πυρηνικές κεφαλές σε συστήματα εκτόξευσης που μπορούσαν να πλήξουν τη Σοβιετική Ένωση, δηλαδή την «πυρηνική τριάδα» των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων (ICBM), των υποβρυχίων που είναι σε θέση να εκτοξεύουν πυραύλους και των στρατηγικών βομβαρδιστικών. Το 2018 το όριο τέθηκε στις 1550 κεφαλές.
Ωστόσο, ήδη από καιρό υπήρχε ανασχεδιασμός της ενδεχόμενης χρήσης τους (κυρίως των υποβρυχίων) ώστε να μπορούν να καλύπτουν και την Κίνα, ενώ είχε ανοίξει και συζήτηση για το εάν επαρκούσε ο συνολικός αριθμός τους.
Όσο για την Κίνα η εκτίμηση του Πενταγώνου το 2020 ήταν ότι η Κίνα είχε πάνω από 200 πυρηνικές κεφαλές και ότι ο αριθμός θα διπλασιαζόταν μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Το 2021, η εκτίμηση ήταν ότι η Κίνα θα είχε 700 πυρηνικές κεφαλές μέχρι το 2027 και τουλάχιστον χίλιες το 2030. Το 2022 σε μια έκθεση του Πενταγώνου η εκτίμηση ήταν ότι η Κίνα είχε πάνω από 400 πυρηνικές κεφαλές και ότι θα μπορούσε να έχει ένα οπλοστάσιο 1500 πυρηνικών κεφαλών το 2035.
Επιπλέον, φαίνεται ότι μία απόρρητη επιστολή της Στρατηγικής Διοίκησης (USSTRATCOM), της ενοποιημένης διοίκησης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων για την πυρηνική αποτροπή, που εστάλη στο Κογκρέσο κάνει λόγο για υπεροπλία της Κίνας ως προς τις πυρηνικές κεφαλές σε διηπειρωτικούς πυραύλους, ενώ τον περασμένο Μάιο και ο Διοικητής της Στρατηγικής Διοίκησης των ΗΠΑ, ναύαρχος Τσαρλς Ρίτσαρντ προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν έναν αυξημένο κίνδυνο αποτροπής απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα. Επεσήμανε μάλιστα ότι η μεγαλύτερη πρόκληση ερχόταν από το ότι η Κίνα είχε φτάσει τα τουλάχιστον 360 σιλό για διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους με στερεά καύσιμα.
Παρότι αυτές οι δηλώσεις σχετίζονταν με την πίεση της Στρατηγικής Διοίκησης για να μην καταργηθεί το πρόγραμμα για την ανάπτυξη πυραύλων κρουζ με πυρηνικές κεφαλές για τα υποβρύχια, αποτυπώνουν μία πραγματική ανησυχία.
Μάλιστα, ορισμένοι επισημαίνουν ότι η Κίνα έχει επενδύσει στο συνδυασμό ενισχυμένων σιλό με πυραύλους που μπορούν να μεταφερθούν σιδηροδρομικά και οδικά. Αυτό δίνει μια δυνατότητα για να αποτελέσουν δύναμη «πρώτου χτυπήματος», σε αντίθεση με τους αμερικανικούς ICBM και τα πυρηνικά υποβρύχια που είναι κυρίως όπλα «αμοιβαία εγγυημένης καταστροφής» και όχι απαραίτητα «πρώτου χτυπήματος». Από την άλλη, έχει σημασία ότι οι ΗΠΑ κάνουν μεγάλες προσπάθειες να εγκαταστήσουν αντιβαλλιστικές συστοιχίες ιδίως κοντά στη Ρωσία, με τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους να θεωρούνται στην πράξη όπλο πρώτου χτυπήματος και τις ΗΠΑ να έχουν μονομερώς αποχωρήσει από τη σχετική συμφωνία για την απαγόρευσή τους.
Γιατί τίθεται τώρα θέμα με τα κατασκοπευτικά αερόστατα
Σε αυτό το φόντο γίνεται σαφές ότι τόσο η Κίνα έχει μεγάλο ενδιαφέρον να προσπαθεί να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για το αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο, όσο βέβαια και οι ΗΠΑ να προσπαθούν να καταγράψουν τις αντίστοιχες πληροφορίες για το οπλοστάσιο της Κίνας. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τόσο τις υπερπτήσεις δορυφόρων όσο και την αποστολή κινεζικών κατασκοπευτικών αεροστάτων πάνω περιοχές όπου βρίσκονται τα σιλό των αμερικανικών διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων.
Έχει αρχίσει να σχηματίζεται μια εικόνα ότι τέτοιες υπερπτήσεις γίνονταν και στο παρελθόν και στις δύο χώρες, με βάση τουλάχιστον όσα ανακοινώνονται. Με αυτή την έννοια, αυτό που τώρα συμβαίνει δεν είναι τόσο η παρακολούθηση και η κατασκοπεία, αλλά το γεγονός ότι αντιμετωπίζεται ως αιτία πολιτικής και διπλωματικής αντιπαράθεσης.
Και αυτό γιατί συχνά οι υπηρεσίες πληροφοριών αλλά και κυβερνήσεις αποφεύγουν να ανοίξουν αυτό το θέμα, γιατί γνωρίζουν ότι κάνουν το ίδιο και άρα προτιμούν τη συσκότιση που εξασφαλίζει και τη συνέχεια των δικών τους επιχειρήσεων κατασκοπείας.
Επομένως, το να γίνεται θέμα τώρα, να έχουμε επανειλημμένες καταρρίψεις ιπτάμενων αντικειμένων και να υπάρχει κρίση στις αμερικανοκινεζικές σχέσεις έχει να κάνει ακριβώς με το ότι ούτως ή άλλως είμαστε σε φάση έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.
Κίνα και ΗΠΑ: αλληλεξάρτηση και σύγκρουση
Η Κίνα και οι ΗΠΑ παρά τον πολεμικό τόνο που έχουν υιοθετήσει το τελευταίο διάστημα έχουν στην πραγματικότητα μια εξαιρετικά μεγάλη αλληλεξάρτηση στο οικονομικό επίπεδο.
Η στροφή των ΗΠΑ περισσότερο προς τη χρηματικοοικονομική σφαίρα τις τελευταίες δεκαετίες προϋπέθετε ότι η Κίνα έγινε το «μεγάλο εργοστάσιο» του κόσμου και το πεδίο όπου συναρμολογούνταν τα υψηλής τεχνολογίας προϊόντα που οι αμερικανικές πολυεθνικές παρήγαγαν και εξήγαγαν. Αντίστοιχα, η διεύρυνση του αμερικανικού χρέους προϋπέθετε ότι η Κίνα μπορούσε να αγοράσει μεγάλο μέρος του. Και βέβαια η ίδια η Κίνα για μεγάλο διάστημα στήριξε τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που είχε στον τρόπο που μπορούσε να αξιοποιεί αυτή την αλληλεξάρτηση.
Βεβαίως τα τελευταία χρόνια και οι δύο χώρες προσπαθούν να περιορίσουν αυτό το βαθμό αλληλεξάρτησης. Οι ΗΠΑ αναζητούν ξανά τρόπους να αναζωογονήσουν την εγχώρια βιομηχανική βάση – ενδεικτικός από αυτή την άποψη ο σχεδιασμός του «πράσινου πακέτου της κυβέρνησης Μπάιντεν – και προσπαθούν να αποκόψουν την Κίνα από την πρόσβαση σε τεχνολογίες παραγωγής υψηλής τεχνολογίας, ιδίως στη βιομηχανία των ημιαγωγών. Από τη μεριά της, η Κίνα προσπαθεί να κάνει μια μεγάλη στροφή όχι μόνο στην τεχνολογική αυτάρκεια, επιδιώκοντας να μπορεί να διευρύνει σημαντικά το τι μπορεί να παράγει μόνη της, αλλά και προς την αξιοποίηση της εσωτερικής κατανάλωσης ως αναπτυξιακού μοχλού.
Ωστόσο, αυτό δεν έχει μειώσει τη σημαντική αλληλεξάρτηση, που αποτυπώνεται και σε όλες τις στατιστικές για την κλίμακα των διμερών οικονομικών σχέσεων, αλλά και από τη σημασία που διατηρεί η Κίνα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχει και το στοιχείο του ανταγωνισμού. Η Κίνα σαφώς επιδιώκει μεσοπρόθεσμα να είναι η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη και διεκδικεί να διευρύνει την πολιτική της επιρροή. Δεν έχει μια στρατηγική «παγκόσμιας ηγεμονίας», τουλάχιστον προς το παρόν, σε αντίθεση με όλο το περίπλοκο σύστημα σχέσεων επιρροής, διεθνών θεσμών και στρατιωτικών βάσεων και συμμαχιών που έχουν οι ΗΠΑ, αλλά ήδη προσπαθεί να αποκτήσει ένα ευρύ φάσμα συμμαχιών. Και βέβαια επενδύει εντυπωσιακά στο να αποκτήσει στρατιωτικά χαρακτηριστικά υπερδύναμης.
Από τη μεριά τους οι ΗΠΑ ταυτόχρονα θέλουν να αναβαθμίσουν την οικονομία τους, να ανασυγκροτήσουν την εσωτερική τους κοινωνική και πολιτική συνοχή, βαθιά τραυματισμένη σε διάφορα επίπεδα τα τελευταία χρόνια, και βέβαια να διατηρήσουν μια ηγεμονική θέση, την ώρα που βλέπουν την ισχύ της Κίνας να αυξάνει και έχοντας να αντιμετωπίσουν τον τρόπο που μια άλλη υπερδύναμη, η Ρωσία, δοκιμάζει ένοπλα να αμφισβητήσει το αντιλαμβάνεται τις διαρρυθμίσεις του διεθνούς τοπίου.
Επιπλέον, ειδικά σε αυτή την περίοδο έχουμε και την πίεση ιδίως από τους Ρεπουμπλικάνους για ακόμη μεγαλύτερη «αποφασιστικότητα» απέναντι στην Κίνα, παρότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είχε αντιδράσει έτσι σε υπερπτήσεις κινεζικών κατασκοπευτικών αεροστάτων επί της δική του θητείας – άλλωστε το ίδιο το γεγονός των υπερπτήσεων κινεζικών κατασκοπευτικών αεροστάτων επί Τραμπ έγινε γνωστό τώρα. Χαρακτηριστική, είναι η στάση του νέου ρεπουμπλικάνου προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι που έχει δηλώσει ότι προτίθεται να επισκεφτεί την Ταϊβάν, παρότι γνωρίζει καλά ότι αυτό αποτελεί πρόκληση για το Πεκίνο, που είχε απαντήσει με επίδειξη στρατιωτικής ισχύος στην περσινή επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι, τότε προέδρου της Αμερικανικής Βουλής, στην Ταϊβάν.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι εδώ μπορούν να βρεθούν και τα αίτια της τρέχουσας έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες: στο συνδυασμό ανάμεσα σε μια τροχιά σύγκρουσης που έχει πραγματικό βάθος και μια οικονομική αλληλεξάρτηση που στην πραγματικότητα δεν έχει μειωθεί. Αυτό είναι που φορτίζει κάθε αφορμή για αντιπαράθεση και των ωθεί σε τροχιά σύγκρουσης. Αυτή εξηγεί γιατί ένα περιστατικό που εντάσσεται σε πάγιες πρακτικές συλλογής πληροφοριών –στις οποίες και οι δύο χώρες επιδίδονται– μεταφράζεται σε αφετηρία συνολικότερης αντιπαράθεσης.