Διότι έτσι ακούω τους διαλόγους Μητσοτάκη – Τσίπρα:
– Δεν φοβάμαι να χτυπηθώ, με φοβίζουν όμως οι κανόνες που δεν γνωρίζω.
– Δεν υπάρχει κανόνας· υπάρχουν μόνο Μέσα· υπάρχουν μόνον όπλα.
Σημειωτέον ότι οι διάλογοι αυτοί θα μπορούσαν να αντιστραφούν, μόνο που τη δεύτερη φορά τα «Μέσα» θα γράφονταν με πεζό.
Και δυο λόγια για την παράσταση από μια φίλη που την είδαμε μαζί.
«Ευτυχώς έχουμε τη Στέγη που επιλέγει με γούστο, δεν περιφρονεί την πρωτοπορία και δεν λογοκρίνει…
Ο τίτλος «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» από μόνος του ένα ποίημα με το κείμενο όμως γυμνό, ώστε ο λυρισμός να αποκρύπτεται με ζήλο: αγγλικά γραφείου για όλους, λέξη προς λέξη η διατύπωση, με σοβαρότητα και προσοχή προς αποφυγή παρεξηγήσεων, όπως σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση. Γλώσσα απαλλαγμένη από κάθε υποψία ωραιοποίησης, διεκπεραιωτική, χτενισμένη με αυστηρότητα για να μη λογοτεχνίζει, με μια ψυχρή ευγένεια ώστε να αναδεικνύεται η αγοραία φύση της.
Ο κοτσονάτος Μάλκοβιτς επί σκηνής, με αξιοζήλευτη ελαστικότητα. Η εκφορά του λόγου όπως την ξέρουμε, εκμαυλιστική, εκ- πληκτική, να σνομπάρει τα αισθήματα και το βαρετό κοινό του. Τα οικεία (!) βογγητά του, κάτι ανάμεσα σε πόνο και τον χλευασμό του πόνου, προερχόμενα από έναν σαδιστή εαυτό. Σαδιστής; Ναι βέβαια. Μαζοχιστής; Οπωσδήποτε. Πορνόγερος με σάρκα-φοράδα, παιχνιδιάρης και μαζί φοβιτσιάρης.
Στην σκηνοθεσία ακριβείας του Κουλιάμπιν, η ομοφυλοφιλία ουδόλως ενδιέφερε, η παρανομία της έχει ξεπεραστεί, έχει δώσει τη θέση της στην ανομία που συνεχώς ανακύπτει, στην παιδοφιλία και τη βία της, που προσπαθεί έντρομος να καταχωνιάσει ο δυτικός πολιτισμός. Στη σκηνή συναντιούνται ένας άντρας που κρύβει την αδυναμία του και μία γυναίκα ντυμένη άντρας που προσπαθεί να κρύψει την αδυναμία του. Οι ρόλοι εναλλασσόμενοι, το ρεύμα της μοναξιάς διαπερνά τα φύλα και τον τρόπο ζωής, έρχεται από το κοινό σκοτεινό παρελθόν μας.
Η Λιθουανή με το δυσκολοπρόφερτο όνομα, Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε, άκρον άωτον της πειθαρχίας που απαιτεί το επάγγελμα του ηθοποιού, επίπεδο σχολής πολέμου. Μια μηχανή από άνθρωπο, κοίλη φάτσα σαν φεγγάρι που έφαγε μπουνιά και ουδέποτε επανήλθε, ξεκάθαρα κυριλλική προφορά. Οι δυο τους ζευγάρι με ερωτική άπωση σχεδόν συζυγική, ταιριασμένοι στα όρια της δερματικής απέχθειας, δυο ύπουλοι πυγμάχοι που αλληλοεξοντώνονται αργά και σταθερά.
Χορεύοντας – παλεύοντας σε διπλό ταμπλό. Θέατρο και σινεμά ταυτόχρονα. Μετρημένο στον πόντο για να υπηρετεί και τα δυο κάθε στιγμή. Νομίζω ότι ο Μάλκοβιτς προτιμούσε την απεύθυνση στην κάμερα ενώ η Νταπκουνάιτε προτιμούσε το κοινό, γι’ αυτό και το κοινό τής το ανταπέδωσε με θερμό χειροκρότημα.
Χαίρε ω τεχνολογία! Η σκηνή άνοιγε σαν μαγικό κουτί, ένα αυστηρό, μαύρο χάι τεκ επιτραπέζιο που σε ιντριγκάρει να ανοίξεις όλες τις πόρτες του, να δοκιμάσεις όλους τους κινδύνους, μέχρι να βγει από μια μυστική κρύπτη το τραύμα της παιδικής ηλικίας.
Τι άλλο έμεινε; Είδα την παράσταση σαν ένα αντίο στην επιθυμία, την πάλαι ποτέ προϋπόθεση κάθε σχέσης, συμπεριλαμβανομένης και της αγοραπωλησίας. Είδα την επιθυμία να περιορίζεται και να τιμωρείται έως αφανισμού. Στο άνοιγμα και το κλείσιμο της παράστασης, εκτός κειμένου, ο πιο ακραίος και κοινός ιδεασμός του σύγχρονου ανθρωπότυπου. Νύξεις…»
Bernard-Marie Koltès, «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι», μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Άγρα 1990.