Κάθε χρόνο στέλνουν βιογραφικά σε αυτές εκατοντάδες χιλιάδες πτυχιούχοι με πλούσια βιογραφικά, καθώς ελπίζουν ότι μπορούν να έχουν εισαγωγικούς ετήσιους μισθούς ακόμη και 195.000 δολαρίων.
Οι ίδιες είναι τεράστιες εταιρείες, εάν αναλογιστούμε ότι οι τρεις πρώτες έχουν 38.000, 25.000 και 15.000 υπαλλήλους, δραστηριοποιούνται σε εκατοντάδες σημεία και έχουν εισόδημα αθροιστικά δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Εισόδημα που συγκεντρώνουν προσφέροντας «συμβουλευτικές υπηρεσίες» σε όποιον τις ζητήσει, από επιχειρήσεις έως κράτη. Αναλαμβάνουν να αναδιαρθρώσουν επιχειρήσεις, να αλλάξουν το οργανόγραμμά τους, να τροποποιήσουν τον αριθμό του προσωπικού τους – συνήθως προς τα κάτω -, να προτείνουν στρατηγικές ανάπτυξης και πηγές χρηματοδότησης. Ουσιαστικά αναλαμβάνουν τη διαχείρισή τους.
Το ίδιο κάνουν και σε κράτη και κυβερνήσεις: διαχειρίζονται πολιτικές, προτείνουν στρατηγικές, αναλαμβάνουν τη διατύπωση νομοθετικών πρωτοβουλιών, βοηθούν σε ζητήματα οικονομικής στρατηγικής, και ουσιαστικά αναλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της διακυβέρνησης.
Στη διαδρομή δεν παραλείπουν να «βελτιώνουν» και την εικόνα των πελατών, είτε πρόκειται για επιχειρήσεις με «βεβαρυμμένο» ιστορικό (περιβαλλοντικό κ.λπ.), είτε για κράτη χωρίς μεγάλο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και βέβαια δεν αναλαμβάνουν μόνο σημαντικό μέρος της εταιρικής και κρατικής διακυβέρνησης, αλλά αφήνουν και το αποτύπωμά τους, τη δική τους κουλτούρα και αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι ο κόσμος, παρότι δεν τέθηκαν ποτέ στη βάσανο ούτε της λαϊκής ψήφου, ούτε καν της «κοινής γνώμης», αφού αντικειμενικά δουλεύουν στο παρασκήνιο. Την ίδια στιγμή, μπορούν να εκμεταλλεύονται όλο το φάσμα διασυνδέσεων που χτίζουν με αυτόν τον τρόπο και με επιχειρήσεις και με κράτη.
Ο λόγος για τις μεγάλες εταιρείες συμβούλων, εταιρείες όπως η McKinsey, η Boston Consulting Group και η Bain, οι περίφημες “Big Three”, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι Big Four, οι μεγάλες εταιρείες Ορκωτών Ελεγκτών, που όμως επίσης προσφέρουν και υπηρεσίες συμβουλευτικής (Deloittte, KPMG, PwC, Ernst and Young), επίσης με δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια αθροιστικά κάθε χρόνο.
Μόνο που τώρα βρίσκονται στο στόχαστρο.
Μια αντι-ιστορία της McKinsey
Δυο δημοσιογράφοι των New York Times, οι Γουάλτ Μπογκντάνιτς και Μάικλ Φορσάιθ κυκλοφόρησαν πέρσι ένα βιβλίο με τίτλο McKinsey Comes to Town. The Hidden Influence of the World’s Most Powerful Consulting Firm (H McKinsey έρχεται στην πόλη. Η κρυφή επιρροή της πιο ισχυρής εταιρείας συμβούλων στον κόσμο), από τις εκδόσεις Doubleday.
Στο βιβλίο οι δυο δημοσιογράφοι αποδομούν την προσπάθεια της εταιρείας να πείσει ότι κατά βάση κινείται στη «βάση αξιών» και δείχνουν πώς στην πράξη αυτή η εταιρεία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο για τη διαμόρφωση μιας εταιρικής κουλτούρας που κατεξοχήν προώθησε τα συμφέροντα του μεγάλου πλούτου, του 1%, για να θυμηθούμε το σύνθημα από το Occupy!
Μια κουλτούρα που έκανε πράξη τη «νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία», δίνοντας έμφαση στη συνεχή περικοπή του κόστους (πρώτα και κύρια εργασίας), τις μαζικές απολύσεις και θεωρούσε ότι πάνω από όλα έπρεπε να τεθεί η μεγιστοποίηση του οφέλους προς τους μετόχους.
Μια κουλτούρα που π.χ. θεωρούσε ότι η Enron ήταν το υπόδειγμα της εταιρικής ανανέωσης, μέχρις ότου έγινε η μεγαλύτερη χρεωκοπία εταιρίας στις ΗΠΑ.
Μια κουλτούρα που σήμαινε ότι η McKinsey πήρε για παροχή συμβουλών σε ζητήματα μάρκετινγκ 83,7 εκατομμύρια δολάρια από την φαρμακευτική εταιρεία Purdue για να προωθήσει τις πωλήσεις του αναλγητικού OxyContin, του φαρμάκου δηλαδή που είναι στην αφετηρία της μεγάλης κρίσης των οπιοειδών στις ΗΠΑ που έχει οδηγήσει σε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς.
Και την ίδια στιγμή η εταιρεία παρείχε συμβουλές για τη διαχείριση βαθιά αυταρχικών πολιτικών. Για παράδειγμα όταν άρχισε να σκληραίνει η πολιτική της ICE (της ομοσπονδιακής υπηρεσίας για τη σύλληψη και απέλαση των μεταναστών χωρίς χαρτιά), αποδείχτηκε ότι η McKinsey παρείχε συμβουλές που περιλάμβαναν ακόμη και προτάσεις για μικρότερες δαπάνες για τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και επιτήρηση των κρατουμένων, με αποτέλεσμα τραγικές εικόνες σε κέντρα κράτησης με παιδιά. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση Τραμπ έδωσε στην εταιρεία δεκάδες συμβόλαια υπηρεσιών συμβούλου σε διάφορους κυβερνητικούς φορείς. Το συμβόλαιο με την ICE ήταν ύψους 20 εκατομμυρίων δολαρίων και είχε ξεκινήσει προς το τέλος της θητείας Ομπάμα.
Την ίδια στιγμή η εταιρεία δεν είχε πρόβλημα να προσφέρει ταυτόχρονα υπηρεσίες στην Κίνα αλλά και στο αμερικανικό υπουργείο Άμυνας, ή να συμβουλεύει την κυβέρνηση της Μαλαισίας να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει μεγάλα κινεζικά επενδυτικά σχέδια.
Ούτε είχε πρόβλημα να έχει τη Σαουδική Αραβία ως βασικό πελάτη και να προσφέρει συμβουλές για το πώς η χώρα θα αποφύγει να έχει κινήματα όπως αυτό της Αραβικής Άνοιξης που θα αμφισβητούσαν το βαθιά αυταρχικό πλαίσιό της.
Παράλληλα, το βιβλίο των Μπογκντάνιτς και Φορσάιθ δείχνει πόσο βαθιούς δεσμούς είχε η McKinsey με το τραπεζικό σύστημα και πώς συνέβαλε στη μορφή και κατεύθυνση που πήρε το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα στη διαδρομή προς τη μεγάλη κρίση του 2008, συμπεριλαμβανομένης και της συμβολής στελεχών της εταιρείας στην προώθηση της τιτλοποίησης των δανείων, ένα στοιχείο που αργότερα θα συμβάλει στην κρίση των στεγαστικών δανείων που πυροδότησε την κρίση του 2008.
Το μεγάλο κόλπο
Η πρόσληψη των μεγάλων εταιρειών συμβούλων θεωρείται αυτονόητη πια για τις κυβερνήσεις. Ωστόσο, αρχίζουν και υπάρχουν ερωτήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η έρευνα που διεξάγεται στη Γαλλία για τη στενή σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση Μακρόν και τη McKinsey.
Ακόμη πιο αυστηρή γνώμη έχει η Ιταλίδα καθηγήτρια Οικονομικών στο Λονδίνο Μαριάνα Ματσουκάτο. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί το βιβλίο που συνέγραψε μαζί με την Ρόζι Κόλινγκτον και τίτλο The Big Con (Το μεγάλο κόλπο) στο οποίο καταπιάνεται ακριβώς με τον ρόλο των εταιρειών συμβούλων.
Αυτό στο οποίο επιμένει ιδιαίτερα η Ματσουκάτο, που πρόσφατα παραχώρησε και μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέντευξη στους Financial Times είναι ο τρόπος που κατοχυρώνουν τη θέση τους στο πλευρό των κυβερνήσεων οι μεγάλες εταιρείες συμβούλων.
Αυτό που κάνουν είναι να παρουσιαστούν ως κάποιοι που ξέρουν, που ξέρουν περισσότερα από το κράτος και άρα μπορούν να προσφέρουν συμβουλές και να υποδείξουν λύσεις που μπορούν να έχουν αποτέλεσμα. Όμως, για την Ματσουκάτο το ζήτημα είναι ότι πραγματικότητα δεν ξέρουν και αυτό είναι με έναν τρόπο το «κόλπο» ή η «απάτη» τους (στα αγγλικά η λέξη con είναι συντομογραφία του confidence trick που είναι ακριβώς η απάτη που στηρίζεται στο ότι ο απατεώνας κερδίζει την εμπιστοσύνη του εξαπατούμενου).
Για την Ματσουκάτο το πρόβλημα με την ολοένα και μεγαλύτερη καταφυγή των κυβερνήσεων σε εταιρείες συμβούλων, αυτό το διαρκές outsourcing κρατικών λειτουργιών, είναι ότι δεν κατορθώνουν να προσφέρουν αποτελεσματικές προτάσεις, την ώρα που πάντα οι προτάσεις που κάνουν προς τις κυβερνήσεις εξαρτώνται και από τα συμβόλαια που έχουν με ιδιωτικές εταιρείες τις οποίες και θέλουν να ενισχύσουν, στοιχείο που κάνει επιτακτικό και ένα στοιχείο δημοσιότητας ώστε να φαίνεται με ποιες εταιρείες έχουν σχέση.
Πάνω από όλα η Ματσουκάτο επιμένει ότι τα κράτη αντιμέτωπα με προκλήσεις όπως η Πράσινη Μετάβαση δεν θα πρέπει να ακολουθήσουν την πεπατημένη που προτείνουν οι εταιρείες συμβούλων.
Όπως λέει χαρακτηριστικά, μια ανάλυση κόστους-οφέλους του σχεδίου για την αποστολή στη Σελήνη θα είχε κρατήσει το πλήρωμα στο έδαφος, παρότι χάρη στο πρόγραμμα Apollo βοήθησε στο να έχουμε κινητά με φωτογραφικές μηχανές και υψηλής ποιότητας βρεφικό γάλα σε σκόνη. Παράλληλα, υπενθυμίζει σε όσους υποστηρίζουν ότι ένας ισχυρότερος δημόσιος τομέας θα σήμαινε και μεγαλύτερο κόστος ότι «για τους πολέμους πάντα βρίσκονται χρήματα».