Άκουγα σε πολιτική ραδιοφωνική εκπομπή εχθές τον Γιώργο Γεραπετρίτη και μέτρησα, δέκα τουλάχιστον φορές, να επανέρχεται, στη ρύμη του ταχύτατου, οργανωμένου και «μετά λόγου γνώσεως» λόγου του, η λέξη «ξεκάθαρος».
Τόσο, που απόρησα και σκέφτηκα τον στίχο του Ελύτη:
«Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί». Και το αληθινό τοπίο το ξέρω: είναι η καρέκλα και ο πίνακας του Παρθένη στον τοίχο.
Αλλά θυμήθηκα και έναν ακόμη στίχο, από το ίδιο ποίημα: «Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι».
Τρόμαξα από την κατά τα άλλα «σιγαλιά» των δημοσιογράφων και το γύρισα στο «Τρίτο», δείχνοντας την αποστροφή μου στο «μονότερμα» και το εύτακτο λογύδριο του καθηγητή-υπουργού που με αναγκάζει να το συνδέσω με την Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη -σε πρώτη ζήτηση δυστυχώς κατά τις θερινές διακοπές των υπουργών, είτε στο Πόρτο Χέλι, είτε στο Πόρτο Ράφτη είτε στο Πορτοσάλτε.
Εξού και το γνωμικό του ιδίου του Ελύτη: «Όταν ακούς “τάξη», ανθρώπινο κρέας μυρίζει».
Κρατώ το μαντήλι μου.