Την ίδια στιγμή που οι αγαπημένες πλατφόρμες όλων μας, όπως το Netflix, κονταροχτυπιούνται για την προσοχή μας, ποντάροντας μανιωδώς στα project εκείνα που θεωρούν πως θα είναι τα επόμενα μεγάλα τους σουξέ και ακυρώνοντας με συνοπτικές διαδικασίες μερικά άλλα δικά μας αγαπημένα, καταξιωμένοι auteur του σινεμά βρίσκουν ένα νέο καταφύγιο δημιουργίας στις εσχατιές του streaming.
Για τον Nicolas Winding Refn, το enfant sauvage της Δανίας, δεν είναι η πρώτη φορά που ένα έργο του φιλοξενείται από έναν από τους γίγαντες του streaming. Το 2019, μέσα από το Prime Video, οι φανατικοί θαυμαστές του είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν ένα υποβλητικό, neo-noir ποιητικό πορτραίτο της σύγχρονης ανθρώπινης κατάστασης μέσα από τα δέκα σκηνοθετικά άρτια επεισόδια του «Too Old to Die Young». Τέσσερα χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης των «Drive» και «Only God Forgives» μεταπηδά στο Netflix και παρουσιάζει το «Copenhagen Cowboy», το πρώτο δανόφωνο project του από το 2005.
Ο Refn (ή όπως αποκαλεί τον εαυτό του, NWR) έχει χαράξει την πορεία του μέχρι σήμερα με πολωτικά, αμφιλεγόμενα και έντονα έργα, βυθίζοντας τους χαρακτήρες του συνήθως σε έναν ασφυκτικό κόσμο που έχει την τάση να αποκαλύπτει την αρχέγονη σκληρότητα που κρύβει η ανθρώπινη φύση. Πιστός στην κινηματογραφική του ταυτότητα, ο NWR ντύνει το «Copenhagen Cowboy» με άφθονα φετιχιστικά πλάνα, και ένα επιβλητικό μουσικό ηχοτοπίο δια χειρός Cliff Martinez, ενώ στην καρδιά της αλλόκοτης αυτής ιστορίας βάζει μια ασυνήθιστη ηρωίδα με μια μπλε, ντεπιές φόρμα, την απόχρωση της οποίας θα ζήλευε κι ο Jean Luc Godard.
Η Angela Bundalovic δίνει μια αρκετά σκόπιμα μονοσήμαντη ερμηνεία ως Miu. Η ανέκφραστη ηρωίδα με το ανδρόγυνο φιζίκ ξεκινά ένα παράξενο ταξίδι σε έναν εγκληματικό υπόκοσμο. Δεν μιλά πολύ, δεν εκφράζεται, πολλές φορές ούτε καν αντιδρά στα όσα συμβαίνουν γύρω της. Επιπλέον, ο Refn και οι σεναριογράφοι Sara Isabella Johnson, Johanne Algren και Mona Masri της δίνουν και μια μικρή υπερφυσική χροιά, παρουσιάζοντάς την σαν ένα ζωντανό, περιπλανώμενο γούρι, ένα τζίνι χωρίς λυχνάρι που πραγματοποιεί ευχές.
Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, η Miu υπάρχει σε ένα διαφορετικό επίπεδο από όσα διαδραματίζονται. Αυτή της η μυστηριώδης αποστασιοποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια των περιπετειών της στον υπόκοσμο της Κοπεγχάγης μοιάζει να υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο το απερίφραστο σχόλιο για τα κατώτερα ένστικτα των ανθρώπων του NWR, ο οποίος τους παρομοιάζει συχνά με ζώα.
Στιλιστικά, το «Copenhagen Cowboy» είναι μία, τρόπο τινά, επιστροφή του Refn στις ρίζες του, σε όσα καθόρισαν την πρώιμη καριέρα του. Σε συνεργασία με τον κινηματογραφιστή Magnus Nordenhof Jonck, ο δανός auteur ακολουθεί μια νωχελική προσέγγιση στην εικαστική αφήγηση, αφήνοντας την κάμερά του να περιστρέφεται κάθε τόσο αργά μέχρι να σκοντάψει σχεδόν σε μια σύνθεση. Λουσμένη με φωτεινό κόκκινο και μπλε νέον, η έξι επεισοδίων σειρά του NWR παραμένει πιστή στη μινιμαλιστική αφήγηση. Αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, όμως, η τελευταία αυτή δουλειά του Refn δεν είναι και η καλύτερή του μέχρι σήμερα.
Παραμένοντας παθιασμένος με όλα τα στοιχεία που συνιστούν την κινηματογραφική του ταυτότητα, ο Refn παραδίδει μια σειρά που ρητά περιφρονεί τις προτιμήσεις των περισσότερων χρηστών της δημοφιλούς πλατφόρμας. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια σειρά που θα θελήσει να παρακολουθήσει το ευρύ κοινό, την προσοχή του οποίου κατά πάσα πιθανότητα θα χάσει από το πρώτο κιόλας επεισόδιο, μιας και η ρυθμός είναι οριακά βασανιστικός. Γι’ αυτό και δεν αποτελεί απολύτως καμία έκπληξη το γεγονός ότι ακόμα και ο αλγόριθμος δεν είναι «καλός» με το «Copenhagen Cowboy».
Γιατί, όμως, μια πλατφόρμα όπως το Netflix, που κυρίως στοχεύει στην τηλεθέαση και το κέρδος, αποφασίζει να φιλοξενήσει το έργο δημιουργών που γνωρίζουν πολύ καλά τι αναζητά το κοινό, αλλά επιλέγουν απλά να μην τους το παρέχουν; Η απάντηση ίσως και να κρύβεται στο γεγονός ότι το Netflix τελευταία έχει έρθει αντιμέτωπο με την πικρή αλήθεια πως, στο βωμό της οικονομικής μεγέθυνσης, δεν κατάφερε να γίνει το επαναστατικό νέο μέσο που ευαγγελιζόταν κάποτε.
Πολύ πριν μπει σε κάθε σπίτι, σε κάθε φορητό και επιτραπέζιο υπολογιστή, το streaming ονειρευόταν για τον εαυτό του ότι θα έδινε στο κοινό μεγαλύτερο έλεγχο στην ποιότητα του περιεχομένου που καταναλώνει, θα διέλυε την απαρχαιωμένη ιεραρχία της παραγωγής και θα άνοιγε χώρο για να ειπωθούν ιστορίες επί της οθόνης που μέχρι τότε δεν είχαν ειπωθεί ποτέ. Αυτές τις υποσχέσεις – τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς το φιλοθεάμον κοινό – οι περισσότερες streaming πλατφόρμες, δυστυχώς, δεν κατάφεραν να τις εκπληρώσουν για αρκετό καιρό.
Και ακριβώς σε αυτό το σημείο φαίνεται να μπαίνουν οι κινηματογραφικοί auteur, όπως ο Nicolas Winding Refn, προκειμένου να κάνουν πραγματικότητα την τρίτη από τις πιο πάνω υποσχέσεις και να δώσουν νέα πνοή στη δημοφιλή πλατφόρμα που ως τώρα αδιαφορούσε παντελώς για τέτοιου είδους περιεχόμενο. Ως αντάλλαγμα, ο Refn και οι υπόλοιποι auteur που έχουν αρχίσει να συμπράττουν με το Netflix και άλλες συναφείς πλατφόρμες απολαμβάνουν την πολυτέλεια να έχουν ελάχιστη εποπτεία επί του έργου τους. Συμφωνία win-win, δηλαδή.
Ωστόσο, εάν το Netflix επιθυμεί όντως να ταράξει τα νερά της οικιακής ψυχαγωγίας που παρέχει, θα χρειαστεί να επενδύσει χρόνο και χρήμα προκειμένου να εκπαιδεύσει το ευρύ κοινό. Το εάν το «Copenhagen Cowboy» είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, μένει να φανεί στο μέλλον. Ως τότε, δώστε του μια ευκαιρία.