Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

 

***

«Joyland» (Πακιστάν, 2022)

Πυκνό σε θεματολογία, θαυμάσιο στην κινηματογράφηση του, σχετικά μεγάλο σε διάρκεια – χωρίς όμως ποτέ αυτό να ενοχλεί – το πακιστανικό δράμα «Joyland» (2022), είναι η ιστορία του Χαϊντάρ, ενός μοναχικού, αν όχι φοβισμένου, σίγουρα ανήσυχου νεαρού, ο οποίος αγωνιά να βρει τον ρόλο και την «ταυτότητά» του ενταγμένος σε μια κοινωνία πατριαρχική, συντηρητική και εντελώς ομοφοβική. Eίναι επίσης η πρώτη και εξαιρετικά ώριμη μεγάλου μήκους ταινία του Πακιστανού σκηνοθέτη Σαΐμ Σαντίκ, γυρισμένη μετά από επτά μικρού μήκους, εκ των οποίων η μία, η «Alina», είναι το πορτρέτο ενός από τους χαρακτήρες στο «Joyland», της Mπίμπα (Αλίνα Καν) που είναι trans. Αυτό το πρόσωπο, ανεξάρτητο και ντόμπρο, θα γοητεύσει τον Χαϊντάρ, τον θεωρητικά «άχρηστο» γιό ενός αυταρχικού, παράλυτου πατέρα και αδελφό ενός ακόμα χειρότερου στις σκληροπυρηνικές αντιλήψεις του άντρα, τα παιδιά του οποίου ο Χαϊντάρ προσέχει σαν baby sitter. Παντρεμένος ο ίδιος, ο Χαϊντάρ, στην προσπάθειά του να βρει δουλειά, προσλαμβάνεται ως χορευτής στον θίασο της Μπίμπα που ειδικεύεται σε «ερωτικού περιεχομένου» χορευτικές παραστάσεις, αντιμετωπίζοντας η ίδια τον ρατσισμό και την προκατάληψη.

Αρκετές ανατροπές θα λάβουν χώρα στην ιστορία μέχρι την ολοκλήρωση της ταινίας, όμως η ευαισθησία του Χαϊντάρ, το «πνίξιμό» του μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον στο οποίο ζει, όπως και το χαμένο του χαμόγελο που ξαναβρίσκει στο πλευρό της Μπίμπα, θα είναι πάντα ο παλμός της. Παράλληλα, μικρές, σύντομες σκηνές (όπως αυτή στο Μετρό όπου ζητάται από την Μπίμπα να αλλάξει θέση και να καθίσει με τους άντρες και ο Χαϊντάρ παίρνει σιωπηλά το μέρος της) φέρνουν στο προσκήνιο τις πεπαλαιωμένες αντιλήψεις στις οποίες οφείλεται ο (ακόμα και σήμερα) σκοταδισμός της χώρας. Όμως ο Σαντίκ δεν θέλει να κάνει κήρυγμα. Οπως ο Πάνος Χ. Κούτρας στην «Στρέλλα», ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την ανθρώπινη κατάσταση. Πολύ απλά, ο Χαϊντάρ που υποδύεται στην πρώτη του ταινία ο Αλί Τζουνέτζο και είναι έξοχος, δεν είναι βέβαιος ότι ξέρει τι θέλει • κάτι απολύτως κατανοητό γιατί μπορεί να συμβεί στον καθένα. Ψάχνεται, αναρωτιέται, βλέπει, ακούει. Δεν είναι υποκριτής και δεν διαφέρει από πολύ κόσμο σε παρόμοια κατάσταση.

Παρά τις ολοφάνερες ευαισθησίες του, την προσπάθειά του όχι να κατηγορήσει κάποιες καταστάσεις αλλά κυρίως να τις κατανοήσει, το «Joyland» αντιμετώπισε προβλήματα διανομής στην χώρα παραγωγής του, χωρίς αυτό να το εμποδίσει να κάνει διεθνή καριέρα (κέρδισε για παράδειγμα τον Queer Χρυσό Φοίνικα στο περσινό Φεστιβάλ Καννών ,καθώς επίσης και το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας). Εν τέλει υπήρξε η επίσημη πρόταση του Πακιστάν για τις υποψηφιότητες στην κατηγορία της διεθνούς ταινίας στα φετινά Όσκαρ.

Βαθμολογία: 3 ½

ΑΘΗΝΑ: ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΤΛΑΝΤΙΣ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΑΔΑΣ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΟΛΥΜΠΙΟΝ κ.α.

***

 

«Η χώρα του θεού» («Vanskabte land», Δαννία/ Ισλανδία/ Σουηδία/ Γαλλία)

Δεύτερη «εναλλακτική» ταινία για αυτή την εβδομάδα, η «Χώρα του θεού» που επίσης παρουσιάστηκε στις Κάννες (τμήμα Ένα κάποιο βλέμμα), όπως και σε άλλα φεστιβάλ, προκαλώντας παντού (και δικαιολογημένα) εντύπωση. Στο πρώτο περίπου μισό της ένα γοητευτικό οδοιπορικό στη παγωμένη φύση, μια ταινία δρόμου αλλοτινών όμως εποχών – καθως η ιστορία εκτυλίσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα • μια διαδρομή από την Δανία προς κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Ισλανδίας. Στο δεύτερο μισό, η γνωριμία μας με το εν λόγω χωριό, εκεί, στο τέλος του κόσμου, όπου ο οδοιπόρος, ένας νεαρός Δανός πάστορας (Ελιοτ Κρόσετ Χόβε) έχει φτάσει για να χτίσει μια εκκλησία.

Και τα δύο μέρη της ταινίας (η οποία είναι γυρισμένη σε τετράγωνο «φορμά» θυμίζοντας κινηματογράφο περασμένων, αξέχαστων εποχών), είναι πολύ ελκυστικά στην όψη ως σύνθεση εικόνων μα και ουσιαστικά, στο περιεχόμενό τους. Ο πάστορας γνωρίζει ότι οι συνθήκες προσαρμογής του θα είναι δύσκολες, όπως επίσης γνωρίζει ότι το ταξίδι επιφυλάσσει κινδύνους. Επιλέγει την δυσκολία των καιρικών συνθηκών του ταξιδιού, πάνω σε άλογο, μέσα στα παγωμένα βουνά και τα ποτάμια (ενώ θα μπορούσε να πάει ευκολότερα με το πλοίο). Το κάνει για να βιώσει από πρώτο χέρι την άγνωστη, πρωτόγονη φύση και τους επίσης άγνωστους, μη φιλικούς ανθρώπους. Εχει δυσκολία με την επικοινωνία καθώς δεν μιλά την γλώσσα, απαξιώνεται από τους ντόπιους, όμως επιμένει με πείσμα, με ζήλο, με πάθος, θέλει να μάθει για να μπορέσει να διαχειριστεί. Επίσης φωτογραφίζει, συλλέγει εικόνες προσώπων και τοπίων • αναζητεί την αλήθεια για την οποία ουδείς άλλος δείχνει να ενδιαφέρεται.

Είναι έτοιμος να παλέψει και για τα δύο και ο Ιρλανδός σκηνοθέτης Χλινούρ Παλμασόν τον παρακολουθεί με όρεξη δίνοντας σημασία σε μικρές (θεωρητικά ασήμαντες αλλά τελικά όχι) λεπτομέρειες. Αντικείμενα, ζώα, πρόσωπα, έθιμα, χοροί και το τοπίο της φύσης βοηθούν τον σκηνοθέτη περισσότερο να κεντήσει παρά να κινηματογραφήσει αυτή την παράξενη (μα και πρωτότυπη) ταινία για μια χώρα «φοβερά όμορφη» ή και φοβερή και όμορφη (όπως ακούμε κάποια στιγμή).

Βαθμολογία: 3 ½

ΑΘΗΝΑ: ΝΙΡΒΑΝΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ  – ΕΛΛΗ κ.α.\

***

«Νοσταλγία» (Nostalgia, Ιταλία, 2022)

Επίσης από τις Κάννες, όπου έκανε την πρώτη επίσημη προβολή της (χωρίς ωστόσο να κερδίσει κάποιο βραβείο), έρχεται και η τελευταία ταινία του Ιταλού Μάριο Μαρτονε, ένα άλλο μελαγχολικό μα και πλούσιο σε εικόνες οδοιπορικό, αυτό στη Νάπολη. Παρακολουθούμε την πόλη μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που μια φορά κι έναν καιρό την ήξερε πολύ καλά αλλά αναγκάστηκε να την αφήσει πίσω του. Οι λόγοι για τους οποίους πήρε αυτή την απόφαση βρίσκονται καλά κρυμμένοι στο σενάριο του Μαρτόνε, τα θεμέλια του οποίου είναι γερά και από τα οποία δεν λείπουν τα φλας μπακ.

Στην καρδιά της ιστορίας βρίσκεται μια ρομαντική διάθεση, ο νόστος, η ανάγκη του κεντρικού ήρωα που υποδύεται ο εκφραστικός (όπως πάντα) Πιερφρανσέσκο Φαβίνο να περπατήσει ξανά τα σοκάκια της πόλης, να μυρίσει τα αρώματά της, να καθισει στα εστιατόρια της, να λουστεί από τον ήλιο της, να αναπνεύσει τον αέρα της. Και όντως, η ταινία παρακολουθεί από πολύ κοντά αυτό το οδοιπορικό καταφέρνοντας να αποφύγει την καρτποσταλική, τουριστική εικόνα και να μπει στην ουσία του πράγματος, του τι δηλαδή σημαίνουν όλα αυτά για τον άνθρωπο που τα βιώνει (αλλά και για μας που τον κατανοούμε βιώνοντας τα μαζί του).

Συγχρόνως όμως υπάρχει και το σκοτεινό κομμάτι της ιστορίας, που κατά προέκταση είναι το σκοτεινό κομμάτι της ίδιας της πόλης – όπως κάθε πόλης εξάλλου. Το έγκλημα. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, ο Μαρτόνε μας δίνει αυτή την άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη της πόλης σε συνάρτηση με τον άνθρωπο, ένα ψυχογράφημα  αμπαλαρισμένο με αγαπησιάρικες εικόνες που αποτυπώνουν την ατμόσφαιρα μιας πόλης που ο σκηνοθέτης προφανώς αγαπά (ο Μαρτόνε είναι ο ίδιος ναπολιτάνος) αλλά και που τον τρομάζει.

Βαθμολογία: 3 ½

ΑΘΗΝΑ: ΑΣΤΥ κ.α.

 

***

 

«Εκτός ελέγχου» (Plane, ΗΠΑ/ Αγγλία, 2023)

Με ταινίες όπως τα δύο μέρη «Υπ’ αριθμόν 1 Δημόσιος κίνδυνος» και «O τυχοδιώκτης του Παρισιού», ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Φρανσουά Ρισέ έχει αποδείξει ότι διαθέτει την αίσθηση της περιπέτειας. Και πραγματικά η τελευταία ταινία του, «Εκτός ελέγχου», έχει πολύ καλά γυρισμένες, εντυπωσιακές σκηνές, όπως η προσπάθεια του πιλότου κεντρικού ήρωα (Τζέραρντ Μπάτλερ) να προσγειώσει το αεροπλάνο υπό απίστευτες καιρικές συνθήκες και μάλιστα δύο φορές • στην μια χωρίς ρεύμα, στη δεύτερη χωρίς βενζίνη.

Επίσης, ως περιπέτεια είναι σφιχτοδεμένη και σχετικά σύντομη στη μία ώρα και 47 λεπτά που διαρκεί. Ωστόσο, το γεγονός ότι το «Plane» θυμίζει πάρα πολλές άλλες ταινίες (ή και σειρές), από το «Lost» μέχρι τις αμέτρητες περιπέτειες με αεροπλάνα που έχουν γυριστεί («Flight», «Sully» κ.α.), πόσο μάλλον τις ταινίες «θα σε βρω και θα σε εκδικηθώ» με τον Λίαμ Νίσον, σε εμποδίζει να την συμπαθήσεις • το σενάριο μοιάζει πραγματικά με patchwork ήδη χρησιμοποιημένων ιδεών στοιβαγμένων στο «πακέτο» μιας νέας ταινίας. Χωρίς βεβαίως όλα αυτά να σημαίνουν ότι δεν περνάς καλά παρακολουθωντας την.

Βαθμολογία: 3 ½

ΑΘΗΝΑ:  VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – WEST CITY – TOWN CINEMA κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: VILLAGE COSMOS κ.α

 

***

 

«Μπελ: Ο δράκος και η προγκίπισσα» (Belle, Ιαπωνία, 2021)

Ιστορία ενηλικίωσης σε ψηφιακό περιβάλλον, η ιαπωνική ταινία κινουμένων σχεδίων «Μπελ: Ο δράκος και η προγκίπισσα» παρακολουθεί την εξέλιξη της Σούζου, μιας ντροπαλής έφηβης η οποία μέσω μιας εφαρμογής δημιουργεί μια διαδικτυακή περσονα, την Μπελ που ως τραγουδίστρια αποκτά ακολούθους και εν συνεχεία έρχεται σε επαφή με ένα τέρας που το καταδιώκουν. Το κλασικό παραμύθι «Η πεντάμορφη και το τέρας» ενταγμένο φαντασμαγορικά  στον κόσμος της εικονικής πραγματικότητας και με την υπογραφή του σπουδαίου ανιματέρ Μαμόρου Χοσόντα του οποίου η προηγούμενη ταινία κινουμένων σχεδίων, η «Mirai no Mirai» είχε διεκδικήσει το Οσκαρ. Να σημειωθεί ότι εκτός από μεταγλωτισμένη (η φωνή της Βάσια Ζαχαροπούλου στην κεντρική ηρωίδα) η ταινία θα κυκλοφορήσει επίσης και η ιαπωνική έκδοση της ταινίας με υπότιτλους.

Βαθμολογία: 2 ½

ΑΘΗΝΑ: ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE – NANA – NIPBANA – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ κ.α.