Με βασικό στόχο να λάβει τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατέθεσε το απόγευμα της Τετάρτης 25 Ιανουαρίου, πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, δυνάμει του άρθρου 84, παρ. 2 του Συντάγματος και 142 του Κανονισμού της Βουλής.
«Το πολίτευμα και η χώρα διέρχονται την πιο σκοτεινή περίοδο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πια αποδεδειγμένο ότι πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, καθώς και δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν, με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, από την υπαγόμενη στον πρωθυπουργό ΕΥΠ. Και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα ίδια πρόσωπα παρακολουθούνταν και με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού predator» αναφέρεται στο εισαγωγικό τμήμα της πρότασης.
Παράλληλα, επισημαίνεται, «το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ιστορικά πρωτοφανές, όπως και το βαρύτατο πλήγμα που επιφέρει στους θεσμούς της χώρας και τη δημοκρατική ομαλότητα, ενώ η ευθύνη του πρωθυπουργού ατομικά και της κυβέρνησης συλλογικά είναι τεράστια, αυταπόδεικτη, αντικειμενική και αμεταβίβαστη».
Η κίνηση αυτή ήταν μονόδρομος, όπως λένε από την Κουμουνδούρου, για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ., ο οποίος είχε κλιμακώσει τις κινήσεις του, τόσο χθες με την εκ νέου επίσκεψή του στον επικεφαλής της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο όσο κυρίως με την συνάντησή του στο Προεδρικό Μέγαρο με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Από χθες το επιτελείο του είχε προϊδεάσει ότι θα μιλήσει με ονόματα, όπως και έγινε κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής, ενώ αχνοφαίνονταν η απόφαση για την κατάθεση πρότασης μομφής. Μέχρι και νωρίς το πρωί δεν υπήρχε οριστική απόφαση για το τι θα πράξει, καθώς είχαν ειπωθεί και υπέρ και κατά από μια τέτοια κίνηση. Όμως έμπιστα πρόσωπα του Αλ. Τσίπρα έλεγαν ότι «γέρνει προς το ναι» χωρίς να ληφθεί οριστική απόφαση. Αυτό έγινε περίπου στις 12 και μισή μετά από σύσκεψη με τους στενούς του συνεργάτες στον 7ο όροφο των γραφείων του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. στην Κουμουνδούρου, όπου και το «στρατηγείο» του Αλ. Τσίπρα.
Ήταν στρατηγική επιλογή για να δοθεί, όπως λένε κεντρικά στελέχη, η αναγκαία δημοσιότητα για το θέμα και να μην καλυφθεί από τα ΜΜΕ και να μην εξαντληθεί σε αναφορές του διαδικτύου.
Ειδικά, μετά από την κίνηση του Χρ. Ράμμου να στείλει την επιστολή δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αν και υπάρχουν και αντίθετες φωνές που όμως είναι μειοψηφία. Όλοι, ακόμα και όσοι έχουν επιφυλάξεις, συντάχθηκαν πίσω από την απόφαση του Αλ. Τσίπρα, αναμένοντας μια μετωπική τριήμερη συζήτηση στη Βουλή και με στόχο να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη στο δρόμο προς τις κάλπες.
Είναι σαφές όμως ότι η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή δεν θα εξαντληθεί μόνο στο σκάνδαλο των υποκλοπών, αλλά θα τεθούν ευρύτερα ζητήματα για την κυβερνητική πολιτική και η κυβέρνηση θα σφυροκοπηθεί από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
«Πρόταση δυσπιστίας στον αρχηγό του εγκληματικού δικτύου των υποκλοπών, τον εντολέα του παρακράτους, πλέον υπάρχουν αποδείξεις» ήταν η χαρακτηριστική φράση του Αλ. Τσίπρα στην ομιλία του με βασικό σύνθημα που θα έχει κεντρική θέση στην προεκλογική καμπάνια: «Με τη Δημοκρατία η με την εκτροπή;»
Μεταξύ άλλων επισημαίνεται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία:
Στο σκάνδαλο των υποκλοπών ήρθε να προστεθεί, μετά τη σταδιακή αποκάλυψή του, το σκάνδαλο της λυσσαλέας προσπάθειάς συγκάλυψής του, η άρνηση κάθε λογοδοσίας, η πάση θυσία προστασία των υπεύθυνων και των αυτουργών της θεσμικής εκτροπής και η προσπάθεια εκφοβισμού των κρατικών λειτουργών, που τιμώντας τη συνταγματική αποστολή τους, διεξάγουν έρευνες για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Όμως, ο κ. Μητσοτάκης, που τόσο καιρό αρνιόταν κάθε ευθύνη, έρχεται πλέον αντιμέτωπος με τα τεκμήρια των ίδιων των πράξεών του. Αποδεικνύεται ότι υπερέβη κατ’ εξακολούθηση τα όρια που θέτουν η συνταγματική τάξη, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Αποδεικνύεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του συγκρότησαν ένα μηχανισμό μαζικών παρακολουθήσεων και ότι, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων, εκείνος και η κυβέρνησή του επέβαλαν νομοθετικά τη σιωπή και το σκοτάδι και επιχείρησαν να ακρωτηριάσουν την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 87 του ν. 4790/2021, ν. 5002/2022).
Η πρώτη θεσμική ενέργεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την αρμοδιότητα της ΕΥΠ. Αποδεικνύεται ότι το έκανε προκειμένου να εκτελέσει ένα σχέδιο αυθαίρετης αξιοποίησης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με απώτερο σκοπό την κατίσχυση έναντι πάντων, πέρα από κανόνες και αρχές, και την εγκαθίδρυση ενός προσωπικού πολιτικού καθεστώτος. Αναλαμβάνοντας υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχό του την ΕΥΠ, ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε και τον ρόλο του επικεφαλής ενός νοσηρού ιστού παρακολουθήσεων στον οποίο στοχευμένα και εν γνώσει του ενεπλάκησαν ως θύματα όχι μόνο αντίπαλοι, αλλά και στελέχη της ίδιας της Κυβέρνησης και των υπηρεσιών των οποίων προΐσταται. Ο κ. Μητσοτάκης δεν νοείται να παραμένει πρωθυπουργός.
Τεράστιες ευθύνες έχει όμως και η κυβέρνηση συλλογικά. Συμπράττει στην προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου, που παρακωλύει την έρευνα και κάθε εξεταστική διαδικασία, επιχειρεί την απαξίωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αλλά και της ΑΔΑΕ. Δεν νοείται να παραμένει στη θέση της μια Κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας είναι εν δυνάμει παρακολουθούμενα και εν δυνάμει εκβιαζόμενα. Πόσω μάλλον όταν, μ’ αυτόν το φόβο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, οι υπουργοί καλούνται να υλοποιήσουν ανάλγητες κυβερνητικές πολιτικές –κατεδάφιση του ΕΣΥ, ανοχή αισχροκέρδειας, αδιαφορία για τη φτωχοποίηση και την υπερχρέωση των πολιτών και την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποχώρηση της θέσης της χώρας στο διεθνές περιβάλλον κ.ά.– που ικανοποιούν τα συμφέροντα λίγων και ισχυρών.
Ο αγώνας του κ. Μητσοτάκη να αποκρύψει από τη λαϊκή κρίση την ηθική χρεοκοπία του έχει ξεπεράσει κάθε όριο, οδηγώντας στο διασυρμό κάθε άλλου θεσμού (Βουλή, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές). Ο καθεστωτισμός του μεταδίδεται ως αντιδημοκρατική, θεσμική πανδημία, απομακρύνοντας τη χώρα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.
Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων εργαλειοποίησαν την εθνική ασφάλεια χάριν αλλότριων συμφερόντων είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία και για την ασφάλεια της χώρας. Η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί στρατηγική επιλογή αυτής της Κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, προσβάλλοντας τόσο βαριά τη δημοκρατία που δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ούτε για μια στιγμή ακόμα.
Για τους λόγους αυτούς υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης.