Για τις προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τα κόκκινα δάνεια, τα επιτόκια, αλλά και τις προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας και την επενδυτική βαθμίδα, μίλησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας στην εφημερίδα «Καθημερινή».
«Η Ελλάδα βρίσκεται σε ανοδική φάση του οικονομικού της κύκλου, με προβλεπόμενους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και θετικό παραγωγικό κενό για τα επόμενα χρόνια. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 8,4% το 2021, αρκετά υψηλότερο από εκείνον της Ευρωζώνης που κατέγραψε 5,3%. Επίσης, το 2022 σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβολών της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται ότι θα ξεπεράσει το 6%, ενώ στην Ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω στο 3%» υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι για το 2023 το βασικότερο σενάριο της ΤτΕ προβλέπει βραδύτερη ανάπτυξη το 2023, αλλά όχι ύφεση.
Χαρακτήρισε μάλιστα, εύστοχη την επισήμανση ότι η άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη της οικονομίας σε όποια φάση και να βρίσκεται: «Μεταξύ των καθοδικών κίνδυνων που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη, είναι και αυτός που συνδέεται με επιβολή μεγάλων αυξήσεων επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» είπε χαρακτηριστικά.
Επενδυτική βαθμίδα
Ερωτηθείς για την επενδυτική βαθμίδα ο κ. Στουρνάρας είπε ότι εφόσον συνεχιστεί η συνετή οικονομική πολιτική το 2023, η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία είναι απολύτως εφικτή, παρά τις αυξανόμενες αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος.
«Η ελληνική οικονομία έχει ήδη επιδείξει σημαντική αντοχή(…) Συγκεκριμένα, όπως ανέφερα παραπάνω, το 2022 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ξεπεράσει τις αρχικές προσδοκίες και να είναι από τις ισχυρότερες μεταξύ των οικονομιών της ζώνης του ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή βελτιώνει μία σειρά από παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, γεγονός που αναμένεται να φανεί το 2023, λόγω της χρονικής υστέρησης με την οποία ενσωματώνονται οι ποσοτικές παράμετροι στα υποδείγματα των εν λόγω οίκων» τόνισε και πρόσθεσε:
«Σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και με βάση τα υποδείγματα των οίκων αξιολόγησης, αυτές οι εξελίξεις, δηλαδή η μεγέθυνση του ΑΕΠ και η μείωση του χρέους, δικαιολογούν την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα εντός του 2023.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, με βάση τις εκθέσεις των οίκων, η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, όπως είναι ο στόχος στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, θεωρείται πολύ σημαντική, καθώς θα εκληφθεί ως απόδειξη συνέπειας στην άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής».
Ολόκληρη η συνέντευξη
Ε: Οι τράπεζες έχουν πετύχει την μείωση των κόκκινων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό, αλλά βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κρίση που μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Πιστεύετε ότι θα οδηγήσει στην δημιουργία νέων κόκκινων δανείων και σε τι επίπεδο προσδιορίζονται αυτά;
Α: Όντως, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί από το τραπεζικό σύστημα σε σχέση με τη μείωση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) είναι σημαντική (-87% μείωση στα ΜΕΔ σε σχέση με τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του Μαρτίου 2016).
Πλέον, και μετά από αρκετά χρόνια, ο δείκτης ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων είναι σε μονοψήφιο επίπεδο (9,7% τον Σεπτέμβριο του 2022). Όμως, η τρέχουσα οικονομική συγκυρία με τον υψηλό πληθωρισμό/αυξημένες τιμές ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αναμένεται να «πιέσει» την οικονομική κατάσταση ευάλωτων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ιδίως αυτών που ήταν σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία και αυτών με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου.
Υπό το πρίσμα αυτό, είναι εξαιρετικά πιθανή βραχυπρόθεσμα η δημιουργία νέων κόκκινων δανείων, χωρίς όμως αυτά να μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια αυτή τη στιγμή. Πάντως, σε ένα βασικό σενάριο, θεωρούμε την όποια επίπτωση διαχειρίσιμη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες θα επεξεργασθούν και θα εφαρμόσουν βιώσιμες λύσεις που θα προσφέρουν διέξοδο σε ευάλωτους δανειολήπτες. Φυσικά, οι λύσεις αυτές πρέπει να ικανοποιούν ειδικότερους εποπτικούς όρους.
Ε: Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, ανάγκη νέων μέτρων στήριξης με τη συνδρομή και της Πολιτείας;
Α: Η Πολιτεία, τόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας όσο και σήμερα, έχει υιοθετήσει και εφαρμόσει σημαντικά μέτρα στήριξης, ιδίως στα πιο «αδύναμα» στρώματα της κοινωνίας. Οι τράπεζες, από τη μεριά τους, έχουν τα κατάλληλα εργαλεία και οφείλουν να εντοπίσουν εγκαίρως εκείνους τους πιστούχους που αντιμετωπίζουν προσωρινές δυσκολίες και να κάνουν σχετικές ενέργειες όπου χρειάζεται. Με τα έως τώρα δεδομένα, δεν θεωρώ ότι χρειάζεται νέα συνδρομή της Πολιτείας στο τραπεζικό σύστημα.
Ε: Οι τράπεζες έχουν επιστρέψει στην κερδοφορία. Πιστεύετε ωστόσο ότι θα απαιτηθούν νέες προβλέψεις, που θα επηρεάσουν το επίπεδο της κερδοφορίας κυρίως το 2023;
Α: Το 2022, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφάνισε κέρδη μετά από αρκετές ζημιογόνες χρήσεις. Ένα μεγάλο μέρος αυτών προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Εντούτοις, παρατηρούμε και θετικά στοιχεία στην κερδοφορία τους, όπως για παράδειγμα η μείωση των προβλέψεων έναντι δανείων (λόγω της εξυγίανσης του μεγαλύτερου μέρους του ισολογισμού τους), η μείωση των λειτουργικών εξόδων και τα αυξημένα έσοδα από τόκους και προμήθειες τα τελευταία τρίμηνα. Στο πλαίσιο αυτό, τυχόν χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού λόγω της υφιστάμενης κατάστασης θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων.
Όπως προανέφερα όμως, σε ένα βασικό σενάριο, η επίπτωση αναμένεται να είναι σχετικά μικρή και διαχειρίσιμη.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να κάνω και μία αναφορά και στην πρόσφατη προειδοποίηση που εξέδωσε το Γενικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ). Το ΕΣΣΚ έχει εντοπίσει ορισμένους σοβαρούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίοι μπορούν να επέλθουν ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα την αλληλεπίδρασή τους και την αμοιβαία ενίσχυση του αντίκτυπού τους.
Θεωρεί ότι η πιθανότητα υλοποίησης ακραίων σεναρίων κινδύνου με χαμηλή πιθανότητα επέλευσης (tail risk scenarios) έχει αυξηθεί από τις αρχές του 2022 και έχει ενταθεί λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και ότι μια οξεία επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα αύξηση του πιστωτικού κινδύνου σε μία περίοδο κατά την οποία ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα εξακολουθούν να βρίσκονται σε διαδικασία αντιμετώπισης προβλημάτων ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τα οποία σχετίζονται με την πανδημία και τα οποία μέχρι πρότινος ήταν περιορισμένα λόγω των εκτεταμένων μέτρων δημόσιας στήριξης.
Ε: Είναι διατηρήσιμο το επίπεδο κερδοφορίας των τραπεζών για να στηρίξει το αίτημα για τη διανομή μερίσματος; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις ικανοποίησης αυτού του αιτήματος τουλάχιστον για τις τράπεζες που θα αιτηθούν τη διανομή το 2023;
Α: Το θέμα του μερίσματος πρέπει να το δούμε όχι μόνο από τη σκοπιά της κερδοφορίας, αλλά και της κεφαλαιακής επάρκειας και των προοπτικών για το τρέχον έτος. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σαφώς πιο βελτιωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε σχέση με το παρελθόν.
Εντούτοις, συγκρίνοντας με τα αντίστοιχα επίπεδα των ευρωπαϊκών τραπεζών αλλά και συνυπολογίζοντας τις προκλήσεις και την αβεβαιότητα για τις εξελίξεις σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, θεωρούμε ότι χρειάζεται υλοποίηση πρόσθετων ενεργειών ενίσχυσης των κεφαλαίων (τις οποίες ήδη δρομολογούν οι τράπεζες) και σίγουρα συστήνουμε σύνεση στη διανομή μερίσματος.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι σχετική αναφορά για ύπαρξη κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και για κεφαλαιακό προγραμματισμό που θα λαμβάνει υπόψη τις αναμενόμενες και μη αναμενόμενες ζημίες που μπορεί να προκαλέσει η επιδείνωση των παραμέτρων κινδύνου έχει κάνει το Γενικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου στη σύσταση που προανέφερα.
Ε: Οι τράπεζες δέχονται κριτική για τα χαμηλά επιτόκια που εφαρμόζουν στις καταθέσεις, αλλά και τις υψηλές χρεώσεις στο κύκλωμα των ηλεκτρονικών πληρωμών. Είναι βάσιμη αυτή η κριτική και τι θα πρέπει να γίνει σε αυτό το πεδίο;
Α: Φεύγοντας από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, είναι αναμενόμενο να υπάρξει θετική επίδραση στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Είναι επίσης γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι ελληνικές δεν μείωσαν τα προηγούμενα έτη τα επιτόκια καταθέσεων σε αρνητικά επίπεδα. Παραμένουν όμως, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, οι τράπεζες με τα υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια στην Ευρωζώνη, επί των νέων δανείων και καταθέσεων.
Ως εκ τούτου, εκτιμούμε ότι θα υπάρξει κάποια αναπροσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων το προσεχές χρονικό διάστημα, αναλόγως φυσικά των συνθηκών αγοράς. Όσον αφορά τις χρεώσεις στις ηλεκτρονικές πληρωμές, αποτελούν, όπως και το κόστος καταθέσεων, αντικείμενο της εμπορικής πολιτικής της κάθε τράπεζας. Εκτιμούμε ότι ο αυξανόμενος ανταγωνισμός στο κομμάτι αυτό θα οδηγήσει σε προσαρμογή των σχετικών προμηθειών.
Ε: Στον χώρο των συναλλαγών εμφανίζεται έντονη δραστηριοποίηση των ιδρυμάτων πληρωμών που διεκδικούν μερίδιο στη συγκεκριμένη αγορά. Θεωρείτε ότι είναι απειλή για τις τράπεζες ο έντονος ανταγωνισμός που υπάρχει σε αυτόν τον τομέα;
Α: Το τοπίο των συναλλαγών πληρωμών έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια. Οι τεχνολογικές εξελίξεις αφενός και η εξοικείωση των καταναλωτών με ψηφιακά εργαλεία μέσα από έξυπνες συσκευές αλλά και εξωγενείς συνθήκες αφετέρου, όπως αυτή της πανδημίας, οδήγησαν σε κατακόρυφη άνοδο των ηλεκτρονικών πληρωμών σε αντικατάσταση του φυσικού χρήματος. Το σύνολο των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, ήτοι οι τράπεζες, τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, προσαρμόζουν συνεχώς τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους με στόχο να ανταποκριθούν στη νέα πραγματικότητα και να κερδίσουν μερίδιο στον αυξανόμενο ανταγωνισμό.
Παράλληλα, οι ελληνικές σημαντικές τράπεζες επέλεξαν πρόσφατα να πωλήσουν τον κλάδο της αποδοχής καρτών πληρωμών (merchant acquiring) σε ιδρύματα πληρωμών, γεγονός που άλλαξε άρδην το τοπίο του ανταγωνισμού στις συναλλαγές πληρωμών.
Το χαμηλότερο λειτουργικό κόστος που επιτρέπει φθηνότερες υπηρεσίες, οι πιο ευέλικτες διοικητικές δομές και η ευκολότερη και ταχύτερη ενσωμάτωση καινοτόμων λύσεων τεχνολογίας (fintech), καθιστούν τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος σημαντικό ανταγωνιστή κυρίως των παραδοσιακών τραπεζών αλλά και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και των ψηφιακών τραπεζών που εισέρχονται και αυτές δυναμικά στη διαρκώς αυξανόμενη αγορά των πληρωμών.
Αυτή η νέα πραγματικότητα αποτελεί πρόκληση και όχι απειλή για τις παραδοσιακές τράπεζες, που ενώ στηρίζουν λειτουργικά τις υποδομές των συστημάτων πληρωμών, βλέπουν τους καταναλωτές να στρέφονται, όλο και περισσότερο, σε υπηρεσίες και προϊόντα των ανταγωνιστών τους. Στην κατεύθυνση αυτή, οι τράπεζες, προκειμένου να διατηρήσουν μερίδια αγοράς, καλούνται να ανταποκριθούν στις εξελίξεις που διαμορφώνονται στον χώρο των πληρωμών, προσαρμόζοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες και τα προϊόντα τους και προβαίνοντας στις απαραίτητες επενδύσεις.
Ε: Έχετε επισημάνει σε πρόσφατες δηλώσεις σας ότι απέχουμε ακόμη από την κορύφωση της πολιτικής ανόδου των επιτοκίων. Προεξοφλώντας την περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ και το 2023, ποιο θεωρείτε ότι είναι το κρίσιμο σημείο ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο η νομισματική πολιτική να ενισχύσει τη διαφαινόμενη ύφεση στην Ευρωζώνη;
Α: Στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχουμε ήδη δράσει αποφασιστικά, προχωρώντας σε αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης σωρευτικά από το καλοκαίρι και μετά. Είναι ξεκάθαρο ότι θα ακολουθήσουν περαιτέρω αυξήσεις στο μέλλον.
Ο προορισμός για εμάς είναι σαφής. Θα πρέπει να φτάσουμε στο επιτόκιο εκείνο που θα διασφαλίσει την έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Δεδομένης όμως της υψηλής αβεβαιότητας, των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών και μακροοικονομικών διαταραχών, και της μεταβλητότητας στις αγορές, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε με ακρίβεια το επίπεδο στο οποίο χρειάζεται να διαμορφωθούν τα επιτόκια.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων καθορίζονται με βάση την εξέλιξη των προοπτικών για τον πληθωρισμό και την οικονομία, από συνάντηση σε συνάντηση. Κατά τη γνώμη μου, η προσαρμογή των επιτοκίων χρειάζεται να γίνει πιο σταδιακή, λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της ανάπτυξης της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ, και με γνώμονα την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε κάθε χώρα της ζώνης του ευρώ.
Ε: Είναι αποτελεσματική και εντέλει βιώσιμη η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται στην Ευρωζώνη για να αναχαιτίσει τις πληθωριστικές πιέσεις που είναι εξωγενείς; Δεν συνιστά αντίφαση σε σχέση με την νομισματική πολιτική; Υπάρχουν ανισορροπίες μεταξύ των δύο πολιτικών;
Α: Τόσο σε επίπεδο Ευρωζώνης, όσο και στην Ελλάδα, η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής το 2022 (η οποία ορίζεται ως η μεταβολή του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος, εξαιρουμένης της επίδρασης του οικονομικού κύκλου) εκτιμάται ότι ήταν περιοριστική, μετά τη δημοσιονομική επέκταση που εφαρμόστηκε το 2020-2021 για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας.
Το 2023, η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα είναι ηπιότερη, και η δημοσιονομική της θέση θα είναι σχετικά ουδέτερη, λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τη διατήρηση ορισμένων μέτρων, που έχουν ως στόχο να στηριχθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και η λειτουργία των επιχειρήσεων, ώστε να περιοριστεί η επίπτωση της ενεργειακής κρίσης στην οικονομία.
Επομένως, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει αντίφαση στο μείγμα της ακολουθούμενης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός ή ότι δεν υπάρχει χώρος για βελτιώσεις. Η παρούσα συγκυρία πολλαπλών κρίσεων απαιτεί νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που είναι συμβατές (συμπληρωματικές) μεταξύ τους, και στοχεύουν από κοινού σε μια σαφή πορεία τόσο για το επιθυμητό επίπεδο πληθωρισμού όσο και για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής κρίνεται συνεπώς ως η πλέον ενδεδειγμένη στις τρέχουσες συνθήκες σταδιακής ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής.
Ε: Η Ελλάδα, όπως επισημαίνουν οι αναλύσεις, βρίσκεται σε διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου. Εντούτοις η άνοδος των επιτοκίων, εφόσον ενταθεί θα επηρεάσει την οικονομική μεγέθυνση. Σε τι βαθμό μπορεί να την ανακόψει;
Α: Η Ελλάδα βρίσκεται σε ανοδική φάση του οικονομικού της κύκλου, με προβλεπόμενους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και θετικό παραγωγικό κενό για τα επόμενα χρόνια. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 8,4% το 2021, αρκετά υψηλότερο από εκείνον της Ευρωζώνης που κατέγραψε 5,3%. Επίσης, το 2022 σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβολών της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη στην Ελλάδα αναμένεται ότι θα ξεπεράσει το 6%, ενώ στην Ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω στο 3%.
Για την περίοδο 2023-2024, οι προβολές για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έχουν αναθεωρηθεί καθοδικά σε σχέση με ό,τι προβλεπόταν τον Σεπτέμβριο, αλλά για λόγους που δεν συνδέονται άμεσα με την άνοδο των επιτοκίων.
Πιο συγκεκριμένα, το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπει αισθητά βραδύτερη ανάπτυξη το 2023, αλλά όχι ύφεση. Οι βασικοί παράγοντες της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην Ελλάδα συνδέονται με την αναμενόμενη μεγάλη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην υπόλοιπη Ευρωζώνη και την ομαλοποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο εσωτερικό, καθώς η δημοσιονομική στήριξη στα νοικοκυριά στον απόηχο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης αναμένεται σταδιακά να αμβλυνθεί σε μεγάλο βαθμό.
Είναι εύστοχη η επισήμανση ότι η άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη της οικονομίας σε όποια φάση και να βρίσκεται. Επισημαίνεται ότι, μεταξύ των καθοδικών κίνδυνων που περιβάλλουν τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη, είναι και αυτός που συνδέεται με επιβολή μεγάλων αυξήσεων επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Εντούτοις, η ελληνική οικονομία προστατεύεται σε κάποιο βαθμό από την πιθανή αύξηση των επιτοκίων, αφού μεγάλο μέρος των επενδύσεών της χρηματοδοτείται από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Σημειώνεται πως η Ελλάδα είναι η χώρα που έλαβε το υψηλότερο ποσό ως ποσοστό του ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης.
Ε: Είναι εφικτή η επενδυτική βαθμίδα το 2023 και κάτω από ποιες προϋποθέσεις, με δεδομένο ότι οι εξωτερικοί κίνδυνοι που απειλούν την ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχουν εκτονωθεί;
Α: Οι αβεβαιότητες που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός και η επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην παγκόσμια οικονομία λαμβάνονται υπόψη από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Λόγω των αβεβαιοτήτων αυτών παρατηρείται επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, να αναμένονται διεθνώς περισσότερες υποβαθμίσεις από ό,τι αναβαθμίσεις για το 2023. Άρα η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία δεν θα πρέπει να αναμένεται να έρθει αυτόματα.
Όμως, η ελληνική οικονομία έχει ήδη επιδείξει σημαντική αντοχή, στις προαναφερθείσες εξελίξεις.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερα παραπάνω, το 2022 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ξεπεράσει τις αρχικές προσδοκίες και να είναι από τις ισχυρότερες μεταξύ των οικονομιών της ζώνης του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή βελτιώνει μία σειρά από παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, γεγονός που αναμένεται να φανεί το 2023, λόγω της χρονικής υστέρησης με την οποία ενσωματώνονται οι ποσοτικές παράμετροι στα υποδείγματα των εν λόγω οίκων.
Αντίστοιχα, το 2023, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να είναι υψηλότερος του μέσου όρου των οικονομιών της ζώνης του ευρώ. Επίσης, το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, φτάνοντας στο 169% το 2022 και στο 159% το 2023. Ταυτόχρονα, η σημαντική βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων των τραπεζών συμβάλλει θετικά, καθώς αναμένεται ότι το 2023 η χρηματοδότηση από τις τράπεζες θα ενισχύσει περαιτέρω την ευρωστία της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και με βάση τα υποδείγματα των οίκων αξιολόγησης, αυτές οι εξελίξεις, δηλαδή η μεγέθυνση του ΑΕΠ και η μείωση του χρέους, δικαιολογούν την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα εντός του 2023. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, με βάση τις εκθέσεις των οίκων, η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, όπως είναι ο στόχος στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, θεωρείται πολύ σημαντική, καθώς θα εκληφθεί ως απόδειξη συνέπειας στην άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής. Συνολικά, εφόσον συνεχιστεί η συνετή οικονομική πολιτική το 2023, η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία είναι απολύτως εφικτή, παρά τις αυξανόμενες αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος.