Τα δύο σώματα του κοινοβουλίου οργάνωσαν χθες, μια κοινή ολομέλεια αφιερωμένη στη συζήτηση των τελευταίων θέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έναντι του Μαρόκου.
Το Ευρωκοινοβούλιο εξέφρασε επίσης τη «βαθιά ανησυχία» του για «τις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες οι μαροκινές αρχές διέφθειραν βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».
Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του κράτους στις ευρωπαϊκές επικρίσεις
Το κείμενο των ευρωβουλευτών έγινε αρνητικά δεκτό στο Ραμπάτ.
Τα μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στην εξουσία καταφέρθηκαν ομόφωνα εναντίον «της μανίας εχθρών του βασιλείου» ενώ το υπουργείο Εξωτερικών διαβεβαίωσε πως το Μαρόκο «δεν πρόκειται να φοβηθεί ούτε να εκφοβιστεί».
Σε ανακοίνωσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες, Σάββατο, το βράδυ, το Ανώτερο Δικαστικό Συμβούλιο (CSPJ), ένα συμβουλευτικό όργανο, καταδίκασε «σοβαρές κατηγορίες και ισχυρισμούς που πλήττουν την ανεξαρτησία της (μαροκινής) δικαστικής εξουσίας».
«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πήρε μόνο του το δικαίωμα να κρίνει τη μαροκινή δικαιοσύνη με κατάφωρο και μεροληπτικό τρόπο», κατήγγειλε το CSPJ.
Η απόφαση που υιοθετήθηκε στο Στρασβούργο έχει χαιρετισθεί από τις οργανώσεις Διεθνής Αμνηστία και Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα.
Στο Μαρόκο, ο Εθνικός Οργανισμός Υποστήριξης των Κρατουμένων Γνώμης (INASDO) εξέφρασε την ικανοποίησή του για το κείμενο του Ευρωκοινοβουλίου που καταδικάζει «τις παραβιάσεις και την καταστολή σε βάρος των ανεξάρτητων δημοσιογράφων και των αντιπολιτευομένων, καθώς και των δικηγόρων τους και των οικογενειών τους».
Οι ευρωβουλευτές πρόβαλαν την περίπτωση του Όμαρ Ράντι, ενός 36χρονου ανεξάρτητου δημοσιογράφου, γνωστού για τις επικριτικές θέσεις του έναντι της εξουσίας, ο οποίος καταδικάσθηκε σε κάθειρξη έξι ετών χωρίς αναστολή για «βιασμό» και «κατασκοπεία», κατηγορίες τις οποίες αρνείται.
Οι ευρωβουλευτές ζήτησαν την προσωρινή αποφυλάκισή του, καθώς και την αποφυλάκιση του Ταουφίκ Μπουασρίν, 54 ετών, πρώην εκδότη που είναι φυλακισμένος από το 2018, και του Σουλαϊμάν Ρασουνί, 50 ετών, δημοσιογράφου που καταδικάσθηκε το 2022 σε φυλάκιση πέντε ετών.
Και οι τρεις έχουν καταδικασθεί με κατηγορίες σεξουαλικού χαρακτήρα, οι οποίες σύμφωνα με μη κυβερνητικές οργανώσεις που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι «κατασκευασμένες» από τις μαροκινές αρχές.