Γεννημένος στην Νέα Ιωνία της Αθήνας στις 14 Μαρτίου του 1934, παιδί Ποντίων προσφύγων, ο Ν. Ξανθόπουλος -που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών- μεγάλωσε στην φτώχεια. Ανάμεσα σε διάφορα επαγγέλματα που έπρεπε να κάνει για να ζήσει την οικογένειά του, ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και ψαράς, ενώ στα χρόνια της κατοχής είχε ενεργό δράση ως αντιστασιακός.
Η μητέρα του Ξανθόπουλου ήταν που ουσιαστικά τον μεγάλωσε, μόνη, λόγω των μεγάλων σε διάρκεια απουσιών του πατέρα του.
Τα δύσκολα χρόνια
Μάλιστα, ο Ξανθόπουλος είχε δηλώσει ότι αγάπησε το τραγούδι ακούγοντας τον πατέρα του να τραγουδάει ενώ τον βοηθούσε να κερώνει σπάγκους. Η μητέρα του επίσης εργαζόταν, ήταν εργάτρια σε υφαντήριο.
Ο Ξανθόπουλος στα χρόνια της κατοχής έχασε τις αδελφές του. Είδε τον πατέρα του να «φεύγει για το βουνό» και την μητέρα του να ξυλοκοπείται σε Πατρινή φυλακή. Δύσκολα χρόνια, σκληρή ζωή. Η γλυκιά γεύση της επιτυχίας θα αργούσε να έρθει…
Από τον αθλητισμό στην υποκριτική
Ως έφηβος ο Νίκος Ξανθόπουλος υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ αλλά και λάτρης της ανάγνωσης, λόγος για τον οποίο ήθελε να γίνει φιλόλογος. Ωστόσο με ίνδαλμά του τον Μάνο Κατράκη, αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Από το 1957 ως το 1963 εργάστηκε στο θέατρο κάνοντας εμφανίσεις και σε ταινίες («Ο Μήτρος και ο Μητρούσης στην Αθήνα», «Πως περνούν οι παντρεμένοι» «Σταχτοπούτα» κ.α.) και αργότερα αφοσιώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον κινηματογράφο «κερδίζοντας» τον τίτλο «Το παιδί του λαού», λόγω της συμμετοχής του σε μελοδράματα και φουστανέλες που έκαναν τεράστια αίσθηση. Ανάμεσά στις πολύ γνωστές ταινίες του οι «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», «Αγάπησα και πόνεσα», «Γιακουμής και ρωμέικη καρδιά» και «Ο αετός των σκαβωμένων».
Γιατί δεν συμφωνούσε με τον τίτλο «Το παιδί του λαού»
Ο ίδιος ωστόσο δεν συμφωνούσε με τον τίτλο «Το παιδί του λαού» όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ» με αφορμή την έκδοση της αυτοβιογραφίας του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» που κυκλοφόρησε το 2005 και έκανε ρεκόρ πωλήσεων (να σημειωθεί ότι η ιδέα για την αυτοβιογραφία προέκυψε από συνέντευξή του στο περιοδικό Εικόνες).
Στο απόσπασμα της συνέντευξής του στο «ΒΗΜΑ» ακολουθεί, φαίνονται ο χαρακτήρας και οι αντιλήψεις του Νίκου Ξανθόπουλου για την ζωή, την Τέχνη και τον ίδιο.
-Σκαλίζοντας το παρελθόν σας βρήκατε σκιές στην μνήμη;
«Οι σκιές είναι στοιχείο των εικόνων.»
-Μιλώντας για μνήμη θυμάστε όλες τις ταινίες στις οποίες έχετε εμφανιστεί;
«Αν δεν κάνω λάθος, θα πρέπει να έχω παίξει πάνω κάτω σε πενήντα περίπου ταινίες…»
-Η τηλεόραση έχει διατηρήσει ζωντανές τις ταινίες σας. Εσείς τις παρακολουθείτε όταν μεταδίδονται;
«Που και που, ναι, το κάνω…»
-Αν σας ζητούσα να απαριθμήσετε όλους τους τίτλους των ταινιών σας από μνήμης θα μπορούσατε;
«Τους περισσότερους τίτλους μπορώ να τους θυμηθώ. Ωστόσο, παρακολουθώντας τις ταινίες μου στην τηλεόραση, ενίοτε ανακαλύπτω ότι υπάρχουν ορισμένες τις οποίες δεν θυμάμαι καν.»
-Ξεχωρίστε δυο ταινίες σας που θεωρείτε σταθμούς στην πορεία σας.
Το «Αγάπησα και πόνεσα» και η “Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου”.
-Γιατί τις ξεχωρίζετε;
«Με το «Αγάπησα και πόνεσα» δοκίμασα για πρώτη φορά την γεύση της επιτυχίας. Η “Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου” ήταν κατά το δυνατόν για την εποχή της, μια καλογυρισμένη ταινία.»
-Υπήρξε μόνον γλυκιά η γεύση της επιτυχίας;
«Συζητήσιμο. Όπως θα ξέρεις την γεύση της επιτυχίας ακολουθεί κι άλλη γεύση. Γεύση από αντιπαλότητες. Αν δεν είσαι οργανωμένος δεν μπορείς να αμυνθείς και πολλές φορές διάφορα πράγματα σε γονατίζουν.»
Με άλλα λόγια ακολουθεί μια πικρή γεύση;
«Βέβαια. Αν μετά την επιτυχία έρθουν αναποδιές και αποτυχίες αισθάνεσαι εγκατάλειψη ακόμα και από ανθρώπους που σε πλησίαζαν και που ήταν φίλοι σου…»
Εσείς εγκαταλείψατε ποτέ τους φίλους σας;
«Εγώ κουβαλάω φίλους σαράντα χρόνια τώρα. Παντού. Τώρα στην περιοδεία ξαναείδα πολλούς και ένιωσα την αγάπη τους όπως αυτοί την δική μου. Τώρα που μιλάμε θυμάμαι έναν Βασιλάρα από τις Σέρρες, έναν γίγαντα. Μεγάλωσε. Ολους τους αγάπησα και συνεχίζω να τους αγαπώ.»
Το 1970 ο Νίκος Ξανθόπουλος ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα, ενώ η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία έγινε το 1995 στην ταινία Με τον «Ορφέα τον Αύγουστο» του Γιώργου Ζερβουλάκου.Η τελευταία ταινία του για τον κινηματογράφο πριν από τον «Ορφέα» χρονολογείται το 1971 και είναι το μελό «Οι άνδρες ξέρουν ν’ αγαπούν». Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το κύκνειο άσμα του έκανε σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση και σε σειρές όπως «Τ’ αγρίμια» και «Στην κόψη του ξυραφιού».
Ο Ξανθόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.