Όταν το πρωί της Δευτέρας άνοιξα την τηλεόραση και είδα τις εικόνες με τον κόσμο να σχηματίζει ουρές στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης, εντυπωσιάστηκα. Όχι από το μέγεθος του πλήθους, γνώριζα ότι θα ερχόταν πούλμαν από την περιφέρεια, ούτε από τις εικόνες των ηλικιωμένων με τις σημαίες με το στέμμα. Αλλά από την παρουσία αρκετών νέων ανθρώπων.
Οι γεννημένοι τη δεκαετία του 70 δεν έχουν καμία απολύτως μνήμη από εκείνη την περίοδο. Ότι και όσο διάβασαν από την ιστορία. Τι τους έφερνε εκεί; Και, αλήθεια, ποια μπορεί να είναι η εκλογική συμπεριφορά ενός κόσμου που αποδοκιμάζει τους εκπροσώπους της κυβέρνησης, χειροκροτεί τον Αντώνη Σαμαρά, δείχνει συμπάθεια στους βουλευτές της ΝΔ, αλλά θεωρεί, στη μεγάλη του πλειοψηφία, το πολιτικό σύστημα «ανίκανο» και «διεφθαρμένο»;
Διαβάστε επίσης:
- Το βάρος μια κηδείας – Γράφει ο Γιάννης Κ. Πρετεντέρης
- Τι φοβάται η Δημοκρατία – Γράφει ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης
- Εθνική αναστοχαστική ενότητα – Του Ευάγγελου Βενιζέλου
Αυτές τις ημέρες στο δημόσιο διάλογο κυριάρχησε, κατά τη γνώμη μου, μια λάθος συζήτηση. Καμία σελίδα δεν έκλεισε εχθές με την κηδεία του τελευταίου βασιλιά της Ελλάδας. Η σελίδα αυτή έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα το 1974. Και οι διαφορές που υπήρξαν μεταξύ του ελληνικού κράτους και του έκπτωτου μονάρχη, διευθετήθηκαν και αυτές. Σε κάθε περίπτωση στην Ελλάδα του 2023, λίγους μήνες πριν από μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, είναι καλό αντί να αποτιμούμε την ιστορία της μοναρχίας να συζητήσουμε σοβαρά για την προοπτική και την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Ακούγεται, όλες αυτές τις ημέρες στις συζητήσεις, από εκπροσώπους όλων των κομμάτων, ότι θα πρέπει να περιφρουρήσουμε τη δημοκρατία μας από τους εχθρούς της. Αλλά ποιος είναι ο εχθρός της δημοκρατίας και μάλιστα ο πλέον επικίνδυνος; Σίγουρα δεν είναι ο γραφικός ογδοντάρης μουστακαλής από την επαρχία που κρατά την ελληνική σημαία με το στέμμα και ίσως και να ονειρεύεται το ξύπνημα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά.
Δυστυχώς, είναι η εικόνα που μεταδίδει και ειδικά αυτή την περίοδο το πολιτικό σκηνικό. Καυγάδες δια ασήμαντον αφορμή, υπερβολές, γενικεύσεις, αφορισμοί, μια εικόνα διαρκούς τσακωμού, στον οποίο αντί για τα βαρετά επιχειρήματα όλοι ψάχνουν την «έξυπνη» ατάκα.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι περιπτώσεις ευρωβουλευτών και βουλευτών που έδωσαν όρκο πίστης στα συμφέροντα των πολιτών και στην αξιοκρατία και εμφανίζονται είτε να δωροδοκούνται, είτε να προσπαθούν να βάλουν στο χέρι τα σπίτια του κόσμου, είτε να παίρνουν δουλειές από το δημόσιο. Ισχυροποιούν την διαβρωτική για τη δημοκρατία αίσθηση ότι στόχος όσων θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική δεν το κάνουν για να υπηρετήσουν το κοινό συμφέρον αλλά για να πλουτίσουν.
Είναι και η υπόθεση των υποκλοπών. Ακόμα και αν δεχθούμε το κυβερνητικό αφήγημα ότι εν αγνοία της υπήρξε μέσα στην ΕΥΠ, ένα παράκεντρο, το οποίο μπορούσε να κινείται εκτός των ορίων του Συντάγματος και να παρακολουθει όποιον θέλει γιατί έτσι θέλει, πώς να το κάνουμε, υπάρχει θέμα μεγάλο. Δεν είναι όλα μια χαρά.
Λένε ότι η πεμπτουσία του ποδοσφαίρου είναι το γκολ. Η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες της. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια τάση αποχής από τις εκλογικές αναμετρήσεις. Συνεπώς, το κυρίαρχο στοίχημα της δημοκρατίας μας είναι να σηκώσει όσο δυνατόν περισσότερους πολίτες από τον καναπέ του σπιτιού τους. Όχι να στείλει και άλλους στην αποχή.
Τίθεται, λοιπόν, ένα ερώτημα. Η εικόνα του πολιτικού συστήματος και το τοξικό κλίμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή ενθαρρύνει ή αποθαρρύνει τη συμμετοχή του κόσμου; Και ακόμα χειρότερα. Μήπως σπρώχνει τους πολίτες στα «αντισυστημικά» άκρα και δημιουργούν τον κίνδυνο να βρεθούμε αντιμέτωποι με φρικιαστικές νεοναζιστικές νεκραναστάσεις;
Όλα αυτά, ίσως, θα έπρεπε να απασχολούν πολιτικές ηγεσίες και δημόσιο διάλογο. Γιατί η μοναρχία έχει πεθάνει. Το ζητούμενο είναι οι ανάσες που χρειάζεται η δημοκρατία μας.