Καταθέσεις καθηλωτικές. Μαρτυρίες συγκλονιστικές. Στιγμές τραγικές. Οικογένειες που έζησαν την τραγωδία της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και εξακολουθούν να ζουν σήμερα τον εφιάλτη, καθώς ο χρόνος όχι μόνο δεν απαλύνει, τον πόνο, αλλά βαθαίνει το τραύμα στη ψυχή τους.
Ο Χαράλαμπος και η Μαρία Διονυσιώτη περιέγραψαν τις αγωνιώδεις προσπάθειες να εντοπίσουν την κόρη τους Μαργαρίτα και το μόλις έξι μηνών εγγόνι τους, που είναι και το νεαρότερο θύμα της τραγωδίας στο Μάτι.
Με δάκρυα στα μάτια, η Μαρία Διονυσιώτη, μιλά για το σημείωμα αποχαιρετισμού της κόρης τους, το οποίο υπαγόρευσε στους διασώστες θέτοντας το ως αναγκαία προϋπόθεση για να τη διασωληνώσουν γνωρίζοντας καλά πως δεν θα έβλεπε ξανά την οικογένειά της.
«Νοσοκομείο Ελπίς» έγραφε το χαρτί
Σε αυτό ευχαριστούσε τον Ανδρέα (σύζυγό της) για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε. Για τους γονείς της έλεγε ότι ήταν υπερήφανη που τη μεγάλωσαν με αρχές και αξίες και ότι θα τους αγαπάει για πάντα. Το παρέδωσαν στον Αντρέα μαζί με ένα ζευγάρι καμμένα αθλητικά παπούτσια. Αυτό το σημείωμα το χαράξαμε και το έχουμε μαζί με τις φωτογραφίες των παιδιών μας. Ο διασώστης μας είπε δεν έχω γνωρίσει τέτοια δυνατή κοπέλα, με εγκαύματα σε όλο της το σώμα, που αν δεν μας υπαγόρευε αυτό το γράμμα, δε μας άφηνε να τη διασωληνώσουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά η μάρτυρας.
Η μητέρα της Μαργαρίτας απευθυνόμενη στο δικαστήριο ζήτησε, δικαίωση για τους 104 νεκρούς και τους συγγενείς τους.
«Τα παιδιά μας τα χάσαμε, μαζί με άλλους 103 ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαρτύρησαν, πόνεσαν, υπέφεραν, άφησαν τις σάρκες τους και συνεχίζουν να πονάνε κι εμείς μαζί τους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Εγώ δε ζω, απλά υπάρχω, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μας ήταν η ζωή μας όλη. Μετά το θάνατο του γιου μας. Ήταν η μαμά μας, η γιατρός μας, η ψυχολόγος μας, ήταν τα πάντα για εμάς, ζούσαμε για να τη δούμε ευτυχισμένη. Έκανε ένα καλό γάμο, ένα πανέμορφο μωράκι, κατάφερε να ζήσει πολύ λίγο. Εγώ το σπίτι μου δεν το έφτιαξα. Ούτε θέλω να το φτιάξω. Την επιδότηση που δικαιούμαι για το καμένο μου σπίτι να την πάρει ο κος Ψινάκης να αντικαταστήσει τους φοίνικες που του καήκανε. Αυτό ήταν το μέλημά του. Ούτε μετά είχαμε βοήθεια, μόνο από εθελοντές, φίλους και συγγενείς», κατέληξε στην κατάθεσή της.
Νωρίτερα, ο σύζυγος της, Χαράλαμπος Διονυσιώτης είχε περιγράψει τις αγωνιώδεις προσπάθειες του να εντοπίσει την κόρη του και τον εγγονό του.
«Αφήνω το αυτοκίνητο μου στο λιμάνι της Ραφήνας και κατεβαίνω στις καφετέριες με τα πόδια και ψάχνω την κόρη μου. Το τηλέφωνό της ήταν νεκρό. Ο γαμπρός μου ήταν από άλλη πλευρά, από την πλευρά της Νέας Μάκρης. Περνώντας η ώρα καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Αποφασίζω να την ψάξω μέσα στη φωτιά. Ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτα τα πράγματα μπαίνοντας προς το Μάτι. Καιγόταν ότι ήταν εύφλεκτο, δέντρα, σπίτια, τα πάντα…. Κατέβηκα στην παραλία, φώναζα, έλεγα το όνομα κόρης μου, δεν έπαιρνα απάντηση, πήγαινα στην επόμενη», περιέγραψε ο μάρτυρας.
Ο κος Διονυσιώτης εντόπισε τελικώς την κόρη του στην Αργυρά Ακτή, ημιλιπόθυμη μέσα στη θάλασσα και το βρέφος της αναίσθητο στην αγκαλιά της.
«Ακούω μια φωνή μέσα από τη θάλασσα, εδώ είναι η Μαργαρίτα. Η ίδια φωνή μου απαντάει δε μπορεί να βγει έξω. Μια μαυρίλα, δεν ήξερες που πας και που πατάς. Η κόρη μου βγήκε βασταζόμενη από μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό ήταν στην αγκαλιά ενός διασώστη. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω το γαμπρό μου του ‘πα να ‘σαι όσο πιο πολύ ψύχραιμος, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Τους κουβαλήσαμε. Ήμασταν εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό, και ο διασώστης που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις. Με εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα πήραν το μωρό μαζί με το διασώστη για Παίδων. Έχω βάλει το κορίτσι μου σε ένα πεζουλάκι να κάτσει. Εμφανίζεται ένα ασθενοφόρο και τη βάζω μέσα. Πήγαμε με το γαμπρό μου πρώτα στο Παίδων για μωρό, το παιδί είχε τελειώσει. Οι γιατροί μου είπαν αν ερχόταν δέκα λεπτά νωρίτερα κάτι θα κάναμε. Αργήσατε. Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε βοήθεια από θαλασσής, θα μπορούσε σήμερα να ζούσε», ανέφερε ο μάρτυρας, ζητώντας παράλληλα δικαίωση για τους ανθρώπους του « Η οικογένεια μου εδώ και τέσσερα μισή χρόνια δε ζει, υπάρχει απλά, περιμένουμε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».
Κλαίγοντας η Ιωάννα Καρακουκάλη, περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που έζησε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, προσπαθώντας να βοηθήσει την εγκλωβισμένη στη φωτιά μητέρα της, από τηλεφώνου.
« Μιλήσαμε στις 18.30. Είχε εγκλωβιστεί σε μια πολυκατοικία. Δε μπορούσε να αναπνεύσει. Μου έλεγε ότι είχε παντού φωτιά και να πάμε να την πάρουμε από εκεί. Την έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο, συνεχώς, δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή μου ξαναπάντησε στο τηλέφωνο. Άκουγα κραυγές, ουρλιαχτά, δε μπορούσα να καταλάβω αν κάποιος μου μιλάει. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ακριβώς που βρισκόταν. Στις 21.06 το βράδυ μιλήσαμε για τελευταία φορά, ήταν ζωντανή και ήταν καλά. Πριν το κλείσουμε τότε, μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δε μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι ήταν 48 ετών έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει».
Ο σύζυγος της κας Πολύμνιας Κοσσόρα ήταν έναν από τους 26 νεκρούς που βρέθηκαν καμένοι στο οικόπεδο Φράγκου.
« Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη λεωφόρο χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί. Πήγε το γιο μου στο αεροδρόμιο και επέστρεφε.
Έχασε τη ζωή του αναίτια, λόγω της εγκληματικής διαχείριση της φωτιάς από τις αρχές. Μια αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της δεν θα είχαμε τόσα θύματα».
Η μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε η οικογένειά της επί ημέρες μέχρι να ενημερωθούν επίσημα ότι ο σύζυγος της ήταν τελικώς νεκρός. Έφτασαν στο σημείο, να ψάξουν μέχρι και το βυθό της θάλασσας.
« Η ζωή μου τσακίστηκε…Τα παιδιά μου τα εγγόνια μου…Χάσαμε έναν άνθρωπο γενναιόδωρο που έδινε αγάπη στα παιδιά και τα εγγόνια μου. Εγώ μετά αρρώστησα, είμαι υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και αντί με τα χρόνια να περάσει, δυστυχώς δεν ξεπερνιέται», κατέληξε εμφανώς φορτισμένη η μαρτυρας.
Ο Γεώργιος Μίχας, έχασε στη φονική πυρκαγιά, το γιο του Βίκτωρα, 23 ετών. Η σορός του ξεβράστηκε στην ακτή μια εβδομάδα αργότερα.
« Δεν είχα ενημέρωση από κανέναν. Η ώρα είχε περάσει. Είχα χάσει επαφή με το χρόνο. Δέχθηκα ένα τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήταν μια κυρία και μου είπε ότι είναι φίλη της μητέρας του Βίκτωρα. Ρώτησα για τον Βίκτωρα. Την άκουσα ταραγμένη. Ο νους μου πήγε στο απόλυτο κακό… Της είπα ότι αν δεν βρω τον Βίκτωρα δεν γυρίζω πίσω… Μετά η κυρία μου είπε ότι θα έρθει εκείνη εκεί που ήμουν. Ήρθαν κ με βρήκαν στο λιμάνι. Κάθομαι στο παγκάκι και έρχεται η μαμά του Βίκτωρα και κάθεται στην αγκαλιά μου και μου λέει πάει ο Βίκτωρας … Με το που μου το λέει αυτό, την πετάω από πάνω μου. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό. Πήρα το άλλο μου παιδί αγκαλιά που ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Δεν μπορούσα να το δεχθώ.(Κλαίει) Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένεια μου διαλύθηκε. Δε μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Το παιδί βρέθηκε στη θάλασσα μόνο του».
Επί ημέρες η οικογένεια του αδικοχαμένου Βίκτωρα προσπαθούσε να εντοπίσει τη σορό του.
«Μετά ακολούθησε ο εφιάλτης πώς θα βρούμε το παιδί. Πήγα και έδωσα dna. Μετά περιμέναμε τον ιατροδικαστή. Μια εβδομάδα μετά άκουσα ότι πτώμα νεαρού άνδρα ξεβράστηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. Με έπιασε ταραχή. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν το παιδί μου. Ηταν το παιδί μου. Μετά από μια εβδομάδα στη θάλασσα δεν μπόρεσα να το αποχαιρετήσω. Το φέρετρο του το σφραγισμένο και έτσι τον αποχαιρετήσαμε.