Μια μια τις διώχνω αλλά, εκεί
εικόνες είναι· επανέρχονται
στρώσεις σε πίνακα από γυαλί
που επιζωγράφισε ένας κώδικας γενετικός
του Χρόνου
Εικόνες είναι
Βυθίζουν σ’ έναν άχρωμο αμφιβληστροειδή
την ιδιοσυγκρασία
απ’ όπου, δίχως ρήματα
τα ανομήματα της όψης του
σχεδιάζει ο άθλιος Θεός
Και όχι πως επέλεξα
τα πλακωτά του χρωματολογίου του μπακάλη
κι έβαψα το δωμάτιο του Αγγέλου, ροζ
Όχι πως επανόρθωσα
με ευγλωττία
κατάλοιπα κατηχούμενου
αλλά εδώ, στον πρόναο αντέχοντας
δεν θα ξαναβρεθώ
με τα τριαντάφυλλα
όπως σ’ εκείνες τις αυλές, άνοιξη ή Μάιος
Δοξάτο Δράμας
με τις κομμένες κεφαλές Δοξατινών
ακόμη ξεραμένα αίματα στα σίδερα
και στα άνθη της ανατολικής Μακεδονίας
Αραίωσα
Δεν πρέπει να φανεί η λάμψη της λαδομπογιάς
Ό,τι έγραψε, ήταν στον τοίχο ο ασβέστης
Στους δρόμους, τους σφαγμένους
ακόμα κομματιάζουν τα σκυλιά
Περνάει τρέχοντας το κόκκινο MG του βασιλιά
Η ερώτησή μου όμως έρχεται
από τη σκόνη και απ’ τη σκιά
Εικόνες μέσα μου
από τη μια στην άλλη άκρη της Ελλάδας
– δεν κυβερνήθηκε ποτέ
στις ζέστες έβγαζε το στρώμα απ’ το σωμιέ
να δει στο σκοτεινό ουρανό την Ιστορία
στην κατακόρυφη απόσταση να δει
την Άρκτο
Έτσι είχαν τα πράγματα
έως ότου εντοπίστηκε το σχήμα της
στο τζι-πι-ες
ώστε να ταυτοποιηθεί
στην μπροστινή πλευρά του στρατοπέδου
Έκτοτε, κάνει την πεθαμένη συνεχώς
* Ένα ανέκδοτο ποίημα.