Ο δαιμονικός ιός μάς αγάπησε πολύ, παραμένει στη ζωή μας και σίγουρα ο δρόμος της πανδημίας είναι ακόμη μακρύς· όπως έλεγε ο ιταλός συγγραφέας και ηθοποιός Εντουάρντο ντε Φίλιπο «η νύχτα δεν πέρασε ακόμη, έχουμε ώρα για το ξημέρωμα». Και πράγματι, έχουμε ώρα για το ξημέρωμα, και αβέβαιο πώς θα φθάσουμε στο ξημέρωμα, καθώς από το δρόμο της πανδημίας ήρθε να μας ξεστρατίσει ο δρόμος ο αδιέξοδος ολέθριου πολέμου ενάντια στην ανεξαρτησία ενός κράτους, της Ουκρανίας.
Η οικονομία καταρρέει και η λιτότητα φαίνεται αναπόφευκτη. Η Τρόικα θα αρχίσει και πάλι να ταξιδεύει και θα… αδημονούμε πότε θα περάσει και από εμάς! Αυτή η επώδυνη αναμονή για την οικονομική ενίσχυση της χώρας θα μας φέρει και πάλι μοιραία στο νου τους παρακάτω στίχους από το ποίημα του Καβάφη «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Η σκηνή που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι πιθανότατα φανταστική, και το σκηνικό υποβάλλει Ρώμη της παρακμής, παρατηρούν οι μελετητές. Ομως, ο τόνος δεν είναι ρωμαϊκός, είναι βυζαντινός, είναι φαναριώτικος, είναι η πτώση μιας αυτοκρατορίας ιδωμένης από το Φανάρι, παρατηρεί ο Γιώργος Σεφέρης. Και εμείς διαπιστώνουμε πόσο ταιριάζουν οι παρακάτω στίχοι του ποιητή και με τη σύγχρονη Ευρώπη, όπου επικρατεί μια «tristitia temporis», μια δυσθυμία, που παραπέμπει στους «χαλεπούς καιρούς» του Μεσαίωνα.
«Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν».
Ο λαός πρέπει να τηρεί με σύνεση και σωφροσύνη τα μέτρα που η πολιτεία επιβάλλει για την πανδημία, τον πόλεμο και τη λιτότητα. Αν δεν τα τηρήσει θα ακολουθήσουν οι επόμενοι στίχοι του Καβάφη.
«Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κι η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
Η Ελλάδα ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει εγκλωβιστεί στη δική της στυγνή οικονομική νοοτροπία, διόλου ανθρωποκεντρική και πλήρως αδιάφορη για την προαπαιτούμενη πολιτική και πολιτισμική διάσταση μιας Ενωσης λαών. Ομως, η χώρα μας, αν έχει να ελπίζει σε κάτι, αυτό είναι ο πολιτισμός της, το μοναδικό κεφάλαιο που απομένει τις δύσκολες τούτες ώρες. Αυτό ακριβώς είχε τονίσει σε άρθρο του ο ανεπανάληπτος, αλησμόνητος συνθέτης μας Μίκης Θεοδωράκης γράφοντας: «Σήμερα τα προβλήματα, που αντιμετωπίζει το πλοίο ΕΛΛΑΣ, έχουν να κάνουν με το Μηχανοστάσιο και με τον τυφώνα Τουρκία. Το λιμάνι, όμως, στο οποίο θα πρέπει να κατευθύνεται, είναι η Παιδεία και ο Πολιτισμός… πολιτιστικό όραμα
δεν υπάρχει… Κάποτε το Μηχανοστάσιο θα διορθωθεί, τότε και μόνον τότε, η πολιτική ηγεσία θα ανακαλύψει ότι το λιμάνι στο οποίο θα έχουμε φθάσει, θα είναι μια αδιέξοδη λιμνοθάλασσα με μοναδικό πολιτιστικό ήχο τον κοασμό των βατράχων».
Ο μεγάλος Μίκης μιλώντας με πάθος για τον πολιτισμό της Ελλάδας, αποκαλεί «τυφώνα» την Τουρκία. Και είναι η Τουρκία, που σήμερα όχι μόνον απειλεί καθημερινά τη χώρα μας, τα όμορφα νησιά της, αλλά με τη δική της γνωστή διπλωματική τακτική, προσπαθεί να παίξει ρόλο πρωταγωνιστικό στα τεκταινόμενα της πολιτικής σκηνής, με την βαθύτερη επιθυμία της να μιμηθεί αν μπορέσει την ασύδοτη κατακτητική μανία του Ρώσου άλογου ηγέτη.
Οι στίχοι του Ιωάννη Πολέμη στο ποίημά του με τίτλο «Τι είναι η πατρίδα μας» διδάσκουν πολλά.
«Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι;
Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τα’ άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή,
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;
Αυτή είναι η πατρίδα μας με κάμπους και βουνά, ήλιο και άστρα και με νησιά και ακρογιάλια, που «αχνά προβάλλουν» κατά τον ποιητή, και που διαρκώς προκαλούν τις κατακτητικές ορέξεις του …φίλου γείτονα, και κινδυνεύουν από τον «τυφώνα Τουρκία»! Όσο, τέλος, για τα αρχαία μας μνημεία, πολλά παραμένουν ερειπωμένα, παρότι «δόξα αθάνατη αντιλαλούν»!
Στην τελευταία στροφή ο ποιητής σε ένα κρεσέντο των στίχων του γράφει: «Ολα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι πού ’χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας; Εμπρός παιδιά!».
Το σύνθημα για τον αγώνα «εμπρός παιδιά» παραπέμπει στον ηρωισμό των Ελλήνων, αυτόν «που έχουμε μες την καρδιά», όπως γράφει ο ποιητής. Αυτόν ακριβώς τον ηρωισμό των Ελλήνων, που δεν σταματά με καμιά πολιτική, καμιά πανδημία και καμιά λιτότητα, τιμήσαμε το 2021 με έναν παγκόσμιας εμβέλειας εορτασμό των 200 χρόνων από την ελληνική παλιγγενεσία, που μας συγκίνησε και μας προκάλεσε να θυμηθούμε το παρελθόν, να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να προβληματιστούμε και να αντιμετωπίσουμε ανάλογα το παρόν και το μέλλον.
Ο ηρωισμός και η ανάμνησή του είναι η γλυκιά απαντοχή για τις ψυχές όλων μας μπροστά στο φάσμα ενός νέου πολέμου, και οι στίχοι των ποιητών μας αφυπνίζουν και διαχρονικά διδάσκουν τους πολιτικούς.
Η κυρία Στέλλα Πριόβολου είναι ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος Σώματος Ομοτίμων Καθηγητών ΕΚΠΑ, κοσμήτορας Δημοτικού Λαϊκού Πανεπιστημίου Αγ. Παρασκευής.