Ήταν η μεγάλη επιστροφή. Και ταυτόχρονα η μεγάλη οπισθοδρόμηση. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής κρίσης και αλλεπάλληλων εκλογών, που σε μεγάλο βαθμό είχαν ως επίδικο τη δυσκολία να διαμορφωθεί ένας σταθερός συνασπισμός δυνάμεων απέναντί του, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι ξανά πρωθυπουργός του Ισραήλ. Ελπίζοντας, εκτός των άλλων, ότι έτσι θα ξεμπερδέψει οριστικά και με τις σε βάρος του ποινικές υποθέσεις.
Αυτή τη φορά με μια κυβέρνηση ακόμη πιο δεξιά από τις προηγούμενες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον αναβαθμισμένο ρόλο του νέου υπουργού Εθνικής Ασφαλείας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, επικεφαλής του ακροδεξιού και φανατικά αντιαραβικού κόμματος Οτζμά Γεχουντίτ (Εβραϊκή Δύναμη), ενός πολιτικού που στη νεότητά του δεν του επετράπη να υπηρετήσει στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, γιατί θεωρείτο ύποπτος για ακροδεξιές τρομοκρατικές «συμπάθειες».
Μια κυβέρνηση αποφασισμένη να υλοποιήσει όχι μια γραμμή επίλυσης του Παλαιστιανιακού προβλήματος, στη βάση κάποιας παραλλαγή λύσης δύο κρατών, αλλά «στην πράξη» με την επέκταση και πλήρη νομιμοποίηση (και τυπικά) του παράνομου εποικισμού της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη.
Άλλωστε, ο Νετανιάχου έσπευσε παραμονές της ορκωμοσίας της νέας κυβέρνησης να τουιτάρει τη «γραμμή» του για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: «Ο Εβραϊκός λαός έχει αποκλειστικό και αδιαμφισβήτητο δικαίωμα σε όλες τις περιοχές της Γης του Ισραήλ. Η κυβέρνηση θα προωθήσει και θα αναπτύξει εποικισμούς σε όλα τα μέρη της Γης του Ισραήλ – στη Γαλιλαία, τη Νεγκέβ, τα υψίπεδα Γκολάν, την Ιουδαία και τη Σαμάρεια». Θυμίζουμε ότι πριν αρχίσει αυτός ο μακρύς κύκλος πολιτικής κρίσης ο Νετανιάχου είχε εξαγγείλει την προσάρτηση ουσιαστικά μεγάλου μέρους της Κατεχόμενης Δυτικής Όχθης.
Η παλαιστινιακή σημαία στο στόχαστρο
Ο Μπεν-Γκβιρ έσπευσε άλλωστε να δώσει το στίγμα του με την επίσκεψη του στο τέμενος Αλ-Ακσά στην Ιερουσαλήμ, κίνηση που η Παλαιστινιακή Αρχή χαρακτήρισε «εισβολή», μια χειρονομία για την οποία το Ισραήλ δέχτηκε κριτική στο Συμβούλιο Ασφαλείας ακόμη και από τις ΗΠΑ, παρότι ο πλευρά Νετανιάχου επέμεινε ότι \η «επίσκεψη» δεν παραβίασε το ειδικό καθεστώς γύρω από το Αλ-Ακσά, εφόσον έμεινε σε εξωτερικούς χώρους και δεν περιλάμβανε προσευχή. Όμως, στα μάτια των Παλαιστινίων, ήταν ωμή προσβολή.
Ούτε είναι τυχαίο ότι ο Μπεν-Γκβιρ έχει ζητήσει να περιοριστεί σημαντικά η χρήση της Παλαιστινιακής σημαίας εντός Ισραήλ. Σημειώνουμε ότι τυπικά η σημαία της Παλαιστίνης (που είναι και η σημαία «ταυτότητας» των Αράβων πολιτών του Ισραήλ, δηλαδή των Παλαιστινίων εντός των συνόρων του 1948), δεν απαγορεύεται παρά μόνο όταν θεωρείται προτροπή στη βία και την τρομοκρατία. Τον Μπεν-Γκβιρ ενοχλεί ιδιαίτερα η χρήση της Παλαιστινιακής σημαίας σε διαδηλώσεις και είναι τμήμα της γραμμής του για ακόμη πιο αυταρχική αντιμετώπιση και των Αράβων πολιτών του Ισραήλ.
Στο ίδιο πλαίσιο και οι απαγορεύσεις σε βάρος μελών της Παλαιστινιακής αρχής αλλά και οι έντονες αντιδράσεις στο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που ζητά από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να διερευνήσεις τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Δυτική Όχθη.
Θα μπορέσει να τα βρει ο Νετανιάχου με τις μοναρχίες του Κόλπου χωρίς λύση του Παλαιστινιακού;
Ο Νετανιάχου δείχνει να γυρνά ξανά στην πολιτική που δοκίμασε να εφαρμόσει στην τελευταία φάση της διακυβέρνησής του. Αυτή είναι μια πολιτική που κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μια επιτάχυνση των εποικισμών και ντε φάκτο (προοπτικά και ντε γιούρε) προσάρτηση μεγάλου τμήματος της Δυτικής Όχθης στο Ισραήλ. Δηλαδή, μια πολιτική που σημαίνει καμιά προοπτική λύσης του Παλαιστινιακού ζητήματος και αντιμετώπιση των Παλαιστινίων ως φτηνού εργατικού δυναμικού χωρίς πολλά δικαιώματα. Από την άλλη, προσπάθεια για εξομάλυνση των σχέσεων με τις μοναρχίες του Κόλπου. Ήδη υπάρχουν δύο «Συμφωνίες του Αβραάμ», αυτή με τα ΗΑΕ και αυτή με το Μπαχρέιν, συμφωνίες αποκατάστασης διπλωματικών σχέσεων, ενώ ανάλογη υπάρχει και με το Μαρόκο. Οι συμφωνίες αυτές, που είχαν τη στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης και ιδίως του Ντόναλντ Τραμπ, και σηματοδοτούσαν την πρώτη μετά από καιρό μεγάλη προσπάθεια «εξομάλυνσης» χωρίς λύση του Παλαιστινιακού. Ωστόσο, εκκρεμούσε η συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία, αν και το Ριάντ δεν είχε εκφράσει ανοιχτές αντιρρήσεις. Άλλωστε, η «εξομάλυνση» ανοίγει διάφορους δρόμους και οικονομικής συνεργασίας, ενώ εενέχει και την προοπτική ενός «αντι-ιρανικού» μετώπου.
Όλα αυτά, στηρίζονταν στην εκτίμηση ότι το Παλαιστινιακό ζήτημα, με την ηγεσία του διαιρεμένη και σε κρίση, δεν μπορεί να εμπνεύσει πια με τον ίδιο τρόπο την αραβική και μουσουλμανική κοινή γνώμη.
Βεβαίως, η εμπειρία στο πρόσφατο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Κατάρ μάλλον έδειξε ότι το Παλαιστινιακό παραμένει ένα θέμα που συγκινεί και ενώνει την αραβική κοινή γνώμη, εάν κρίνουμε από τον τρόπο που πανηγυρίστηκαν οι εμφανίσεις της Παλαιστινιακής σημαίας ή τον τρόπο που οι ισραηλινοί δημοσιογράφοι κατέγραφαν τις φιλοπαλαιστινιακές εκδηλώσεις των θεατών. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο συχνό φαινόμενο ήταν εκείνες τις ημέρες τόσο φίλαθλοι όσο και παίκτες (π.χ. η εθνική ομάδα του Μαρόκου) να φωτογραφίζονται κρατώντας Παλαιστινιακή σημαία.
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι αρκετοί αναλυτές επιμένουν ότι με τη συμμετοχή πολιτικών όπως ο Μπεν-Γκβιρ στην κυβέρνηση και με πράξεις όπως η άρνηση συμμόρφωσης με την κατεδάφιση του παράνομου εποικισμού Χομές, στη Δυτική Όχθη που ζητούν τα Ισραηλινά δικαστήρια, είναι δύσκολο να προχωρήσει γρήγορα η προσέγγιση με το Ριάντ, την ώρα που αντιδρούν ακόμη και οι ΗΠΑ.
Το αδιέξοδο συνεχίζεται
Ο Νετανιάχου, σε όλη του την πολιτική διαδρομή έδειξε ότι είναι ιδιαίτερα ικανός να διαχειρίζεται ένα παρατεινόμενο αδιέξοδο, επενδύοντας στον αντιαραβικό εθνικισμό, προσεταιριζόμενος την ακροδεξιά και τους εποίκους και υπονομεύοντας κάθε πιθανότητα λύσης.
Μόνο που αυτό προμηνύει μελλοντικές, ακόμη πιο δραματικές κρίσεις. Αρκεί να σκεφτούμε ότι στη συνολική έκταση «ανάμεσα στο ποτάμι (τον Ιορδάνη) και τη Θάλασσα» που συμπίπτει ως ένα βαθμό με τη Γη του Ισραήλ αλλά και την «Ιστορική Παλαιστίνη», το σύνολο της έκτασης του Ισραήλ, της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, αυτή τη στιγμή, με βάση τα στοιχεία ισραηλινών στατιστικών, υπάρχουν ίδιοι περίπου αριθμοί Εβραίων και Αράβων…