Έχει γραφτεί πολλές φορές ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι και μια σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία. Αυτό έχει πάρει μια ιδιαίτερη μορφή το τελευταίο διάστημα καθώς ο τρόπος με τον οποίο μάχονται οι ουκρανικές δυνάμεις στηρίζεται σε δύο βασικές παραμέτρους. Η πρώτη είναι το γεγονός ότι μπορούν να στέλνουν μεγάλους αριθμούς ουσιαστικά νεοσύλλεκτων στο μέτωπο, που επιτρέπουν μεγάλες κινήσεις στρατιωτών που δεν κάμπτονται από τις απώλειες. Η δεύτερη ότι υπάρχει μια συνεχής τροφοδοσία με εξοπλισμό τη Δύση. Αυτό έχει επιτρέψει στις ουκρανικές δυνάμεις να επιμείνουν σε μια εκτεταμένη χρήση του πυροβολικού, που είναι ιδιαίτερα σημαντική σε ένα μέτωπο όπως το ουκρανικό – επίπεδο τοπίο, απουσία φυσικών οχυρώσεων – αλλά και να μπορούν να κάνουν χτυπήματα πίσω από τις ρωσικές γραμμές κυρίως χρησιμοποιώντας συστοιχίες HIMARS.
Ούτε είναι τυχαίο ότι όλος ο σχεδιασμός της ουκρανικής πλευράς κατά βάση προϋποθέτει ακόμη μεγαλύτερη δυτική υποστήριξη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα επίμονα αιτήματα της ουκρανικής πλευράς για τη χορήγηση σύγχρονων τανκ (κυρίως αμερικανικά M1 Abrams) μια που αυτά θα επέτρεπαν περισσότερο αποτελεσματικές αντεπιθέσεις.
Αυτά τα αιτήματα τα διατυπώνει η ουκρανική πλευρά υποστηρίζοντας ότι εάν εξοπλιστεί ακόμη περισσότερο με δυτικά οπλικά συστήματα, έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε αντεπιθέσεις και ανακαταλήψεις εδαφών που θα σηματοδοτούν μια μεγάλη ήττα της Ρωσίας.
Βεβαίως την ίδια στιγμή, έχει φανεί ότι παρά την πολύ μεγάλη βοήθεια που έχει δοθεί στην Ουκρανία, ο συσχετισμός που έχει διαμορφωθεί δεν είναι τόσο εύκολο να ανατραπεί. Τα μέτωπα δείχνουν να έχουν σταθεροποιηθεί, οι ρωσικές ενισχύσεις από τη μερική επιστράτευση αρχίζουν και τοποθετούνται στο μέτωπο, οι ρωσικές επιθέσεις, κυρίως με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη συνεχίζονται ακατάπαυστα και διαρκώς καταστρέφουν τμήματα των υποδομών της Ουκρανίας. Συνολικά, η ρωσική τακτική που είναι ουσιαστικά ενός συστηματικού πολέμου φθοράς και η οποία τροφοδοτείται από το μεγάλο βάθος των ρωσικών εξοπλισμών και της ρωσικής εξοπλιστικής βιομηχανίας, προς το παρόν δείχνει να αποδίδει, ανεξαρτήτως των επιμέρους πληγμάτων που μπορεί να δέχεται κατά καιρούς και η ρωσική πλευρά.
Τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ
Η συνθήκη που διαμορφώνεται φέρει τις ΗΠΑ αντιμέτωπες με σημαντικά διλήμματα. Εξ αρχής ήταν σαφές ότι δεν ήθελαν αυτή η σύγκρουση να οδηγήσει σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαίωση των ρωσικών θέσεων. Αυτό εξηγεί και γιατί ποτέ δεν συζήτησαν σοβαρά τις προτάσεις για μια νέα αρχιτεκτονική συλλογικής ασφάλειας που κατέθεσε πριν τον πόλεμο η Ρωσία, καθώς ούτως ή άλλως, η Ρωσία αντιμετωπιζόταν ως απειλή. Από την άλλη, οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να εμπλακούν άμεσα στη σύγκρουση, ούτε να ζητήσουν άμεση εμπλοκή νατοϊκών δυνάμεων, γιατί γνώριζαν ότι αυτό έφερνε πιο κοντά το ενδεχόμενο μια παγκόσμιας σύρραξης με πυρηνικό ορίζοντα. Επομένως, η νίκη σε βάρος της Ρωσίας περνούσε μέσα από τον εξοπλισμό της Ουκρανίας.
Την ίδια στιγμή για τις ΗΠΑ ήταν και παραμένει δύσκολο να αποδεχτούν ότι δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά ο συσχετισμός που έχει ήδη διαμορφωθεί. Παρότι, η ίδια η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί παραπέμπει στην ανάγκη για μια άμεση κατάπαυση του πυρός και μια διαδικασία διαπραγμάτευσης για μια ειρηνική διέξοδο, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να δεχτούν οποιαδήποτε τέτοια προοπτική που θα δικαίωνε έστω και εν μέρει τις ρωσικές επιλογές.
Αυτό τον χαρακτήρα μιας σύγκρουσης που αφορά τη συνολικότερη αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία φαίνεται να αποδέχεται και η ουκρανική πλευρά. Χαρακτηριστική και η δήλωση του υπουργού Άμυνας της Ουκρανίας Ολέκσι Ρέζνικοφ: «Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, τον Ιούνιο του 2022, προσδιορίστηκε σαφώς ότι για την επόμενη δεκαετία η κύρια απειλή για τη συμμαχία για έρχεται από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Σήμερα, η Ουκρανία εξουδετερώνει αυτή την απειλή. Υλοποιούμε την αποστολή του ΝΑΤΟ. Δεν χύνουν το δικό τους αίμα. Εμείς χύνουμε το δικό μας. Γι’ αυτό και πρέπει να μας προσφέρουν όπλα»
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να δεχτούν μια κατάπαυση του πυρός
Μάλιστα, αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ δεν είναι εύκολο να αποδεχτούν ακόμη και μια κατάπαυση του πυρός, μια που εκτιμάται ότι αυτό θα επέτρεπε στις ρωσικές δυνάμεις να προετοιμαστούν καλύτερα για τις επόμενες επιθετικές κινήσεις τους.
Αυτό ακριβώς υποστηρίζουν σε κοινό τους άρθρο, η Κοντολίζα Ράις, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ στην περίοδο 2005-2009 και ο Ρόμπερτ Γκέιτς, υπουργός Άμυνας στην περίοδο 2006-2011: «Στο μεταξύ, αν και η απάντηση της Ουκρανίας στην εισβολή ήταν ηρωική και η απόδοση των ενόπλων δυνάμεων ήταν λαμπρή, η οικονομία της χώρας είναι σε ερείπια, εκατομμύρια κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα , η υποδομή της καταστρέφεται και το μεγαλύτερο μέρος του ορυκτού πλούτου, του βιομηχανικού δυναμικού και σημαντικό μέρος των αγροτικών εκτάσεων είναι υπό ρωσικό έλεγχο. Οι στρατιωτικές δυνατότητες και η οικονομία της Ουκρανία εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τη βοήθεια που έρχεται από τη Δύση, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εάν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη ουκρανική αντεπίθεση και επιτυχία απέναντι στις ρωσικές δυνάμεις, οι δυτικές πιέσεις στην Ουκρανία να διαπραγματευθεί μια κατάπαυση πυρός θα εντείνονται καθώς θα κυλούν μήνες στρατιωτικής στασιμότητας. Υπό τις σημερινές συνθήκες κάθε κατάπαυση πυρός ύστερα από διαπραγμάτευση θα αφήσει τις ρωσικές δυνάμεις σε ισχυρή θέση να συνεχίσουν με την εισβολή όποτε είναι έτοιμες. Αυτό είναι απαράδεκτο. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ένα τέτοιο σενάριο είναι να προσφέρουν επειγόντως στην Ουκρανία μια δραματική αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών».
Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο άρθρο συνυπογράφεται από στελέχη δύο διαφορετικών διακυβερνήσεων, αποτυπώνει μια «διακομματική» συναίνεση στην Ουάσιγκτον γύρω από τον στόχο να ηττηθεί η Ρωσία σε αυτή τη φάση του πολέμου.
Νέο μεγάλο πακέτο βοήθειας
Αυτό εξηγεί και γιατί οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν στις 6 Ιανουαρίου άλλο ένα μεγάλο πακέτο βοήθειας στην Ουκρανία, ύψους αυτή τη φορά 3,075 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ένα πακέτο που περιλαμβάνει, ανάμεσα στα άλλα, 50 τεθωρακισμένα Bradley, 100 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού Μ113, άλλα θωρακισμένα οχήματα, επιπλέον μεγάλα πυροβόλα και μεγάλο όγκο πυρομαχικών, συμπεριλαμβανομένων πυρομαχικών για τις συστοιχίες HIMARS.
Είναι χαρακτηριστικό το πώς δικαιολόγησαν αυτό το πακέτο οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του Πενταγώνου: «Από μια συνολική στρατηγική προοπτική είναι δύσκολο να υπογραμμίσουμε αρκετά πόσο καταστροφικές θα είναι οι επιπτώσεις εάν ο Πούτιν κατάφερνε να πετύχει το σκοπό του να καταλάβει την Ουκρανία. Αυτό θα ξαναέγραφε τα διεθνή σύνορα με έναν τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. [Είναι] είναι η ικανότητά μας να αντιστρέψουμε αυτά που έχει πετύχει και να υποστηρίξουμε την κυριαρχία ενός έθνους. Και αυτό είναι κάτι που έχει απήχηση όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο».
Η αναπόφευκτη παράταση και κλιμάκωση του πολέμου χωρίς σαφή ορίζοντα
Όμως, όλα αυτά παραπέμπουν σε μια παράταση και κλιμάκωση του πολέμου χωρίς ορατό ορίζοντα μιας ειρηνευτικής διαδικασίας. Οι ΗΠΑ και οι άλλες δυτικές χώρες θα συνεχίζουν να αναπληρώνουν τις ανάγκες σε εξοπλισμό της Ουκρανίας, χωρίς να είναι δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή είναι εφικτή μια τέτοιας κλίμακας ουκρανική αντεπίθεση που να επιτρέπει να ανατραπεί άρδην ο συσχετισμός και να υπάρξουν μεγάλες υποχωρήσεις. Επιπλέον, είναι πιθανό μια προσπάθεια για κλιμάκωση των ουκρανικών κινήσεων, με δυτική υποστήριξη, απλώς να επιταχύνει το σχεδιασμό της Ρωσίας για ακόμη μεγαλύτερες κινήσεις σε βάρος τη Ουκρανίας. Αυτό με τη σειρά του θα αυξήσει ακόμη περισσότερο την πίεση για ακόμη μεγαλύτερη δυτική βοήθεια στην Ουκρανία.
Βεβαίως υπάρχει το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να συνεχιστεί η ίδια δυτική υποστήριξη και σε ποιο βαθμό η δυτική κοινή γνώμη θα συστρατεύεται σε μια παρατεινόμενη πολεμική εμπλοκή που θα έχει από ένα σημείο και μετά και σημαντικό οικονομικό κόστος.