Η αύξηση στον κατώτατο μισθό θα είναι σημαντική, αλλά θα λαμβάνει υπόψη και την ανάγκη για ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αυτό διεμήνυσε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας στο πρώτο πρόγραμμα, ερωτηθείς κατά πόσο είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης, από την αναμενόμενη, αύξησης του κατώτατου μισθού, που θα συμπαρασύρει και μια σειρά επιδομάτων προς τα πάνω.
Μέσα στον Ιανουάριο η διαβούλευση
Υπενθυμίζοντας ότι πέρυσι δόθηκε διπλή αύξηση ουσιαστικά, περίπου της τάξεως του 10%, που οδήγησε την Ελλάδα όταν δόθηκε η αύξηση να είναι τότε η 9η χώρα στην ΕΕ μεταξύ 22 χωρών με κατώτατο μισθό και ότι από 650 ευρώ επί ΣΥΡΙΖΑ, τώρα ο κατώτατος ανέρχεται στα 713 ευρώ, σημείωσε ότι ξεκινάει μέσα στον Ιανουάριο η διαδικασία για την αύξηση του κατώτατου μισθού με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα Ινστιτούτα τους, την Τράπεζα της Ελλάδος και το ΚΕΠΕ. Στη συνέχεια, αφού ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο υπουργός Εργασίας θα προτείνει στο Υπουργικό Συμβούλιο την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Οι προσδοκίες να λαμβάνουν υπόψη την οικονομία
«Προφανώς λαμβάνουμε υπόψη τη συγκυρία που υπάρχει, την πίεση που υπάρχει σε εργαζόμενους και νοικοκυριά και θα καταλήξουμε νομίζω σε αποφάσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού που θα λαμβάνει υπόψη όμως και τις ανάγκες των επιχειρήσεων, την ανάγκη για ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Διότι αν το παραγνωρίσουμε αυτό θα πάμε να κάνουμε καλό στους εργαζόμενους και τελικά θα κάνουμε ζημιά, διότι οι επιχειρήσεις πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές και ανταγωνιστικές» ανέφερε ο κ. Χατζηδάκης και ενώ δεν έκανε λόγο για συγκεκριμένα νούμερα, σημείωσε πως καλό είναι να μην υπάρχουν προσδοκίες τέτοιες οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες της οικονομίας.
«Η αύξηση θα είναι δίκαια, θα είναι σημαντική, αλλά δεν θα είναι μια αύξηση η οποία θα προξενήσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην αγορά και τελικά και στους ίδιους τους εργαζόμενους» τόνισε.