Ο καϋμένος ο Αλέξανδρος έγραφε τότε (1885) στην «Ακρόπολι». Έγραφε δηλαδή θα πη: μετέφραζε. Γιατί ο μεγαλείτερος αυτός διηγηματογράφος της Ελληνικής γης στης εφημερίδες ήτανε απλός μεταφραστής. Η φιλολογία τότε δεν είχε και μεγάλη θέσι στα καθημερινά φύλλα και με τα διηγήματά του μόνο δεν μπορούσε να ζήση ο Παπαδιαμάντης, όσο κι’ αν ήτανε «ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος» του μακαρισμού. Διηγήματά του εδημοσίευεν η «Ακρόπολις», όπως και άλλες εφημερίδες, μονάχα της μεγάλες χριστιανικές εορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τα Φώτα, κι’ αποκεί βγήκε η θαυμαστή σειρά των χριστουγεννιάτικων και πασχαλινών διηγημάτων, που αποτελεί το μεγαλείτερο και ίσως το καλλίτερο μέρος του έργου του. Όλον τον άλλον καιρό, ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε. Ο απίθανος αυτός πολύγλωσσος ασκητής, που, όπως ήτανε περίφημος ελληνιστής, ήξερε φιλολογικά και στην εντέλεια δυο-τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες, για της εφημερίδες, όπου συνεργάσθηκε —την «Εφημερίδα», την «Ακρόπολι» και το «Άστυ»— δεν ήτανε ο μεγάλος διηγηματογράφος, ήτανε, όπως είπαμε, ο ταπεινός μεταφραστής.
Φωτογραφία του Παπαδιαμάντη τραβηγμένη από τον Παύλο Νιρβάνα
Και τι δεν μετέφραζε τότε στην «Ακρόπολι»; Σκυμμένος επάνω σε στίβες γαλλικών και αγγλικών εφημερίδων, μετέφραζε τα κομμάτια που του σημείωνε με κόκκινες μολυβιές ο Γαβριηλίδης. Μια εργασία τρομερή, που τούτρωγε ώρες ολόκληρες, τόσο που, βγαίνοντας το βράδυ από το γραφείο, έτρεχε να προφτάση τον Ήλιο, κυνηγώντας τον ως το Ζάππειο. Αυτή την τραγική συνάντησί μου με τον Παπαδιαμάντη την είχα διηγηθή άλλοτε.
— Άφησέ με… μου είχε πη, στην οδόν Φιλελλήνων, που τον είδα να τρέχη. Τρέχω να προφτάσω τον Ήλιο.
Η εργασία αυτή του Παπαδιαμάντη ήτανε ακόμα τρομερώτερη, γιατί τη διαλογή της δημοσιευτέας ύλης από της ξένες εφημερίδες ο Γαβριηλίδης την έκανε από τα χειρόγραφα των μεταφράσεων. Έτσι, από της στίβες των χειρογράφων του Παπαδιαμάντη, άλλα πήγαιναν στο καλάθι, άλλα εκουτσουρεύοντο αλύπητα και έτσι καταντούσε να δημοσιεύωνται τα μισά και κάποτε πολύ λιγώτερα ακόμα. Και ο περισσότερος μόχθος του καϋμένου του Αλέξανδρου πήγαινε χαμένος.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Γαβριηλίδης, για την τύχη του Παπαδιαμάντη, είχε αποφασίσει, απάνω στον εκδοτικό του οίστρο, να βγάλη ένα σοβαρό περιοδικό νέων ιδεών και αυτό ήτανε, όπως το φανερώνει και το όνομά του, το «Νέον Πνεύμα», αφιερωμένο στης πιο τελευταίες και πιο τολμηρές ξένες εργασίες της εξελικτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Ο Παπαδιαμάντης —ποιος άλλος;— αγγαρεύτηκε και με την πρόσθετη αυτή μεταφραστική εργασία. Τα δύο τρίτα του «Νέου Πνεύματος» —και δεν ήτανε μικρός ο όγκος του περιοδικού, που έβγαινε σε σχήμα βιβλίου— τα μετέφραζε εκείνος. Ο χριστιανός αυτός, που έψαλλε με την αγνότερη κατάνυξι στον Άγιο Ελισσαίο, που νήστευε Τετάρτη και Παρασκευή όλο το χρόνο, ακόμα και όταν υπέφερε φοβερά από το στομάχι του («Πώς να καταλύσω γάλα ημέρα που είνε;» μου είχε πη κάποτε, που τον είχα συμβουλεύσει ν’ αφήση τη νηστεία λίγες μέρες για την υγεία του) ο θρήσκος αυτός ως το κόκκαλο, βρέθηκε υποχρεωμένος να μεταφράζη άρθρα της μονιστικής φιλοσοφίας, που πλήγωναν την πίστι του στα καίρια. Αλλά τι να κάνη; Έπρεπε να ζήση. «Ας γράφουν —έλεγε— οι Φράγκοι. Και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Αυτό τον παρηγορούσε και τον έκανε να υποφέρη την αμαρτία του.
Ύστερ’ από λίγο όμως κάτι περίεργο είχε παρατηρηθή στα δημοσιεύματα του «Νέου Πνεύματος». Δεν μπορούσε να βγάλη κανείς νόημα. Ήσαν λοιπόν τόσο στρυφνοί οι συγγραφείς ή ήτανε τόσο κακή η μετάφρασις; Από τον Παπαδιαμάντη όμως, που ήξερε τόσο τέλεια τα Αγγλικά —επρόκειτο για μεταφράσεις από την Αγγλική— και τόσο τέλεια τα Ελληνικά και που ήταν ένας δόκιμος μεταφραστής, δεν μπορούσε να περιμένη κανείς μια κακή μετάφρασι. Οι περισσότεροι προτιμούσαν να υποθέτουν ότι τα μπέρδευε στους επιστημονικούς και τους φιλοσοφικούς όρους, αφού και τα «κύτταρα» τα μετέφραζε «σωμάτια». Αλλά κι’ αυτή η υπόθεσις δεν μπορούσε να σταθή. Ο Παπαδιαμάντης ήτανε τόσο ευσυνείδητος μεταφραστής, ώστε κι’ αν δεν καταλάβαινε κάτι, θα φρόντιζε να το καταλάβη. Σε κάθε περίστασι, θα ήταν ανίκανος να γράψη αρλούμπες, που ούτε ο ίδιος δεν ήτανε δυνατό να της καταλαβαίνη. Τι μυστήριο λοιπόν ήτανε αυτό;
Κάποτε σ’ ένα άρθρο του «Νέου Πνεύματος», που έτυχε να μ’ ενδιαφέρη ξεχωριστά, αφού μάντεψα όσα μπόρεσα να μαντέψω, έπεσα επάνω σ’ ένα κεφάλαιο που, μολονότι το είχα ξαναδιαβάσει δέκα φορές, στάθηκε αδύνατο να βγάλω το παραμικρότερο νόημα. Βρήκα, μια στιγμή, τον Παπαδιαμάντη, στης καλές του —πράγμα σπάνιο εκείνον τον καιρό— πλησίασα στο τραπέζι του, με το προβληματικό κείμενο στο χέρι και τον ερώτησα:
— Δε μου λες, σε παρακαλώ, κυρ-Αλέξανδρε, τι θα πη αυτό;
Έρριξε μια εχθρική ματιά στη σελίδα και μου αποκρίθηκε:
— Τρέχα γύρευε.
— Μα δε βγαίνει κανένα νόημα… τόλμησα να εξακολουθήσω. Δεν καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πη αυτός ο φιλόσοφος.
— Καλλίτερα να μην καταλαβαίνη… μου είπε. Τέτοια πράμματα καλλίτερα να μην τα καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Και, επειδή τον κύτταζα απορημένος, με τράβηξε κοντά του και μου είπε, χαμογελώντας φιλάρεσκα, στο αυτί:
— Μη ρωτάς περισσότερα, παιδάκι μου. Αυτό είνε το καταχθόνιο μυστικό μου.
Το «καταχθόνιο μυστικό» του Παπαδιαμάντη, που ίσως κανένας δεν το ξέρει ακόμα, ήτανε να κάνη ακατανόητα στη μετάφρασι τα βλάσφημα κηρύγματα των σοφών. Καταχθόνιο μυστικό ενός χριστιανού και αμαρτία ενός αγίου.
*Κείμενο του λογοτέχνη Παύλου Νιρβάνα για τον κορυφαίο νεοέλληνα διηγηματογράφο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (οι δύο άνδρες συνδέονταν με αδελφική φιλία). Έφερε τον τίτλο «Το καταχθόνιον μυστικό του Παπαδιαμάντη» και είχε δημοσιευτεί στη «Φιλολογική Εστία της Κυριακής» στις 27 Σεπτεμβρίου 1936.
Ο σκιαθίτης Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 και απεβίωσε στις 3 Ιανουαρίου 1911.