Πρώτη του Γενάρη του 1945. Βρισκόμαστε σ’ ένα πολυτελέστατο δωμάτιο στο έκτο πάτωμα μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι, χαμηλά, κοντά στον «Ευαγγελισμό». Τα τζάμια είναι διάτρητα από τις σφαίρες που μας φτάνουν ανεμπόδιστα από απέναντι, απ’ τις ανατολικές συνοικίες. Το κρύο αβάσταχτο. Είμαστε πρόσφυγες, η Νέλλη, εγώ και ο γάτος μας ο Ρουσλάν. Ο Γιάννης νοσηλεύεται σε πρεβαντόριο στην Αγία Παρασκευή. Ξεσπιτωθήκαμε στα μέσα περίπου του Δεκέμβρη, όταν δύο βλήματα από εγγλέζικο όλμο, που ήταν στημένος στην Ακρόπολη, βούλιαξαν τη σκεπή του μικρού μας σπιτιού πάνω στο κορφοβούνι του Μετς. Βγήκαμε από κει μέσα σαν την τρίχα από το ζυμάρι. Αρπάξαμε τον Ρουσλάν και τον βάλαμε σ’ ένα καλάθι άρρωστο, είχε τρομερή διάρροια το ζώο.
Διάρροια ο Ρουσλάν και τα χαλιά της φίλης που μας φιλοξενούσε ήταν Μπουχάρες και Ισπαχάν. Στα τέσσερα, η Νέλλη κι εγώ κυνηγούσαμε από πίσω το γάτο με πανιά στα χέρια να καθαρίζουμε τα χαλιά πριν λεκιάσουν. Έτσι μπήκαμε στο 1945.
«Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά,
Ψηλή μου δεντρολιβανιά».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.1.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τουρτουρίζουμε από το κρύο και από φαγητό άστα. Μόνο μπιζέλια και μακαρόνια ωμά, που κι αυτά δεν έχουμε πού να τα μαγειρέψουμε, γιατί η φιλοξενία περιορίζεται στον ύπνο. Παίρνουμε συσσίτιο κάθε μεσημέρι από την εγγλέζικη κινητή κουζίνα που έχει στηθεί στην αυλή του Β’ Γυμνασίου Θηλέων, δίπλα στο Μαράσλειο, όπου και δουλεύω στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.
Έξω από το Β’ Γυμνάσιο ήτανε που συναντήσαμε μια μέρα την παλιά μας σπιτονοικοκυρά από την οδό Ξενοκράτους, την Τούλα, και μας έκανε μεγάλες χαρές.
― Βρε Νέλλη, δεν πάμε σήμερα στην Τούλα να καθήσουμε λίγο, μήπως μάθουμε και τίποτα νέα; Αυτή κάτι θα ξέρει. Μου είπε πως ο άντρας της και η ανιψιά της υπηρετούνε στον ΕΛΑΣ.
Βάλαμε σ’ ένα σακούλι λίγα τρόφιμα και ανεβήκαμε στην Ξενοκράτους. Στο μεταξύ ακούγονταν πυρά και μάλιστα από βαριά όπλα, ψηλά απ’ τους Αμπελόκηπους, μα δεν καταλαβαίναμε ακριβώς πού γινότανε η μάχη.
Την Τούλα τη βρήκαμε ανάστατη. Είχε χάσει την επαφή με τον άντρα της. Το τελευταίο μήνυμα ήταν από το Παγκράτι, μα εδώ και δυο-τρεις μέρες ο ΕΛΑΣ είχε εγκαταλείψει όλες τις ανατολικές συνοικίες. Και τώρα μόλις μια γειτόνισσα τής είχε φέρει την είδηση πως γίνεται μεγάλο κακό προς τον Χολαργό, Αγία Παρασκευή. Έχουνε πέσει πολλά τανκς στην περιοχή και τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν συνέχεια.
― Αχ το παιδί μου! ξεφώνησα. Πρέπει να τρέξω στο παιδί μου.
― Βρε κάτσε κάτω. Τρελή είσαι για δέσιμο; Εκεί γίνεται χαμός, πώς θα περάσεις; Καλά είναι εκεί ο Γιάννης, τα νοσοκομεία δεν τα πειράζουν.
Τι να κάνουμε; Καθήσαμε εκείνο το μεσημέρι μαζί τους. Με δάκρυα στα μάτια πήρε η Τούλα τα μακαρόνια που της πήγαμε στα χέρια.
― Νάχεις καλό. Εμείς δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι για φαγητό.
― Μην ευχαριστείς καθόλου. Τρόφιμα έχουμε. Μου δίνει για αμοιβή ο Ερυθρός. Πού να στήσουμε τσουκάλι δεν έχουμε. Εσύ κάρβουνα έχεις;
― Και κάρβουνα έχω και τσουκάλι έχω, μα δεν έχω τι να βάλω μέσα. Κι αμέσως μετά της ήρθε η ιδέα:
― Βρε Μαρία, μου λέει, δεν έρχεσαι εδώ με τα τρόφιμά σου κι εγώ το τσουκάλι με τα κάρβουνα, να στριμωχτούμε δω μέσα όλοι μαζί να ζεστοκοπηθούμε και να βγάλουμε την κακιά αυτή ώρα που μας βρήκε; Τι γυρεύεις εσύ στα ψηλά κολωνακιώτικα κονάκια να ξεπαγιάζεις;
― Έγινε βρε Τούλα, έγινε. Σε τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος θέλει άνθρωπο δίπλα του να ζεσταθεί.
Στο σπίτι μας, στο Μετς, αργήσαμε πολύ να πάμε κι ας είχε αποτραβηχτεί ο ΕΛΑΣ απ’ την Αθήνα. Φοβόμασταν τις συλλήψεις που γίνονταν στις γειτονιές.
Δόξα σοι ο Θεός, τελείωσε ο Δεκέμβρης και μας άφησε όλους παραζαλισμένους που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς από νικητές άξαφνα βρεθήκαμε κυνηγημένοι και οι Εγγλέζοι από σύμμαχοι βρεθήκανε κατακτητές.
*Κείμενο της πεζογράφου Μαρίας Ιορδανίδου, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πρωτοχρονιά του 1984.
Η εφημερίδα είχε ζητήσει από τη Μαρία Ιορδανίδου να θυμηθεί μια σημαδιακή Πρωτοχρονιά, μια Πρωτοχρονιά που είχε χαραχτεί βαθιά μέσα της.
Η Ιορδανίδου ανακάλεσε στη μνήμη της την Πρωτοχρονιά του 1945, όταν είχε ήδη αρχίσει ο εμφύλιος σπαραγμός και εκείνη, ξεσπιτωμένη και έχοντας συντροφιά της μόνο το ένα από τα παιδιά της, είχε βρει κάποια ζεστασιά στο σπίτι της παλιάς της σπιτονοικοκυράς.