Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την υπόθεση του Qatargate και τον τρόπο που κινήθηκε η βελγική Δικαιοσύνη προχωρώντας στις συλλήψεις εμπλεκόμενων προσώπων, πολλοί ήταν εκείνοι που δεν απέφυγαν να μπουν στον… πειρασμό να συγκρίνουν τους χρόνους απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας και στο Βέλγιο, αν και πρόκειται για εντελώς διαφορετικά συστήματα.
Το πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της ελληνικής δικαιοσύνης είναι υπαρκτό, αλλά ταυτόχρονα βαθύ και δομικό, και όπως έχει δείξει η νομοθετική ιστορία πολλών δεκαετιών δεν μπορεί να λυθεί με έναν νόμο. Κατά καιρούς είναι αλήθεια ότι πολλές και διαφορετικές ηγεσίες του υπουργείου Δικαιοσύνης έχουν θεσμοθετήσει μέτρα με στόχο να… ανέβουν οι ρυθμοί απονομής δικαιοσύνης. Μόνο που τα αποτελέσματα αυτών των νομοθετικών πρωτοβουλιών, κατά γενική ομολογία, δεν κατάφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Διαβάστε επίσης: Τι φέρνει το Μητρώο Διαφάνειας για το lobbying στην Ελλάδα
Το πρόβλημα παραμένει. Γι’ αυτό και το να ρίχνει κανείς με ευκολία το… ανάθεμα, προς την πλευρά των δικαστικών και των εισαγγελικών λειτουργών, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα αλλά επί της ουσίας το τοποθετεί κάτω από ένα μεγάλο «χαλί», με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται προκαλώντας σύγχυση στην κοινή γνώμη και μειώνοντας το κύρος του θεσμού της Δικαιοσύνης. Κανένας βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, όπως συμβαίνει σε όλες τις επαγγελματικές ομάδες, υπάρχουν και μεμονωμένοι δικαστές που ξεπερνούν το όριο του εύλογου χρόνου για την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης, οι οποίοι έχουν ήδη κριθεί από τα αρμόδια όργανα του Αρείου Πάγου.
Χωρίς αίθουσες
Ωστόσο, για να λύσουμε την «εξίσωση» που ακούει στο όνομα «καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης» θα πρέπει να φωτίσουμε και μία σειρά από άλλα ζητήματα, που συνδέονται με τον πυρήνα της λειτουργίας του θεσμού και εν τέλει η έλλειψη αυτών έχει άμεση αντανάκλαση στους πολίτες που περιμένουν να βρουν το δίκιο τους. Η πολυνομία, οι αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, οι ελλιπείς υποδομές και κυρίως η έλλειψη κατάλληλων αιθουσών για την κάλυψη πολυπρόσωπων δικών αποτελεί, όπως έχει δείξει η πρόσφατη ποινική ιστορία, τροχοπέδη στην ταχεία διεξαγωγή τέτοιων ποινικών υποθέσεων. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι για την Αθήνα υπάρχει μία μόνο αίθουσα, η αίθουσα Τελετών του Εφετείου της Αθήνας, που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες αυτών των υποθέσεων, οι οποίες κατά κανόνα συγκεντρώνουν και τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την αίθουσα έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια όλες οι μεγάλες δίκες, από την υπόθεση με κατηγορούμενο τον πρώην υπουργό Ακη Τσοχατζόπουλο, μέχρι την υπόθεση των αποκαλούμενων μαύρων ταμείων της Siemens, από τη δίκη για τη φονική πλημμύρα στη Μάνδρα, μέχρι τις δίκες για τη Χρυσή Αυγή και τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι που εκ περιτροπής μοιράζονται την ίδια έδρα!
Κενές θέσεις
Οι παθογένειες του δικαστικού συστήματος αναγνωρίστηκαν και στο πρόσφατο ψήφισμα της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, το οποίο επισημαίνει ότι «παρά τον σοβαρό, υπεύθυνο και τεκμηριωμένο λόγο που αρθρώνουν οι Δικαστικές Ενώσεις, δεν εξαλείφονται αλλά, αντίθετα, διογκώνονται (έλλειψη υποδομών, μη κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων κ.λπ.)».
Μεγάλο αγκάθι είναι επίσης τα κενά των δικαστικών υπαλλήλων. Όπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Σωτήρης Τριπολιτσιώτης, εκπρόσωπος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΟΔΥΕ, «επί 8.760 οργανικών θέσεων, οι 2.800 είναι κενές, καθώς έχουν να γίνουν προσλήψεις από το 2017. Τα κενά είναι ακόμα μεγαλύτερα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, φτάνοντας το 45%. Υπάλληλοι των ποινικών δικαστηρίων γράφουν και το Σαββατοκύριακο τις ποινικές δικογραφίες για να μην παραγραφούν στα χέρια τους». Και δεν παραλείπει να εκφράσει την ανησυχία ότι, αν δεν γίνει κάτι άμεσα, «θα φτάσουμε να κλείνουμε τμήματα στο Πρωτοδικείο, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν».