Επειδή κατάλαβα πως στις ταυτοχρονίες συμβαίνουν περισσότερα, απ’ ό,τι μπορεί να συμβούν σε σαράντα χρόνια και επειδή για μένα λογοτεχνία και δημοσιογραφία δουλεύουν ταυτόχρονα, σκέφτομαι ότι η ζωή μου θα μπορούσε να επιταχυνθεί στο έπακρο ζώντας και γράφοντας συγχρόνως μέχρι την τελική πτώση, την κλητική.
Και επειδή η γραμμή που μετράμε τη ζωή μας είναι ακίνητη – γιατί μόνον ο χρόνος είναι κινητικότητα – σκέφτηκα μ’ αυτό το «στοπ καρέ» των 400 λέξεων στο “Βήμα” (των 400 χτύπων του διορθωτή στο «μάρμαρο» του παλαιού τυπογραφείου στη Χρήστου Λαδά), να δείξω πώς όλα τα σημαντικά που γράφονται γίνονται με το χρόνο ασήμαντα, παρότι γίνονται μέσα μου βουνά όταν τα γράφω με τη γλώσσα έξω σαν το σκυλί.
Έτσι πιστεύω γνώρισα τον εαυτό μου, έτσι τον έχασα και τον ξαναβρίσκω. Έτσι τον «ξεσκαρτάρισα» όπως θα λέγε ο Παπαγιώργης. Κι έτσι απέφυγα τον διχασμό, γιατί δεν είχα διλήμματα ανάμεσα στο να γράφω και να ζω. Δεν είχα διλήμματα πάει να πει δεν είμαι διχασμένος. Δεν βλέπω δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στη σκηνή της ζωής (την πολιτική) και της γραφής (το κείμενο). Αλλά δεν είμαι ούτε πολιτικός ούτε δημοσιογράφος. Και το ξαναλέω, δεν έχω διλήμματα γιατί είμαι αποφασισμένος να μην με χαιρετούν οι άνθρωποι της τάξης μου στο δρόμο.
Κατάλαβα γράφοντας για τη Δημοκρατία, πως λογοδοτεί άλλοτε στον φιλόπτωχο κι άλλοτε στον ασύδοτο καπιταλισμό.
Κατάλαβα για την κοινωνία πως όταν ο «ιστός»της δεν είναι μια κλωστή, είναι οι αλυσίδες. Για την ελληνική κοινωνία κατάλαβα και κάτι περισσότερο: ότι δεν έχει πια τη δύναμη να επινοήσει άλλους μύθους, είτε στα κατηχητικά, είτε στα κομματικά γραφεία, είτε στα γήπεδα – προσφάτως και στα Real Estate.
Τέλος για την Ιστορία κατάλαβα ό,τι κατάλαβε ο Κλωντ Λεβι-Στρως απαντώντας στον Σαρτρ: «Είναι κανείς μέσα όσο το γρηγορότερο βγει από αυτήν». Εννοείται πως για να τα καταλάβω όλα αυτά θα έπρεπε προηγουμένως να αντιληφθώ τη δολιότητα των λέξεων και τον άθλο που απαιτείται για να έρθει κανείς σε επαφή μαζί τους κι ύστερα να συγχρονιστεί με τις απαιτήσεις της εφημερίδας, αφού με της ποίηση είναι αδύνατον. Έμαθα επιτέλους αυτό που λέει ο Σιοράν: «Τίποτα δεν εμποδίζει περισσότερο τον ειρμό της σκέψης όσο το να νιώθεις την παρουσία του μυαλού «.
Βρήκα λοιπόν τον εαυτό μου σε μια φωτογραφία του «Βήματος», του ’75, όταν υποδεχθήκαμε στο αεροδρόμιο τον Νίκο Πουλαντζά απ’ το Παρίσι.
Πρόσεξα όχι τις λεπτομέρειες αλλά τα συγκινητικά καθέκαστα του τότε προσώπου μου. Και διέκρινα έναν φασουλή ανάσκελα σαν το μανίκι του κουλού. Πέρασα μέσα του το χέρι μου σιγά σιγά να τον ορθώσω. Με τον αντίχειρα να δώσω και καμιά κατραπακιά στη φασαρία των παιδιών. Έραψα ύστερα ποδιά να μη φανεί ο υποκινητής στη φόδρα. Με το τακούνι μου χτύπησα το παρκέ να φοβηθεί ο φόβος μου και με επιδέξιους χειρισμούς έπαιξα το παιχνίδι της δημοσιότητας,»κλέφτες και αστυνόμους», όμως χωρίς τα λόγια ούτε των μεν ούτε των δε. Μιμήθηκα τη θύελλα και τη φωτιά, το θρόισμα έξω μιας μηλιάς και τη βουή του κύματος που σβήνει τα γράμματα ενός ναυαγού θεού στην άμμο. Και ιδού η βελτιστοποίηση των εφαρμογών: έμαθα πως ο τρόπος να τα λες έξω από τα δόντια είναι πριν γράψεις να αγγίξεις προς στιγμήν με το χέρι το μέτωπό σου, ψάχνοντας πίσω για την νεκροκεφαλή -memento mori.
Μα πρώτα τσαλάκωσα το γκοφρέ χαρτί για την κορώνα. Στ’ άχρηστα πέταξα σκήπτρο και τιμές. Κι απέσυρα την κατραπακιά, μη και μ’ αγαπήσει ο λύκος. Να του ζητήσω απόδειξη αγοράς για το γκοφρέ χαρτί;
– Γιατί φοράς γυαλιά;
– Γιατί τα νύχια σου είναι γαμψά;
Για να σ’ αρέσω ζώο.
Μα δεν το καταλαβαίνουν
οι πολλοί: πως τέσσερα είναι τα ριζώματα των Σοφών; Και πως με τους πεσσούς παίζουν τα παιδιά του Ηράκλειτου;
Αλλα πώς να μειωθούν κι άλλο οι τετρακόσιες λέξεις αν δεν πάρω σοβαρά τον Εμπεδοκλή;
Ξυπόλυτος δοκίμασε την υπομονή της Αίτνας.
Ο Μητσοτάκης θα δοκιμάσει με Nike την δική μας στο Μέτσοβο.