Ήταν 21 Δεκεμβρίου του 2009, όταν έφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός δημοσιογράφος και εκδότης, Χρήστος Λαμπράκης, τότε πρόεδρος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και εκδότης των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ».
Ένα από τα κείμενα που κοσμούσαν το αποχαιρετιστήριο αφιέρωμα του «ΒΗΜΑΤΟΣ» ήταν ενός επίσης εμβληματικού δημοσιογράφου και βασικού πυλώνα της εφημερίδας, του Στάθη Ευσταθιάδη, το οποίο και παραθέτουμε αυτούσιο:
Είχε ανησυχήσει πολύ η δημοκρατική παράταξη όταν, το 1957 και στην έξαψη των παθών του μετεμφυλιακού κράτους, ανέλαβε ο Χρήστος Λαμπράκης την ηγεσία στις δύο δημοκρατικές εφημερίδες που ίδρυσε ο Δημήτρης Λαμπράκης, ο πατέρας του, στις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30. Ηταν «παιδί ακόμη», θυμάται πολιτικός που και εκείνος πρωτοέκανε εκείνη την εποχή την εμφάνισή του στην πολιτική αρένα της χώρας.
Πραγματικά, ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν μόλις 23 ετών, εντελώς άβγαλτος στην πολιτική πιάτσα, κι ας προερχόταν από ένα κατ΄ εξοχήν πολιτικό σπίτι της Ελλάδας, ένας νεαρός με αμφίβολα ενδιαφέροντα για οτιδήποτε άλλο εκτός από θέματα κουλτούρας και άγνωστος στους κυβερνητικούς και οικονομικούς κύκλους της Αθήνας.
Είναι αλήθεια ότι στα γενέθλιά του, το 1954, ο πατέρας του τού ανέθεσε τη διεύθυνση του εβδομαδιαίου «Ταχυδρόμου», αλλά αυτό δεν μετρούσε για τον πολιτικό κόσμο, καθώς το περιοδικό ήταν από τα λεγόμενα «ποικίλης ύλης», μη πολιτικό.
Επίσης όμως είναι αλήθεια ότι η βιβλιοθήκη στο σπίτι της οικογένειάς του, όταν ακόμη ήταν μαθητής στου Μακρή, λέγει η μητέρα του, είχε βιβλία που ασχολούνταν με τα άστρα και τα ουράνια φαινόμενα, με λιμπρέτα για όπερες, με θέματα γεωγραφίας και ιστορικά για πόλεις, χώρες μακρινές κτλ.
Ο πατέρας του τον μάλωνε γιατί όταν έκανε τα μαθήματά του σπίτι είχε πάντοτε ανοιχτό και άκουγε μουσική από ένα μικρό ραδιοφωνάκι που του είχε φέρει από τη Ρώμη ο άλλοτε υπουργός Γεώργιος Εξηντάρης, εκ των ιδρυτών του «Ελευθέρου Βήματος». Οταν, μικρό, τον ρωτούσαν τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε- με κάποιον δισταγμό, είναι αλήθεια- ότι ήθελε να γίνει μουσικός.
Και όμως, αυτός ο άνθρωπος ήταν γεννημένος δημοσιογράφος και το έδειξε πολύ γρήγορα. Ο ίδιος εξομολογήθηκε κάποτε ότι όταν κάθησε στο γραφείο του πατέρα του, στον πρώτο όροφο του τότε «Βήματος» στη Χρήστου Λαδά 3, ένιωσε πανικό καθώς ανοίγοντας ένα συρτάρι διαπίστωσε από κάτι έγγραφα που βρήκε μέσα ότι «το Συγκρότημα» χρωστούσε 6.400 δρχ. Κάλεσε αμέσως τον Ιορδάνη Τσαρντίλη, τον αρχιλογιστή, του εξέφρασε την ανησυχία του για «το χρέος» και είναι αμφίβολο αν πείστηκε όταν εκείνος τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι «μα έτσι δουλεύουμε».
Τα οικονομικά των εντύπων του Συγκροτήματος- όπως είχε καθιερωθεί να λέγεται η εκδοτική επιχείρηση- ήταν πολύ άσχημα, η αντιδημοκρατική τρομοκρατία που επικρατούσε εμπόδιζε την κυκλοφορία του «Βήματος» και των «Νέων», πολλές φορές ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας, και οι διαφημιστικές εταιρείες είχαν «άνωθεν εντολή» να αγνοούν την ύπαρξη των «εφημερίδων του Λαμπράκη». Δεν τον επτόησαν. Δεν εκφραζόταν αλλά οι λίγοι που έκαναν παρέα μαζί του στις λίγες ελεύθερες ώρες του δεν δυσκολεύθηκαν να διακρίνουν έναν άνθρωπο που είχε ήδη τάξει τη ζωή του στον δρόμο με τα δημοκρατικά ιδεώδη. Γνώριζε ότι «η ανεξαρτησία των εφημερίδων του ήταν προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων που είχε ήδη θέσει και που δεν ήταν διαπραγματεύσιμοι» λέει η δημοσιογράφος και φίλη του Χαρά Κιοσέ.
Το έδειξε πολύ γρήγορα. Δεν είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που ανέλαβε και εμπλούτισε τον εκδοτικό χώρο της Ελλάδας με δύο πρωτοποριακά για την εποχή έντυπα- την αθλητική «Ομάδα» και τις «Εποχές», το πνευματικό ένθετο στο «Βήμα» όπου εμφανίστηκαν ο ένας μετά τον άλλον οι λογοτέχνες, καλλιτέχνες και πνευματικές προσωπικότητες οι οποίοι έβαλαν τη σφραγίδα τους στη δημοκρατική ιδεολογική πρωτοπορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε γίνει κύριος όλης της εκδοτικής διαδικασίας προ καλώντας κυριολεκτικά ενθουσιασμό στα «τέρατα της δημοσιογραφίας» που στελέχωναν εκείνη την εποχή «Το Βήμα», τους Συριώτη, Φτέρη, Κοτσαρίδα, Παλαιολόγο, Βαρίκα κ.ά. Οι οποίοι- θα εξομολογηθεί αργότερα σε ένα «Σημείωμά» του ο Γιώργος Ρούσος- είχαν το αίσθημα ότι ο νέος ιδιοκτήτης και εκδότης, σε αντίθεση με τον αυταρχικό και επιβλητικό πατέρα του τον οποίο διαδέχθηκε, είχε ένα αίσθημα ανασφάλειας και τους πλησίαζε με δέος. Και όμως, τότε όπως και πολλά χρόνια αργότερα οι δημοσιογράφοι που δούλευαν στα έντυπά του ήταν για τον Χρήστο Λαμπράκη «συνεργάτες του» και ήθελε όλοι να τους βλέπουν έτσι, όπως εκείνος.
Η αλήθεια είναι ότι δούλευε κάπως περίεργα. Σε αντίθεση με τον πατέρα του ο οποίος έγραφε το άρθρο του με ανοιχτή την πόρτα του γραφείου του, στο οποίο τα μεσημέρια σύχναζαν πολιτικοί και φίλοι του Δημήτρη Λαμπράκη, ο Χρήστος εργαζόταν με την πόρτα κλειστή. Ηθελε την απομόνωση, διηγούνται παλαιοί συντάκτες της εφημερίδας. Ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, νεαρός υποψήφιος βουλευτής τού τότε Κέντρου στις αρχές του ΄60, διηγείται ότι όταν επισκέφθηκε τον Χρήστο Λαμπράκη στο γραφείο του ένιωσε πολύ άσχημα επειδή εκείνος έμεινε όρθιος σε όλη τη διάρκεια της 20λεπτης περίπου συνομιλίας τους- η οποία ήταν «πραγματικά εγκάρδια».
Το πάθος με τις εκδόσεις
Είχε και κάποιο άλλο προσωπικό χαρακτηριστικό ο Χρήστος Λαμπράκης. Δεν περπατούσε. Ετρεχε. Ανεβοκατέβαινε στο γραφείο του τρέχοντας ακόμη και όταν μεταφέρθηκε αυτό στους άνω ορόφους που στη δεκαετία του ΄70 προστέθηκαν στο κτίριο της Χρήστου Λαδά. Το πάθος του όμως ήταν τα πολιτιστικά και η Παιδεία και ήθελε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάδοση των γνώσεων στη νέα γενιά, λέγει ένας φίλος του.
Ετσι, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄60 σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα και φίλο του Αντώνη Κιτσίκη πρωτοπορεί με την έκδοση της «Αρχιτεκτονικής», ενός καλαίσθητου, άριστα ενημερωμένου εντύπου που για πρώτη φορά στην Ελλάδα έδειξε ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι ένα «αναγκαίον κακόν», όπως την ήθελαν κάποιοι τεχνικοί και μηχανικοί της εποχής, αλλά μια πραγματική Τέχνη με γνώμονα την αισθητική.
Χρόνια αργότερα, είχε εξομολογηθεί στον συμφοιτητή του και υπουργό Παιδείας τότε Γιάννη Βαρβιτσιώτη ότι «ναι, είχε πάθος με εκδόσεις» που θα εξυπηρετούν την Τέχνη, την Παιδεία, τη μόρφωση του Νεοέλληνα. Και δεν περιορίστηκε στην έντυπη μορφή τους. Πνεύμα κατ΄ εξοχήν πρωτοπόρο, χρησιμοποίησε την πιο νεωτεριστική τεχνολογία- τις κασέτες, όταν πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ΄70, και τα DVDs, την ηλεκτρονική ενημέρωση στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, με την πύλη του in.gr, την πρώτη στο είδος της στην Ελλάδα.
Προσωπικά απεχθανόταν- για να μη δώσω άλλον χαρακτηρισμό- τα ηλεκτρονικά. Στο σπίτι του είχε ένα από τα πιο προχωρημένης τεχνολογίας laptops. Ουδέποτε το άνοιξε. Χρησιμοποιούσε εν έτει 2009 γραφομηχανή- μια λευκή γερμανική Αdler της δεκαετίας του ΄70 νομίζω, στην οποία έγραφε με εντυπωσιακή ταχύτητα αλλά με τα δύο δάχτυλα!
Δεν απομακρυνόταν από την Αθήνα όσο δεν ένιωθε ότι ήταν ασφαλή τα έντυπα του Συγκροτήματος. Μόνη απόλαυσή του ήταν τα πρωινά της Κυριακής στον τότε κινηματογράφο «Ορφέας» της οδού Σταδίου όπου έδινε συναυλίες η Κρατική Ορχήστρα. Μαζί με τον Λέοντα Καραπαναγιώτη και τον Κώστα Σταματίου τις παρακολουθούσε ανελλιπώς.
Αργότερα, τις Κυριακές ξεκινούσε χαράματα με το μικρό Φολκσβάγκεν του- το χρησιμοποιούσε ως και πρόσφατα- προς αναζήτησιν μοναστηριών ή αρχαιοτήτων στα ελληνικά βουνά. Ηταν εκείνος που, είκοσι και πλέον χρόνια αργότερα, έδωσε νέα ζωή στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου το οποίο είχε «ανακαλύψει» σε μοναχικές εκδρομές.
Ναι, αγαπούσε τα βουνά με τους αδιάβατους χωματόδρομους, αλλά η μεγάλη αγάπη του ήταν η θάλασσα. Πόσα έχουν να διηγηθούν οι βαρκάρηδες του Πόρου, της Σαλαμίνας αλλά και της Πειραϊκής… «Ενα μικρό καΐκι που άλλοτε έκανε τη γραμμή Σαλαμίνα- Κοκκινιά (σημερινή Νίκαια) έγινε το σκάφος του για τις θαλάσσιες εξορμήσεις του» θυμάται η Χαρά Κιοσσέ. Και συνεχίζει: «Σίγουρα το σημαντικό γι΄ αυτόν δεν ήταν οι ανέσεις, ούτε η πολυτέλεια. Ηταν ένα από τα ωραιότερα σκαριά που βγήκαν από το καρνάγιο του Ψαρρού και τελικά έγινε ένα πλεούμενο… παντός καιρού και ένα μέσο φυγής».
Ηταν σκληραγωγημένος, μαθημένος από την αναγκαστική περιπλάνηση στη Μέση Ανατολή: προτού ακόμη κλείσει τα 10, τον πήρε η μητέρα του και μαζί με την αδελφή του Λένα πρόλαβαν και διέφυγαν από το σπίτι τους στην αρχή της οδού Βουλής, όταν οι Γερμανοί πήγαν να συλλάβουν την οικογένεια, αφού δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τον Δημήτρη Λαμπράκη, ο οποίος το 1943 είχε διαφύγει στη Μέση Ανατολή.
Κάποτε, στα εγκαίνια της προέκτασης του Μεγάρου Μουσικής, τον Δεκέμβριο του 2003, τον ρώτησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος αν αισιοδοξεί για το μέλλον της μουσικοκαλλιτεχνικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Η απάντηση του Λαμπράκη ήταν ανεπιφύλακτα καταφατική. Γιατί, πραγματικά, ήταν μονίμως αισιόδοξος, μολονότι σε ό,τι έθετε ως στόχο έβαζε τον πήχη ψηλά- ίσως επειδή αντιλαμβανόταν ότι διαφορετικά δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι.
Γι΄ αυτό και είχε εντυπωσιαστεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου όταν, προτού αναλάβει πρωθυπουργός, μιλούσε για το όραμα μιας ολοκληρωτικής αλλαγής στην Ελλάδα. Γι΄ αυτό και υποστήριξε από την πρώτη στιγμή τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος οδηγώντας την Ελλάδα στην ευρωζώνη «άνοιξε ένα μέλλον πραγματικής ανόδου, της εισόδου της Ελλάδας στον κόσμο της ανάπτυξης και της δημοκρατικής προόδου» έγραψε ο ίδιος- ανυπόγραφα, όπως συνήθιζε- στο «Βήμα» την επομένη της καθιέρωσης του ευρώ στην Ελλάδα.
Σχέσεις με την πολιτική και τους πολιτικούς
Ηταν όμως γενικά επιφυλακτικός στις σχέσεις του με τους πολιτικούς. Εκείνοι εκτιμούσαν την κρίση του- την επιζητούσαν πολλές φορές.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είπε κάποτε στον τότε υπουργό του Γεώργιο Ράλλη ότι, αν είχε στην κυβέρνησή του δέκα Λαμπράκηδες, η Ελλάδα θα ήταν πολύ διαφορετική. Οι σχέσεις Καραμανλή- Λαμπράκη ήταν ενδιαφέρουσες. Εκτιμούσαν ο ένας τον άλλον και μάλιστα κάποιοι βουλευτές της τότε αντιπολίτευσης ως και διάβημα έκαναν στον Λαμπράκη «διερμηνεύοντας την έκπληξη» του ΠαΣοΚ και του Κέντρου για την υποστήριξη που όντως παρείχαν «τα έντυπα του Συγκροτήματος» στον Καραμανλή.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αυτές οι σχέσεις δημιουργήθηκαν και εκδηλώθηκαν στη Μεταπολίτευση. Επί ΕΡΕ «Το Βήμα» διακρίθηκε με τα καυστικά σκίτσα του Φωκίωνα Δημητριάδη και με την αρθρογραφία του για τον έντονο αντικυβερνητικό προσανατολισμό του και δεν ήταν λίγοι οι καλοθελητές που έσπευδαν να πληροφορήσουν τον Λαμπράκη ότι «πνέει μένεα» εναντίον του ο Καραμανλής. Εννοείται ότι ιδεολογικά υπήρχε πάντοτε ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσά τους, γεγονός που επέτρεπε στον Κωνσταντίνο Τσάτσο να επινοεί διάφορα καλαμπούρια.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν ήταν πρωθυπουργός, ρώτησε κάποτε έναν από τους στενούς συνεργάτες του Λαμπράκη πώς εξηγείται η στενή σχέση Λαμπράκη- Καραμανλή. Η απάντηση πρέπει να εντυπωσίασε τον τότε πρωθυπουργό. Ηταν η σωστή πολιτική του και η έμπρακτη μεταμέλεια του Καραμανλή- έστω και αν ο ίδιος δεν ήθελε να φαίνεται- για το κράτος της Δεξιάς που είχε δημιουργηθεί επί των ημερών της ΕΡΕ.
Ο Ανδρέας κούνησε με περίσκεψη το κεφάλι του και δεν σχολίασε. Ο Ανδρέας πρέπει να απογοήτευσε τον Λαμπράκη. Είχε μεγάλες προσδοκίες για τον Ανδρέα Παπανδρέου και οι εφημερίδες του τον υποστήριξαν εντυπωσιακά από την ημέρα που σχηματίστηκε το ΠαΣοΚ προκαλώντας την οργή του αρχηγού του τότε Κέντρου Γεωργίου Μαύρου.
Για τον Λαμπράκη, όπως ο ίδιος ομολόγησε πολλά χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας ήταν «ο ένας από τους δύο» ηγέτες με τους οποίους μπορούσε «να κάνει σοβαρό διάλογο». Ο δεύτερος ήταν, φυσικά, ο Σημίτης. Αλλά ο Παπανδρέου έγινε πολύ γρήγορα λαϊκιστής και αυτό δεν ήταν εκείνο που προσδοκούσε ο Λαμπράκης.
Είχε στηρίξει σε αυτόν την πραγματοποίηση ενός (πολιτικού) ονείρου του: να παύσουν τα κόμματα να είναι αρχηγικά. Να γίνουν και στην Ελλάδα κόμματα αρχών, με συγκεκριμένη ιδεολογία, και να μην εξαρτώνται από το αν είναι χαρισματικός ή όχι ο αρχηγός τους. Είχε πιστέψει, από όσα διασάλπιζε η ιδρυτική πράξη του ΠαΣοΚ, ότι επιτέλους δημιουργείται ένα κόμμα-κίνημα με συγκεκριμένη ιδεολογία και αρχές. Διαψεύστηκε πολύ γρήγορα.
Με τον Σημίτη δεν είχε αυταπάτες ούτε απογοητεύσεις. Τον έβλεπε ως τον πολιτικό που όντως λαμβάνει πρακτικά μέτρα και, όπως παραδέχθηκε κάποτε, αυτό τον ικανοποιούσε γιατί στην Ελλάδα μάς περισσεύουν τα λόγια και μας λείπουν οι πράξεις. Είχαν κάποτε μια συνομιλία διαρκείας στο διαμέρισμα του Λαμπράκη, που είναι σχεδόν απέναντι από του Σημίτη, στην Αναγνωστοπούλου, η οποία τον ενθουσίασε. Τη μετέφερε στον Λέοντα Καραπαναγιώτη διηγούμενος πώς άρχισε από τα τρέχοντα τότε πολιτικά ζητήματα και πέρασε σύντομα στο οικονομικό μέλλον της Ευρώπης για να ολοκληρωθεί με σχόλια για την εκτέλεση της άλφα και της βήτα όπερας, του άλφα και του βήτα κοντσέρτου από γνωστούς και στους δύο διεθνούς φήμης καλλιτέχνες στο Μέγαρο Μουσικής.
Τον Γιώργο Παπανδρέου δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει ως πρωθυπουργό, είχε ενθουσιαστεί όμως από την εκλογική επιτυχία του και- είναι χαρακτηριστικό- έσπευσε να τηλεφωνήσει στη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, στο Παρίσι, προτού ακόμη κλείσουν οι κάλπες. Είχαν συζητήσει στο σπίτι του πριν από τις εκλογές, είχε παλαιότερα συνεργασία μαζί του όταν ήταν υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Σημίτη και ήταν ικανοποιημένος επειδή και ο Παπανδρέου είχε, όπως εκείνος, σύγχρονες αντιλήψεις για την Παιδεία στην Ελλάδα.
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης εκτιμούσε τον Λαμπράκη αλλά σε κάθε ευκαιρία έσπευδε να τονίσει ότι «δεν ήταν σπουδαίος όπως ο πατέρας του». Ελεγε, λοιπόν, ο Μαρκεζίνης ότι ο Λαμπράκης διαχωρίζει τους φίλους του ανάλογα με τον βαθμό ενδιαφέροντός τους στην κλασική μουσική. Ετσι υποστήριζε ότι ήταν αδύνατον «να χωνέψει» τον Μητσοτάκη, ενώ εκτιμούσε ιδιαίτερα την κυρία Μαρίκα Μητσοτάκη, όπως ήταν αδύνατον «να τα βρει» με τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος «θέλει να δείχνεται ότι δεν έχει σχέση με τις όπερες και την κλασική μουσική».
Εκανε λάθος- σε ό,τι αφορά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τουλάχιστον. Δεν είχαν στενές σχέσεις, ο Χρήστος Λαμπράκης δεν τον υποστήριξε πολιτικά ποτέκαι το λέγει πάντοτε με παράπονο ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ-, αλλά ο Λαμπράκης τον θεωρούσε πραγματικό statesman, έναν άνθρωπο που αντιλαμβανόταν αμέσως την ουσία ενός θέματος και δεν δυσκολευόταν ποτέ να λάβει αμέσως θέση. Αλλωστε, κατά κάποιον τρόπο, ο Λαμπράκης ειδοποίησε το 1966 τον Μητσοτάκη ότι θα έπαιρνε μέρος σε μια «πρωτοβουλία» για την έξοδο από το πολιτικό και κοινωνικό χάος στο οποίο είχε φέρει τη χώρα η κυβέρνηση Στεφανόπουλου.
Επρόκειτο για μια «κίνηση απόγνωσης», όπως τη χαρακτήρισε ο (παππούς) Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος στην αρχή την είδε ευνοϊκά αλλά αργότερα, υπό την πίεση του Ανδρέα, την αποδοκίμασε, με αποτέλεσμα να ανασταλεί κάθε σχετική προσπάθεια, στην οποία, ας σημειωθεί, είχαν ανάμειξη ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, η Ελένη Βλάχου κ.ά.
Τότε αλλά και αργότερα ο Λαμπράκης κατηγορήθηκε από τους αιώνιους εξωπραγματικούς για «συνεργασία με τη Δεξιά». Από τα χρόνια της χούντας όμως και πάντως αργότερα, όταν άρχισε να εξετάζεται πιο ρεαλιστικά η κατάσταση στα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας, αναγνωρίστηκε ότι, αν δεν ανεκόπτετο η «πρωτοβουλία», ούτε η Αυλή ούτε οι συνταγματάρχες θα τολμούσαν να αναχαιτίσουν μια ομαλή εξέλιξη της πολιτικής στη χώρα.
Με τον Κώστα Καραμανλή δεν είχε πολλές επαφές- τον είχε επισκεφθεί στην Αναγνωστοπούλου. Τον έβλεπε έξυπνο, καλλιεργημένο αλλά «διστακτικό να εκφράσει γνώμη». Δεν έμπαινε σε διάλογο- ένα μέτρο εκτίμησης που πραγματικά είχε ο Χρήστος Λαμπράκης για τον όποιον συνομιλητή του. Ωστόσο τον εκτιμούσε γιατί φάνηκε πρόθυμος να ενισχύσει οικονομικά το Μέγαρο Μουσικής και σε μιαν άλλη περίπτωση η προσωπική μεσολάβηση του πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες είχε θετικό αποτέλεσμα για τη διεύρυνση των σκοπών του Μεγάρου.
Το Μέγαρο Μουσικής ήταν το πάθος του Χρήστου Λαμπράκη και ένιωθε μια προσωπική ικανοποίηση ότι ένα όνειρό του 40 και πλέον ετών πραγματοποιήθηκε. Αλλά ο Λαμπράκης δεν είδε ποτέ το Μέγαρο ως ένα κτιριακό συγκρότημα με ακουστικά άψογες αίθουσες μουσικής. Για εκείνον το Μέγαρο ήταν, όπως γράφει η Χαρά Κιοσσέ, «το μέσον, το εργαλείο ή σωστότερα, όπως ειπώθηκε, ο ατομικός αντιδραστήρας που θα μετέφερε τον πολιτισμό πέρα από τα στενά όρια της μικρής αθηναϊκής κοινωνίας». Ηταν- και το σπουδαίο είναι ότι πραγματικά έγινε- ο χώρος για μια ευρύτερης εμβέλειας μουσική και πολιτιστική παιδεία, προσιτή σε όλη τη χώρα.
Ετσι ήταν ανείπωτη η χαρά του όταν κατέφθαναν από την επαρχία- με έξοδα που κάλυπτε εν πολλοίς το Μέγαρο είτε ο γεννήτοράς του «Οι Φίλοι της Μουσικής»δεκάδες νέοι και νέες για να ακούσουν κάποιον διεθνούς φήμης καλλιτέχνη είτε να απολαύσουν μια έκθεση έργων που μόνο τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και οι ονομαστές γκαλερί άντεχαν το οικονομικό βάρος να φιλοξενήσουν. Το πάθος του για τη μόρφωση των νέων ήταν αληθινά απίθανο. Και σχεδόν άγνωστη η προσωπική του συνεισφορά στη μάθηση και στη γενικότερη παιδεία. Χρησιμοποιώντας το όνομα φίλων του και στενών συνεργατών του έστελνε βιβλία και ό,τι άλλο χρειαζόταν σε σχολεία σε μικρά και απομονωμένα χωριά του κάμπου της Τρίπολης ή των βουνών της Φλώρινας.
Ηταν σιδηρούς και απαράβατος κανόνας η τήρηση της ανωνυμίας για κάθε προσφορά του άλλη εκτός της δημοσιογραφίας.
Κουβεντιάζοντας με τον Κωνσταντίνο Τρυπάνη
Μαχητής της έντιμης δημοσιογραφίας και της ουσιαστικής ενημέρωσης, παρακολουθούσε καθετί που είχε σχέση με τον Τύπο και τον εκσυγχρονισμό του
Εργο παράλληλων επιδιώξεων είναι και οι Υποτροφίες Μαρίας Κάλλας, όπως και το Ιδρυμα Μελετών Λαμπράκη. Δύο από τους στόχους που πραγματοποιήθηκαν τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 αλλά ως ιδέα διαμορφώθηκαν όταν ακόμη ήταν νέος. Ηταν το καλοκαίρι του 1975 όταν τυχαία ο Λαμπράκης συνάντησε στον Πόρο τον τότε υπουργό Πολιτισμού και Επιστημών Κωνσταντίνο Τρυπάνη. Δεν γνωρίζονταν και η συζήτησή τους δεν κράτησε πάνω από είκοσι λεπτά.
Μίλησαν φυσικά για τα τεράστια προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, μίλησαν για την απειλή να κινηθούν πάλι κάποιοι υπερπατριώτες αξιωματικοί, αλλά στον Λαμπράκη έκανε εντύπωση και συγκράτησε μια ιδέα από την κουβέντα του με τον Τρυπάνη. Γιατί δεν φροντίζετε εσείς, που έχετε τόση επιρροή στον Τύπο, να ανεβεί το πολιτιστικό επίπεδο της νέας ελληνικής γενιάς; Γιατί δεν καλλιεργείται με άλλους τρόπους το πνευματικό ενδιαφέρον των νεοελλήνων; ρωτούσε ρητορικά ο διανοούμενος και υπουργός Τρυπάνης.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1991, η πρόσκληση-πρόκληση Τρυπάνη γέννησε το Ιδρυμα Μελετών Λαμπράκη, έναν κοινωφελή, μη κερδοσκοπικό οργανισμό, που πολύ σύντομα άνοιξε τον δρόμο σε υψηλού επιπέδου μελέτη, έρευνα και πράξη σε τομείς όπως ο πολιτισμός, το περιβάλλον, η εκπαίδευση και η περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, πάντοτε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ωστόσο τίποτε από όλα αυτά δεν περιόρισε το ενδιαφέρον του για τα έντυπα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, του ΔΟΛ, που το 1991 συγκέντρωσε όλη την εκδοτική δραστηριότητα του πάλαι ποτέ Συγκροτήματος.
Γεννημένος δημοσιογράφος, ένιωθε «τη φωτιά της είδησης και του σχολίου να καίει μέσα του» είχε πει για τον Χρήστο Λαμπράκη ο τότε διευθυντής του «Βήματος» Ανδρέας Δημάκος. Είχε μια εξαιρετική αντοχή στην εργασία, είχε μια απίθανα συγκεντρωτική μνήμη και κατά γενική ομολογία το μυαλό του γεννούσε ιδέες.
Παραμερίζοντας και αδιαφορώντας για εισηγήσεις οι οποίες του επεσήμαιναν το οικονομικό κόστος μιας έκδοσης, επέμεινε και τελικώς έπεισε για την έκδοση του «Βήματος των Ιδεών» πριν από τέσσερα χρόνια ως ένθετο στο καθημερινό «Βήμα» ώστε να βρουν μια φιλόξενη στέγη να διατυπώσουν απόψεις, ιδέες, γνώμες και σχόλια σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος οι εκατοντάδες επιστήμονες, καλλιτέχνες και πνευματικοί δημιουργοί, όπως είπε σε μία από τις είκοσι συνεδριάσεις των στελεχών του ΔΟΛ και επιστημόνων που προηγήθηκαν της έκδοσης και στις οποίες ο ίδιος προήδρευσε.
Μαχητής της έντιμης δημοσιογραφίας και της ουσιαστικής ενημέρωσης, παρακολουθούσε καθετί που είχε σχέση με τον Τύπο και τον εκσυγχρονισμό του. Παρακολουθούσε διεθνή συνέδρια ειδικών που ασχολούνταν με τα προβλήματα της έντυπης ειδησεογραφίας και από καιρό σε καιρό έστελνε σε διευθυντές και αρχισυντάκτες της εικοσάδας των εντύπων του αποκόμματα από κάποια εφημερίδα ή περιοδικό του εξωτερικού με τη (γραφομηχανημένη) σημείωση «Ισως σας ενδιαφέρει» και την υπογραφή του- ένα Λ με τελεία.
Ηταν ως άνθρωπος λιτός, επιλεκτικός στις φιλίες του, απεριόριστα συνεργάσιμος, μάλλον ακατάστατα ντυμένος και δεν τον ενοχλούσε αν σε μια δεξίωση πρεσβείας λ.χ. εμφανιζόταν με κοστούμι εργασίαςφυσικά κάποιου ράφτη ή καταστήματος της Τζέρμιν Στριτ του Λονδίνου ή του Παρισιού.
Ηταν οι δύο πόλεις που υπεραγαπούσε όχι μόνο για τουψηλής ποιότητας θέαμα και ακρόαμα που προσέφεραν αλλά και για την καλή κουζίνα. Ηξερε τι εκλεκτό σερβίρει το τάδε ή το δείνα ταβερνάκι κοντά στη Λα Κονκόρ του Παρισιού ή το υπόγειο μικρό ρεστοράν στη Νόρντον Στριτ του Κεντρικού Λονδίνου.
Το καθημερινό πρόγραμμά του ήταν παραφορτωμένο. (Οι γιατροί που τον εξέτασαν πριν από δύο χρόνια, όταν είχε τα πρώτα συμπτώματα με την καρδιά του, του είπαν ότι ήταν παρακουρασμένος.) Δεν ήταν αλάθητος- και το ήξερε. Προτιμούσε όμως να κρατά για τον εαυτό του τις ευθύνες.
Οταν κάποια «πηγή απόλυτης εγκυρότητας»- ας παραλείψουμε το όνομα- τον έπεισε να δημοσιεύσει στα «Νέα» ότι «το νερό του Καματερού» ήταν θαυματουργό για τη θεραπεία του καρκίνου και, βεβαίως, επρόκειτο περί δημοσιογραφικού φιάσκου, ο Λαμπράκης μόνο που δεν έκανε δημόσια δήλωση ότι ο ίδιος ευθύνεται για το σχετικό δημοσίευμα. Ως και η Ελένη Βλάχου στο χρονογράφημά της στην «Καθημερινή» έγραψε ότι όλοι γνωρίζουν ότι δεν ήταν εκείνος ο φταίχτης αλλά κάποια «πολύ γνωστή φυσιογνωμία».
Περιττό να σημειώσουμε ότι ήταν άνθρωπος που δεν φοβόταν. Οταν τις παραμονές της χούντας- για την οποία ο στρατηγός ε.α. Ιορδανίδης από τις στήλες του «Βήματος» επεσήμανε από πολύ νωρίς ότι είναι έτοιμη να καταλύσει τη δημοκρατία- του υποδείχθηκε από τον ίδιο τον διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Κολωνακίου Δασκαλόπουλο- ο οποίος αποδείχθηκε αργότερα ότι ήταν στη χουντική ομάδα της Αστυνομίας- να «φυλάγεται», ο Λαμπράκης δεν πήρε κανένα μέτρο επειδή, όπως έλεγε και μάλιστα εις επήκοον όλων, «του ήταν αδύνατον να δουλέψει έχοντας στον νου του το ενδεχόμενο» της δολοφονίας ή της σύλληψής του.
Το μπούμερανγκ της σύλληψής του από τη χούντα
Είχαν δίκιο εκείνοι που τον προειδοποιούσαν. Το όνομά του ήταν στους πρώτους καταλόγους για συλλήψεις και τον αναζήτησαν νωρίς το πρωί της 22ας Απριλίου. Είχε προλάβει και κατέφυγε σε άλλο σπίτι, όπου όμως τον συνέλαβαν ύστερα από λίγες ημέρες. Δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν για τις ημέρες που πέρασε σε αυστηρή απομόνωση στη φυλακή. Μόνο μία φορά του ξέφυγε και αποκάλυψε ότι είχε «εκπαιδεύσει» ένα ποντικάκι με ψίχουλα- τον μοναδικό επισκέπτη του στο κελί της απομόνωσης.
Το μόνο που έλεγε για τις ημέρες που πέρασε στη φυλακή ήταν ότι είχε την ευκαιρία να φρεσκάρει τα γερμανικά του. Ο Βάσος Μαθιόπουλος βεβαιώνει ότι αργότερα συνομιλώντας ο Λαμπράκης με τον καγκελάριο Βίλι Μπραντ δικαιολόγησε τα όχι τέλεια γερμανικά του με το ότι δεν έμεινε στη φυλακή αρκετά για να τα τελειοποιήσει. Είχε πάντοτε λεπτό, ευγενικό χιούμορ. Αλλωστε με χιούμορ σχολίαζε- και αυτό όταν είχε ανάλογο φιλικό ακροατήριο- τις ανοησίες και κακοήθειες που κατά καιρούς εκτόξευαν εναντίον του κάποιοι ζηλόφθονοι.
Δεν βγήκε σε καλό στη χούντα η σύλληψη του Χρήστου Λαμπράκη. Προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και κατακραυγή σε δημοσιογραφικές οργανώσεις της Ευρώπης, σε Ευρωπαίους που είχαν λόγο και ισχύ στις κυβερνήσεις των χωρών τους, και η φυλάκισή του έκανε αίσθηση πολύ μεγαλύτερη από ό,τι η σύλληψη πολιτικών του Κέντρου, έλεγε αργότερα ο (τότε κρατούμενος) πρώην υπουργός Γιώργος Μυλωνάς.
Πρώτο το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (ΙΡΙ) της Βιέννης τού απένειμε το διεθνές βραβείο της «Χρυσής Πένας» (Golden Ρen) και ακολούθησαν έντονα διαβήματα στον Παπαδόπουλο του γάλλου και του αμερικανού πρεσβευτή- μάλιστα ο δεύτερος τόνισε ότι «για τον κύριο Λαμπράκη ενδιαφέρεται ζωηρά το Κογκρέσο».
Πραγματικά είχε φθάσει στην Ουάσιγκτον- συγκεκριμένα στον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών της Γερουσίας Γουίλιαμ Φούλμπραϊτ- μια ιδιόγραφη επιστολή του κρατούμενου Χρήστου Λαμπράκη η οποία μιλούσε για την παραβίαση των πλέον στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων. Δέκα ημέρες αργότερα ο Λαμπράκης απολύθηκε με την παρατήρηση του διευθυντή του κρατητηρίου «να προσέχει».
Εκείνος, φυσικά, δεν πρόσεχε- και οι τίτλοι της ειδησεογραφίας των πάντοτε υπό λογοκρισίαν εφημερίδων του ήταν αρκετά εύγλωττοι για τον κάπως έξυπνο αναγνώστη τους- αλλά τον «πρόσεχε» η Ασφάλεια. Επί εβδομάδες ο Λαμπράκης είχε αποκτήσει μια «σκιά»- δύο εναλλασσόμενους μυστικούς που τον ακολουθούσαν τροχάδην (οι ταλαίπωροι) για να προλάβουν τον γοργό βηματισμό του πάντοτε πεζοπόρου «υπόπτου» από την πλατεία Κολωνακίου, όπου το σπίτι του, ως τα γραφεία των εφημερίδων του, στη Χρήστου Λαδά.
Εχει ειπωθεί και μάλιστα γράφτηκε και σε ξένες εφημερίδες κύρους ότι ο Λαμπράκης «ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις». Οτι είναι «king maker», κατά τους «Τimes» του Λονδίνου (1994). Μολονότι αυτό χαλκεύτηκε για τον πατέρα Λαμπράκη, τον Δημήτρη, ο τίτλος επιδόθηκε και στον Χρήστο Λαμπράκη. Είναι υπερβολή αλλά δεν στερείται εντελώς αλήθειας.
Ναι, το Συγκρότημα, ο ΔΟΛ, ο Λαμπράκης «ανεβάζουν» δημοκρατικές, προοδευτικές κυβερνήσεις και (προσπαθούν να) «κατεβάζουν» αντιδραστικές, αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις. Και θεωρούν αυτό τιμή τους και υποχρέωση προς τα καλώς εννοούμενα εθνικά, δημοκρατικά συμφέροντα. Αν αυτό είναι υπερβολή, είναι πραγματικότητα το γεγονός ότι η αρθρογραφία, τα σχόλια και περισσότερο από καθετί άλλο η υπογραφή του Χρήστου Λαμπράκη επηρέαζαν κυβερνητικές πολιτικές και αποφάσεις.
Τέσσερα άρθρα του την άνοιξη του 1966 με τον τίτλο «Η ώρα της ειρηνικής επανάστασης» που καθρέφτιζαν την απογοήτευση της δημοκρατικής κοινωνίας και την απόγνωση της νεολαίας ανάγκασαν την κυβέρνηση Στεφανόπουλου να δώσει προσοχή στα προβλήματα της καθημερινότητας. Και όταν επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου έγραψε πάλι για το «αδιέξοδο» στο οποίο είχε φθάσει η Παιδεία, ο πρωθυπουργός έδωσε εντολή και ανακοινώθηκαν κάποιες δεσμεύσεις, ένα μέρος των οποίων υλοποιήθηκε.