Η ακρίβεια ήρθε για να μείνει, δεν είναι στιγμιαία, όπως την αξιολόγησε, με την γνωστή διορατικότητά του, ο Υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, στα εγκαίνια της ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο του 2021. Δυστυχώς, ήρθε για να μείνει και είναι πολύ μεγάλη, αποδιαρθρώνει μεγάλους τομείς της οικονομίας και απομειώνει δραστικά, τα ήδη δραματικά μειωμένα εισοδήματα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.
Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός, ασφαλώς οφείλονται και σε εξωγενείς παράγοντες, είναι όμως και παράγωγα της κυβερνητικής πολιτικής.
Κάθε χώρα, ειδικά της ΕΕ, αντιμετωπίζει μέχρι τώρα, με βάση τα ιδιαίτερα δεδομένα της, διαφορετικά τα κύματα των ανατιμήσεων, που αρχικά δημιούργησε η επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας, με τα πολλά προβλήματα τόσο στην παραγωγή των αγαθών, όσο και στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Πριν ομαλοποιηθούν τα προβλήματα αυτά, ήρθε η εγκληματική εισβολή του Ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, που έφερε τις κυρώσεις της Δύσης, προσθέτοντας νέα προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία και ειδικά των χωρών της ΕΕ.
Η κυβέρνηση της χώρας μας, επέλεξε να μην αναχαιτίσει την ακρίβεια, γιατί την εξυπηρετούσε στους δημοσιονομικούς και πολιτικούς της στόχους.
Όμως, επειδή η στρατηγική αυτή έχει πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις σε μεγάλα τμήματα του παραγωγικού ιστού της χώρας και στην μεγάλη πλειοψηφία των καταναλωτών, πέτυχε σε ένα βαθμό, με την βοήθεια μεγάλου μέρους των ΜΜΕ και εκμεταλλευόμενη τον φόβο της κοινωνίας για τους γεωπολιτικούς και οικονομικούς κινδύνους του πολέμου στην Ουκρανία, να πείσει ένα σημαντικό μέρος των πολιτών ότι, η νέα κρίση είναι εισαγόμενη και αυτή, και την αντιμετωπίζει με επιτυχία.
Στην αρχή αρνιόταν κάθε παρέμβαση στην διαμόρφωση των τιμών των καυσίμων, της ηλεκτρικής ενέργειας και των τροφίμων και ζητούσε υποστήριξη από την ΕΕ, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει, γιατί κάθε χώρα έχει διαφορετικές ανάγκες και δυνατότητες.
Στην συνέχεια ανέπτυξε μηχανισμούς, οι οποίοι όμως, ελάχιστα ενοχλούν τους κερδοσκόπους, της δίνουν όμως την δυνατότητα να συγκεντρώνει στο Ταμείο της Πράσινης Μετάβασης πόρους, για να δίνει επιδόματα. Μόνο που οι πόροι αυτοί δεν προήλθαν από την δραστική μείωση της κερδοσκοπίας των Παραγωγών και των Παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά από προηγηθείσα υπερφορολόγιση των καταναλωτών.
Η στρατηγική της ακρίβειας, έχει για την κυβέρνηση, τα εξής θετικά αποτελέσματα:
α). Δημιουργείται, μέχρι τώρα, υψηλότερη ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, με αποτέλεσμα να εμφανίζει μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ, αφού η ιδιωτική κατανάλωση δημιουργεί το μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ.
Εάν δούμε το 8% της αύξησης του ΑΕΠ, στο πρώτο εξάμηνο του έτους, και το συγκρίνουμε με το 2,8% αύξησής του, το τρίτο τρίμηνο της εκρηκτικής αύξησης του τουρισμού, τότε θα καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Η αύξηση του 8%, του πρώτου εξαμήνου οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην έκρηξη της ακρίβειας, που δημιούργησε μεγάλους τζίρους στις επιχειρήσεις, ειδικά των ανελαστικών αγορών αγαθών και υπηρεσιών και στην υπερφορολόγηση των καταναλωτών, από την δραστική αύξηση των έμμεσων φόρων, αφού ο ΦΠΑ ειδικότερα, μπαίνει πάνω στις υψηλές τιμές που έχει διαμορφώσει η κάθε είδους ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία.
β). Η κυβέρνηση συγκεντρώνει υπερέσοδα κυρίως από τον αυξημένο ΦΠΑ, αυτά μάλιστα, όπως η ίδια δημοσιοποίησε με ικανοποίηση, ήταν 6,8 δις ευρώ περισσότερα από τα προβλεπόμενα στον προϋπολογισμό του κράτους στο ενιάμηνο, τα τέσσερα μάλιστα εξ αυτών από τους έμμεσους φόρους.
Δηλαδή, στην χρονιά της πιο μεγάλης κρίσης, η χώρα μας είχε καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα, από αυτά που είχε προϋπολογίσει, όταν ψήφιζε τον προϋπολογισμό του 2022, τον περσινό Δεκέμβρη.
Μόνο, που αυτές τις «επιτυχίες» της κυβέρνησης τις πλήρωσαν πολύ ακριβά, με την ακρίβεια και την υπερφορολόγησή τους, οι καταναλωτές. Μάλιστα, οι απώλειες αγοραστικής δύναμης των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων φθάνει και μέχρι το 40%, του εισοδήματός τους.
Αν πιστέψουμε τις προβλέψεις της κυβέρνησης για την ανάπτυξη στο 1,8% το επόμενο έτος, που ήδη αναθεωρούνται προς τα κάτω, όπως και τον πληθωρισμό στο 5%, τότε οι πρόσθετες απώλειες της αγοραστικής δύναμης της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών θα είναι ακόμη μεγαλύτερες και, οι αναπληρώσεις, από την αύξηση των συντάξεων για τα 2/3 των συνταξιούχων και της αύξησης του κατώτατου μισθού για 600.000 περίπου εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, την κατάργηση του Ειδικού Φόρου Αλληλεγγύης, όπως και τα πενιχρά εφάπαξ επιδόματα, σε ορισμένες μικρές κατηγορίες εργαζομένων, αντί για μόνιμες αυξήσεις μισθών, θα έχουν μικρό ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Μια ασφαλώς θετική επίπτωση είναι η μείωση του δημοσίου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως και η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, αυτό όμως δεν θα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, αφού το δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο από την συμφωνία των εταίρων και δανειστών μας από το 2018, και για δέκα χρόνια θα πληρώνουμε μόνο τόκους και όχι τοκοχρεολύσια.
Δυστυχώς, η αύξηση του κόστους λειτουργίας των περισσότερων επιχειρήσεων, μαζί με την μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και φυσικά των εισοδημάτων τους, οδηγεί, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων από τις τράπεζες, σε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Είναι πολύ μεγάλο το παραγωγικό και κοινωνικό τίμημα για την χώρα μας, από την εγκληματική πολιτική της ακρίβειας που επέλεξε η κυβέρνηση.
Εάν ήλεγχε στοιχειωδώς την κερδοσκοπία και μείωνε τους εμμέσους φόρους σε ανελαστικά αγαθά και υπηρεσίες για την πλειοψηφία των καταναλωτών, τότε η ακρίβεια και ο πληθωρισμός θα ήταν χαμηλότερα, πολλές επιχειρήσεις θα άντεχαν και η αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας των πολιτών καλύτερη.
Η παραγωγική οικονομία και η πλειοψηφία των πολιτών θα ήταν κερδισμένοι, θα έχανε όμως η κυβέρνηση την προπαγάνδα για το θαύμα της Ανάπτυξης και των πρόσθετων φορολογικών εσόδων, όπως και την προπαγάνδα του καλού «πατερούλη», που δίνει επιδόματα, ματωμένα επιδόματα όμως.