Βαθμολογία
5: εξαιρετική
4: πολύ καλή
3: καλή
2: ενδιαφέρουσα
1: μέτρια
0: απαράδεκτη
***
«Avatar the way of water» (ΗΠΑ, 2022)
Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της δεύτερης ταινίας «Avatar», το ταλέντο του Τζέιμς Κάμερον στο κινηματογραφικό παραμύθι (κάτι που βέβαια ήδη το ξέρουμε) είναι και πάλι εμφανές. Όπως εμφανές επίσης είναι ότι ο Κάμερον λέει παραμύθια με άποψη – ένας καλλιτέχνης που σου δίνει πάντα την εντύπωση ότι νιώθει την ανάγκη ν’ αφήσει το δικό του αποτύπωμα για την ζωή μας στον πλανήτη Γη και να «περάσει μηνύματα» για… όλα. Και αυτό είναι κάτι που αντιλαμβανόμαστε ενώ η ταινία «Avatar the way of water» κυλά – και θ’ αργήσει πολύ να τελειώσει στις τρεις ώρες και τα 12’ που διαρκεί.
Το παραμύθι πατά σε γερά θεμέλια: ο πρώην γήινος πεζοναύτης (Σαμ Γουόρθινγκτον) που όπως ξερουμε από την ταινία του 2009 μετοίκησε στον πλανήτη Πανδώρα και είναι πλέον Αβαταρ, έχει αποκτήσει οικογένεια και ζει ευτυχισμένα. Όμως όλα θα ανατραπούν γιατί το παρελθόν του επιστρέφει και τον κυνηγά με στρατιώτες που επίσης έχουν γίνει Αβαταρ. Πιο παραμύθι δεν γίνεται. Εύκολα μπορείς να φανταστείς το μακελειό που θα κλιμακώσει την ταινία όπως και τα διάφορα άλλα μακελειά που θα απασχολήσουν τον σκηνοθέτη μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή. Φυσικά η ιδέα της δεμένης οικογένειας για μια ακόμη φορά είναι το λάβαρο της ιστορίας και εμείς, οι θεατές όλοι μαζί είμαστε με τον κυνηγημένο γήινο/Αβαταρ που με κάθε τίμημα θα προσπαθήσει να σώσει τους δικούς του.
Η ιδέα ακούγεται ως και κοινότοπη με την διαφορά του ότι ο Κάμερον για να της δώσει μεγαλοπρέπεια την γεμίζει με επίκαιρους ή μη σχολιασμούς. Πέρα από την οικολογική σημειολογία που διατρέχει συνεχώς την ταινία θα βρούμε την αναφορά στην εξολόθρευση των ιθαγενών του Νέου Κόσμου πολύ πριν η χώρα ονομαστεί Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Θα βρούμε την αναφορά στην λαθροθηρία και την εξόντωση ζώων υπό εξαφάνιση, όπως η φάλαινα, την οποία θυμίζει πάρα πολύ το θαλάσσιο κύτος τουλκούν που βρίσκεται στον πλανήτη Πανδώρα (οι σκηνές τόσο της καταδίωξης όσο και της μονομαχίας των τουλκούν με τα πλοία του στρατού είναι τόσο εντυπωσιακές και συγχρόνως ευαίσθητες που σε κάνουν να μην θες να αγγίξεις ξανά στην ζωή σου θαλάσσιο πλάσμα).
Αναφορές θα βρούμε επίσης στο μεταναστευτικό (η Φυλή του Δάσους αναγκάζεται να φύγει από τον τόπο της και να ζητήσει άσυλο σε άλλο σημείο της Πανδώρας, εκεί όπου βρίσκεται η Φυλή των Υφάλων), στο περίφημο ζήτημα του αδρενοχρώματος (της ανθρώπινης ουσίας που σύμφωνα με τις θεωρίες συνωμοσίας υποτίθεται ότι είναι το ελιξίριο της νεότητας και για την ανεύρεσή της γίνονται εγκλήματα) καθώς επίσης και στον στον «Τιτανικό» (και εδώ ένα πλοίο κάποια στιγμή βυθίζεται). Ολες αυτές οι αναφορές έχουν βεβαίως λόγο ύπαρξης και υποστηρίζονται με το άκρως επιβλητικό θέαμα. Και ίσως, τελικά, το παραμύθι του Avatar να μην ήταν παρά η αφορμή που ο Κάμερον αναζητούσε για να εκφράσει το όραμα και τις βαθιές ανησυχίες του.
Βαθμολογία: 3
(σε περισσότερες από 220 αίθουσες της Ελλάδας)
***
«Νυχτερινοί επισκέπτες» (Les Passagers de la Nuit, Γαλλία, 2022)
Και πάλι στο προσκήνιο του σύγχρονου γαλλικού σινεμά η δεκαετία του 1980, μέσω της αισιόδοξα δραματικής αυτής ταινίας που εξετάζει τις ζωές των μελών μιας οικογένειας στο Παρίσι εκείνης της περιόδου. Η Σαρλότ Γκενσμπούρ, «χαμένη», στα όρια της κατάθλιψης είναι η μητέρα που χωρίς σύζυγο μεγαλώνει δύο παιδιά στην εφηβεία. Προσπαθεί να αναδιοργανωθει πιάνοντας για πρώτη φορά δουλειά – στο τηλεφωνικό κέντρο ενός ραδιοφωνικού σταθμού και συγκεκριμένα στην εκπομπή μιας αρκετά γνωστής περσόνας (ένας συμπαθής β ρόλος για την Εμανουέλ Μπεάρ). Καταλυτικό ρόλο στην ιστορία θα παίξει η εμφάνιση μιας νεαρής άστεγης (Νοέ Αμπιτά) την οποία η μητέρα θέλει να φροντίσει σαν δικό της παιδί.
Η ταινία κυλά ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά ταιριάζοντας με την μονίμως ψιθυριστή φωνή της Γκενσμπούρ. Ο σκηνοθέτης Μίκαελ Χερς αρκείται στην απλή «παρακολούθηση» των γεγονότων, νιώθεις ότι όπως ο θεατής ούτε ο ίδιος ξέρει που θα καταλήξουν όλα όσα συμβαίνουν. Συνηθισμένες ή ασυνήθιστες καταστάσεις γεμίζουν την ταινία, κάποιες σκηνές συγκινούν με την βαθιά ανθρωπιά τους, κάποιες άλλες είναι τόσο υπερβολικά φορτισμένες που δυσκολεύεσαι να τις χωνέψεις. Παράδειγμα ένα αγκάλιασμα των τεσσάρων βασικών ηρώων κάτω από μια μελό μουσική και ενώ έχει προκύψει μια κρίση που μόλις αντιμετώπισαν. Μια ταινία που παρακολουθώντας την δεν νιώθεις άσχημα αλλά μετά το τέλος σκέφτεσαι ότι και να μην είχες δει δεν θα είχες χάσει κάτι.
Βαθμολογία: 2 ½
ΑΘΗΝΑ: ΙΝΤΕΑΛ – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – ΣΙΝΕΑΚ – ΑΤΛΑΝΤΙΣ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΟΛΥΜΠΙΟΝ (ΕΚΤΌΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ)
***
«Ραμπιγιέ Κουρνάζ εναντίον Τζορτζ Μπους» (Rabiye Kurnaz vs. George W. Bush, Γερμανία, 2022)
Μέσα στην παράνοια του πολέμου που οι ΗΠΑ κήρυξαν κατά της τρομοκρατίας μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης (2001), ο Μουράτ, ανατολίτικης καταγωγής κάτοικος Γερμανίας, καταλήγει στο… Γκουαντάναμο Μπέι έχοντας συλληφθεί χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία. Οπότε η μητέρα του Ραμπιγιέ, μόνη εναντίον όλων, θα κάνει ότι περνά απ’το χέρι της για την απελευθέρωσή του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες αυτό που θα περίμενε κανείς από μια τέτοια ιστορία είναι ένα δυσβάσταχτα βαρύ, δακρύβρεχτο δράμα με σκηνές τρομερής έντασης. Ομως ο Αντρέας Ντρέσεν, μέσω της διάσημης στην Γερμανία τηλεπερσόνας Μελτέμ Καπτάν του δίνει μια ανάλαφρη, feelgood διάθεση, ακολουθώντας τα βήματα που έχει χαράξει το αμερικανικό σινεμά όποτε πραγματεύεται αυτά τα θέματα.
Η συλληψη του Μουράτ δεν εμποδίζει την τροφαντή και άκρως ομιλητική Ραμπιγιέ να συνεχίσει την μαγειρική της, δεν θα μειώσει το πάθος της για τα αρώματα, δεν θα την απομακρύνει από τις καθημερινές ενασχολήσεις της. Αλλά συγχρόνως η δυναμική αυτή γυναίκα που με τόση ενέργεια υποδύεται η Καπτάν δεν θα παραδώσει ποτέ τα όπλα παλεύοντας με όποιον τρόπο μπορεί για την απελευθέρωση του παιδιού της (στο πλευρό της ένας ιδεαλιστής δικηγόρος /Αλεξάντερ Σέερ, που δυσκολεύεται περισσότερο να χειριστεί την Ραμπιγιέ απ’ ότι την υπόθεση). Η σχεδόν απίστευτη ενέργεια της Μελτέμ Καπτάν είναι ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο αξίζει να δει κανείς αυτήν την ταινία (η ηθοποιός κέρδισε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο φετινό φεστιβάλ Βερολίνου και ήταν επίσης υποψήφια για το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου).
Βαθμολογία: 2 ½
ΑΘΗΝΑ: ΑΣΤΥ
***
«Delicieux, το πρώτο εστιατόριο» (Γαλλία, 2021)
Η δημιουργία του πρώτου επίσημου εστιατορίου στην Ευρώπη είναι το πρόσχημα ώστε ο Ερίκ Μπενάρ, ο σκηνοθέτης αυτής της ευχάριστης αλλά «λίγης» γαλλικής δραματικής κομεντί να μιλήσει με ανάλαφρο και …εύπεπτο τρόπο για την καταπίεση του γαλλικού λαού που είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα της γαλλικής επανάστασης. Στην ταινία παρακολουθούμε το πως ένας καλόψυχος σεφ της αριστοκρατίας που έχασε την δουλειά του επειδή πρωτοτύπησε με μια λιχουδιά θα σκεφτεί την δημιουργία του Ντελισιέ (λιχουδιά), ενός μέρους, που τυγχάνει να είναι το ίδιο του το σπίτι, στο οποίο ο κόσμος θα έρχεται να φάει με την ησυχία του. Τόσο απλό.
Η ταινία περιέχει αρκετές σκηνές γκουρμέ μαγειρικής που ανοίγουν την όρεξη (αναπόφευκτες οι σκηνές αυτές σε τέτοιου τύπου ταινίες), ο ευτραφής ηθοποιός Γκρεγκορί Γκαντεμπουά ζει τον ρόλο του παθιασμένου μάγειρα που αναζητεί την τελευταία ευκαιρία της ζωής του και η Εμανουέλ Καρέ στον ρόλο της γυναίκας που τον βοηθά (κρύβοντας ένα μυστικό που παίζει ρόλο στην υπόθεση) συμβάλλει για την δημιουργία μιας πολύ ευχάριστης ατμόσφαιρας που ωστόσο δείχνει κάπως παράταιρη με το εξαιρετικά δυσάρεστο κλίμα που υποθέτει κανείς ότι κυριαρχούσε τότε στην Γαλλία.
Βαθμολογία: 2 ½
ΑΘΗΝΑ: ΙΝΤΕΑΛ – ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΑΛΙΚΗ (ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ) κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΘΗΝΑΙΟΝ
***
«Χειροπαλαιστής» (Ελλάδα, 2022)
Αν και αρχικά η ιδέα αυτής της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας μετά τα «Μαγνητικά πεδία» του Γιώργου Γούση προέκυψε ως «επιμήκυνση» μιας δικής του μικρού μήκους ταινίας, τα θέματα που εκ των πραγμάτων (αλλά και λόγω διάρκειας) εδώ θίγει είναι περισσότερα, πιο ποικίλα. Χωρίς να ξεφεύγει από το «προσωπικό» πορτρέτο του αδελφού του, Παναγιώτη Γούση, ενός νεαρού από την επαρχία που έχει πολλά σχέδια στο μυαλό του παράλληλα με το πάθος του που είναι η χειροπάλη, ο σκηνοθέτης «ζωγραφίζει» μια ταινία που σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μιλά για την ανάγκη ενός γνήσιου οραματιστή να κάνει κάτι στην ζωή του – κάτι στο οποίο είναι ο μόνος που σχεδόν δον κιχωτικά πιστεύει. Το «ταξίδι» του Παναγιώτη κάθε άλλο παρά αδιάφορο σε αφήνει και το χιούμορ του σε σκλαβώνει. Ο Παναγιώτης Γούσης είναι ένας πολύ ενδιαφέρων τύπος και η ίδια η παρουσία του τόσο ζωντανή και δραστήρια που πραγματικά σε προκαλεί να αφεθείς και με χαρά να τον παρακολουθήσεις.
Σε ενδιαφέρει να ακούσεις τις ιδέες του για το λεωφορείο που θα μπορούσε να γίνει μπαρ αν δεν υπήρχε το πρόβλημα του οικοπέδου που θα το φιλοξενούσε, χαμογελάς όταν τον βλέπεις να κουρεύεται γουλί για να δείχνει άγριος («ξέρω ότι μοιάζω με τον Τζέισον Στέιθαμ») ή να κοιτάζεται ψιλοναρκισιστικά στον καθρέφτη. Την ίδια ώρα τον θαυμάζεις που δεν αντέχει το κουτσομπολιό και την μικροπρέπεια, ή που μπορεί να γίνει γενναιόδωρος ενώ ξέρει ότι θα τον «πουλήσουν».
Και την ίδια ώρα σε κάνει να σκεφτείς πόσοι ακόμη Παναγιώτηδες υπάρχουν στην Ελλάδα, παιδιά που πιστεύουν σε ένα καλύτερο αύριο για τον εαυτό τους και ενώ γνωρίζουν ότι θα μπορούσαν να τα καταφέρουν, βλέπουν ότι οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για την υλοποίηση του οράματός τους.
Βαθμολογία:3
ΑΘΗΝΑ: ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (ΠΑΤΗΣΙΩΝ) κ.α.
***
Προβάλλονται επίσης
Στους κινηματογράφους Στούντιο και Ελιζέ προβάλλονται οι ταινίες «Μήδεια» (2022) του Δημήτρη Αθανίτη, μια «αβάν γκαρντ» μεταφορά της αρχαίας τραγωδίας του τίτλου στην οποία τον κεντρικό ρόλο κρατά η Αλεξάνδρα Καζάζου και οι «Ιστορία (ες) του σινεμά» (1989 -1998) του Ζαν Λικ Γκοντάρ στην οποία ο πιο αιρετικός εκπρόσωπος του κινηματογράφου ,μέσα σε οκτώ κεφάλαια και 266 λεπτά συμπυκνώνει την φιλοσοφία του για το σινεμά. Αποκλειστικά στον κινηματογράφο Αστορ προβάλλεται το θρίλερ «Zombi child» (Γαλλία 2021) του Μπερτράν Μπονελό με τις Λουίζ Λαμπέκ, Ουισλάντα Λουιμάτ και στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας συνεχίζεται μέχρι την Παρασκευή 15/12 η ρετροσπεκτίβα στο έργο του Παντελή Βούλγαρη. Τέλος, υπάρχει και η επανέκδοση της χιλιοπαιγμένης και στην τηλεόραση χριστουγεννιάτικης ταινίας κινουμένων σχεδίων «Το πολικό εξπρές» (The Polar express) του Ρόμπερτ Ζεμέκις που στην εποχή της (2004) θεωρήθηκε πρωτοποριακή καθώς γυρίστηκε με την ριζοσπαστική, τότε, μέθοδο «αποτύπωσης ερμηνείας και κίνησης».