Η ηρεμία στον εντυπωσιακό ξενώνα στον 5ο όροφο της Τράπεζας της Ελλάδος δεν προϊδέαζε σε τίποτα τον «πόλεμο» που είχε ξεσπάσει μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών για το θέμα της στήριξης δανειοληπτών, καταθετών και καταναλωτών στη δύσκολη σημερινή συγκυρία. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;
Μέχρι να ολοκληρωθεί η απορία και το μάτι να προφτάσει να θαυμάσει τη θέα του Παρθενώνα από το παράθυρο του 5ου ορόφου, καταφθάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας. Οπως πάντα, απλός, ευγενικός, γεμάτος με χιούμορ και ενέργεια. Η θετική ενέργεια στον χώρο επιβεβαιώνει τους φίλους του, οι οποίοι όταν θέλουν να τον πειράξουν λένε ότι «πάσχει από υπερβολική αισιοδοξία». Αλήθεια, ποιος είναι ο μεγαλύτερός του φόβος; «Ο πόλεμος στην Ουκρανία», απαντά με ευκολία. «Δεν με φοβίζουν ούτε τα επιτόκια ούτε ο πληθωρισμός, όσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις, σε περίπτωση που πάρουν κάποια ακόμα πιο αρνητική στροφή…».
Σε ρόλο Κασσάνδρας
Ο κ. Στουρνάρας έχει χαρακτηριστεί και ως Κασσάνδρα προβαίνοντας σε αυστηρές και μη αρεστές προειδοποιήσεις. Με τις πιο πρόσφατες, όπως εκείνες για το ύψος της αναβαλλόμενης φορολογίας στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών και για τον κίνδυνο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων, να δέχονται κριτική.
Το 2020 είχε προειδοποιήσει ότι τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας θα έφταναν τα 8-10 δισ. ευρώ. Συνέβη, όμως, κάτι τέτοιο; «Φυσικά. Τόσα ήταν τα νέα κόκκινα δάνεια της πανδημίας.
Προκύπτει τόσο από τα στοιχεία των τραπεζών, αλλά και από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ). Θα πρέπει να λάβετε υπόψη το μέγεθος της στήριξης εκείνη την περίοδο, τις ρυθμίσεις, τις αναχρηματοδοτήσεις, τις διαγραφές και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων. Χωρίς αυτά, το ύψος των κόκκινων δανείων θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Αρκετά υψηλότερο», εξήγησε ο κ. Στουρνάρας.
Η συζήτηση «άναψε» με το κυρίως πιάτο, όταν ρωτήθηκε για τον κίνδυνο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων και για το εάν έχει δίκιο η κυβέρνηση που πιέζει τις τράπεζες να στηρίξουν σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία. «Τώρα θίγετε ένα μεγάλο θέμα, το οποίο έχει πολλές κοινωνικές αλλά και τεχνικές λεπτομέρειες», απάντησε, αλλά χωρίς πολλές περιστροφές μπήκε αμέσως στο «ψητό»: καταρχήν, θα υπάρξουν νέα κόκκινα δάνεια, ως αποτέλεσμα της ανόδου των επιτοκίων και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος από τον πληθωρισμό. Ομως, το ύψος τους θα είναι διαχειρίσιμο, ακόμα και στο δυσμενέστερο σενάριο που έχει τρέξει η Τράπεζα της Ελλάδος. Μεσοπρόθεσμα το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η περαιτέρω μείωση του ποσοστού κόκκινων δανείων, το οποίο θα πλησιάσει περισσότερο στον μέσο όρο της ευρωζώνης προς το τέλος του 2024. Οπου εκεί, στην ευρωζώνη, μάλλον θα υπάρξει επιδείνωση λόγω της επικείμενης ύφεσης. Κάτι που η Ελλάδα όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει ως ενδεχόμενο, αλλά προβλέπεται θετικός ρυθμός ανάπτυξης τόσο το 2023, ύστερα από έναν πολύ ισχυρό ρυθμό άνω του 6% το 2022, όσο και για τα επόμενα έτη, στα οποία ο ρυθμός προβλέπεται κοντά στο 3%.
Τα κόκκινα δάνεια
Συνεπώς, έχει δίκιο η κυβέρνηση που πιέζει; Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το θέμα των κόκκινων δανείων αποτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό θέμα που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την πολιτική, όπως δεν αφήνει τις εποπτικές Αρχές, αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες. «Κανείς δεν θέλει κόκκινα δάνεια, ούτε οι τράπεζες, και κάνουν ό,τι μπορούν για να τα περιορίσουν, αλλά υπάρχουν όρια εντός των οποίων μπορούν να κινηθούν. Τα όρια αυτά καθορίζονται από τους ενιαίους εποπτικούς κανόνες του ευρωσυστήματος».
Στο σημείο αυτό ήταν πρόκληση να μη ρωτηθεί ο κ. Στουρνάρας για το εάν τελικά μπορεί η κυβέρνηση να επιβάλει «επιδοτήσεις» δανείων ή «φόρο στα υπερκέρδη των τραπεζών». Η εκάστοτε κυβέρνηση και οι πολιτικοί εισπράττουν μηνύματα από την κοινωνία και είναι θεμιτό ότι θέλουν να ανταποκρίνονται. Πρέπει όμως να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους αντικειμενικούς περιορισμούς. Μπορούν οι πολιτικοί να ζητούν από τις τράπεζες, για παράδειγμα, να κουρέψουν τις δόσεις των δανείων ή να μειώσουν τα επιτόκια ή να επιμηκύνουν τη διάρκειά τους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να το επιβάλουν! Δεν μπορεί να υπάρξουν τέτοιου είδους υποχρεωτικές ρυθμίσεις. Αυτόματα αυτό θα οδηγούσε σε αναταξινόμηση των δανείων σε κόκκινα. Και βεβαίως θα έπληττε την κουλτούρα πληρωμών. Και θα προκαλούσε πτώση των τιμών των μετοχών των τραπεζών στο χρηματιστήριο.
Οπως εξηγεί ο κ. Στουρνάρας, υπάρχουν ενιαίοι ευρωπαϊκοί εποπτικοί κανόνες και τεχνικές λεπτομέρειες, τις οποίες δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν οι πολιτικοί. Για παράδειγμα, μια τροποποίηση της σύμβασης των στεγαστικών δανείων για να περιοριστεί η αρνητική επίπτωση από την αύξηση των βασικών επιτοκίων, η οποία τροποποίηση μειώνει την καθαρή παρούσα αξία του δανείου πέραν ενός (μικρού) ποσοστού, μπορεί να μετατρέψει το δάνειο σε μη εξυπηρετούμενο (κόκκινο), χωρίς να υπάρχει αθέτηση πληρωμής. Δηλαδή προκαλείται το πρόβλημα που προσπαθείς να αποφύγεις. Αλλο παράδειγμα: οι συνεχείς ρυθμίσεις ή η κάλυψη της αύξησης της δόσης ενός συνεπούς δανειολήπτη μπορεί να εκληφθεί ως μελλοντική αδυναμία εξυπηρέτησης, γεγονός που θα κατατάξει το δάνειο στην ομάδα υψηλού κινδύνου ή ακόμα και στα κόκκινα.
Να πέσουν οι τόνοι
Για τον λόγο αυτό, ο κ. Στουρνάρας προτρέπει όλες τις πλευρές να ρίξουν τους τόνους, διότι η ένταση δεν βοηθά καμία πλευρά. Αυτή τη στιγμή, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι τράπεζες επεξεργάζονται μια πρόταση για τη στήριξη συνεπών αλλά ευάλωτων δανειοληπτών που ενδεχομένως να πληγούν από την άνοδο των επιτοκίων. Αυτή η πρόταση θα περάσει για έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό. Η εκτίμηση είναι ότι δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για μαζικές στηρίξεις δανείων. Αυτά τα περιθώρια έχουν ήδη εξαντληθεί. Τώρα εξετάζεται μήπως υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει σε εθελοντική βάση, χωρίς να δημιουργήσει μεγάλες ανάγκες σε νέες προβλέψεις των τραπεζών.
Ο κ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε ότι οι τράπεζες δεν έχουν υπερκέρδη, όπως ακούγεται. «Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι. Εχουν μάλιστα λιγότερα κέρδη από το επιθυμητό, σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης ενεργητικού ή τον δείκτη απόδοσης του κεφαλαίου, όταν συγκρίνεται με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη. Εξάλλου πολλά από τα κέρδη των τραπεζών στο εννεάμηνο του 2022 ήταν εφάπαξ, δηλαδή μη επαναλαμβανόμενα. Μπορεί η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών να έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά χρειάζεται ακόμα δρόμος».
Για την έκτακτη εισφορά στα κέρδη των τραπεζών, ο κ. Στουρνάρας απάντησε ότι αυτό θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιο. «Οχι ότι δεν μπορεί να το αποφασίσει μια κυβέρνηση. Μπορεί. Αλλά πού θα βάλει φόρο, ειδικά στην Ελλάδα; Σε τράπεζες, όπου τα μισά τους κεφάλαια είναι αναβαλλόμενος φόρος;».
Πολιτικοί και τράπεζες
Μπορούν να σχολιάζουν οι πολιτικοί θέματα κεντρικών τραπεζών και άλλων ανεξάρτητων Αρχών; Η απάντηση ήταν επίσης σαφής. Ναι. «Οπως εμείς, οι κεντρικοί τραπεζίτες, εκφέρουμε γνώμη για τη δημοσιονομική πολιτική, και οι πολιτικοί μπορούν να έχουν γνώμη για τη νομισματική πολιτική και για τις τράπεζες. Δεν μπορούν όμως να αγνοούν το θεσμικό πλαίσιο και να επιδιώκουν να καθοδηγούν τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών Αρχών. Αυτές καθορίζονται από τη Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την ευρωπαϊκή νομοθεσία».
Κατά τη διάρκεια του γεύματος ο κ. Στουρνάρας εξήγησε τους τέσσερις παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των επιτοκίων, των προμηθειών και γενικά των τιμολογίων των τραπεζών.
Ο πρώτος παράγοντας είναι τα επιτόκια. Ολη η συζήτηση ξεκίνησε με την άνοδο των βασικών επιτοκίων, αυτών δηλαδή που καθορίζονται από τις αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός. Η άνοδος των επιτοκίων επιφέρει αύξηση του κόστους του χρήματος, συνθήκες επιβράδυνσης της οικονομίας και μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό ισχύει για όλες τις τράπεζες πανευρωπαϊκά και για όλους τους ευρωπαίους πολίτες. Οσον αφορά τα επιτόκια, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι κανείς δεν διαφωνεί με την αύξηση των βασικών επιτοκίων μέχρι να επανέλθει ο πληθωρισμός στο 2% μεσοπρόθεσμα. Ηλθε δηλαδή ο καιρός για επαναφορά της λεγόμενης κανονικότητας στη νομισματική πολιτική. Η ένστασή του είναι στον ρυθμό αύξησης. «Προσωπικά εκτιμώ ότι μικρότερες αυξήσεις είναι πιο ενδεδειγμένες. Για παράδειγμα, θα προτιμούσα τώρα μια αύξηση της τάξεως του 0,5 της μονάδας, παρά του 0,75», είπε.
Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με τους εποπτικούς κανόνες. Αυτοί είναι ενιαίοι και καθορίζουν με ακρίβεια τη ρευστότητα, το κεφάλαιο, τους κινδύνους, το ύψος των προβλέψεων και άλλα μεγέθη που με τη σειρά τους καθορίζουν το κόστος για τις τράπεζες.
Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον πιστωτικό κίνδυνο, κυρίως δηλαδή με το ύψος των κόκκινων δανείων, που στην Ελλάδα παραμένουν ακόμα πολύ υψηλά σε σχέση με την ευρωζώνη. Και αυτό, παρά τη μείωση που έχει προκύψει, με τη μεγάλη βοήθεια που προσέφερε το Δημόσιο στις τράπεζες μέσω της παροχής εγγυήσεων του σχεδίου «Ηρακλής», στις τιτλοποιήσεις των δανείων, η οποία μείωση κόστισε επίσης σε κεφάλαια στις τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, όπως τα κόκκινα δάνεια αποτελούν κληρονομιά της κρίσης, έτσι και το σημερινό σύγχρονο πτωχευτικό πλαίσιο, με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, αποτελεί ένα από τα κέρδη που είχαμε από την κρίση. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός και πτωχευτικός νόμος θα πρέπει να εξαντλήσουν τη σωστή χρήση του ενεχύρου. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να ενταχθούν στο τραπεζικό σύστημα όλες οι υγιείς επιχειρήσεις, ακόμα και αυτές που παλαιότερα είχαν κόκκινα δάνεια αλλά τα καθάρισαν, και να ρευστοποιηθούν οι αποδεδειγμένα μη υγιείς, απελευθερώνοντας κεφάλαια και ρευστότητα για τις βιώσιμες και αξιοποιώντας παραγωγικά τα ενέχυρα. Ετσι, μειώνονται οι κίνδυνοι του ιδιωτικού χρέους και, κατά συνέπεια, το κόστος δανεισμού, αλλά και ο αριθμός των επιλέξιμων δανειοληπτών.
Ο τέταρτος παράγοντας σχετίζεται με τον ανταγωνισμό, μέσα στο τραπεζικό σύστημα, της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, παρατηρείται η υψηλότερη συγκέντρωση στο τραπεζικό σύστημα, με τέσσερις συστημικές τράπεζες να κατέχουν σχεδόν όλη την αγορά. Και αυτό ήταν αποτέλεσμα της κρίσης, καθώς έκλεισαν αρκετά τραπεζικά ιδρύματα.
Ο ανταγωνισμός
Η αναφορά αυτή του κ. Στουρνάρα εμμέσως πλην σαφώς υπαινίσσεται ότι ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, αλλά αυτό αποτελεί ένα μικρό κομμάτι της τελικής τιμολόγησης. Για τον ίδιο, η λύση στο πρόβλημα του ανταγωνισμού είναι η ενδυνάμωση των μη συστημικών τραπεζών ώστε να δημιουργηθεί ένας ανταγωνιστικός πέμπτος πόλος ή ακόμα και περισσότεροι. Για παράδειγμα, οι κινήσεις εξυγίανσης και ενδυνάμωσης – είτε αυτόνομα είτε με συγχωνεύσεις – των τραπεζών Attica, Παγκρήτια κ.λπ. είναι προς αυτή την κατεύθυνση: δημιουργία νέων δυνατών παικτών στην ελληνική αγορά. Η Τράπεζα της Ελλάδος στηρίζει τις κινήσεις ενδυνάμωσης μέσω των αυξήσεων κεφαλαίου, ακόμα και μέσω συγχωνεύσεων των συνεταιριστικών τραπεζών, ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα προς όφελος των πελατών τους.
Το όνομα του κ. Στουρνάρα έχει ταυτιστεί με την πορεία και τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας την περίοδο που προετοιμαζόταν να μπει στο ευρώ. Γνωρίζει τις Βρυξέλλες και την ΕΚΤ, ίσως, καλύτερα από πολλούς. Υπήρξε και υπουργός Οικονομικών σε μια δύσκολη περίοδο με Μνημόνια, λαμβάνοντας τα πιο σκληρά μέτρα. Μετά βρέθηκε στο τιμόνι της Τράπεζας της Ελλάδος αντιμέτωπος με capital controls.
Μήπως ήρθε η ώρα να γίνει πολιτικός; Η απάντηση αρνητική. «Το όνειρό μου και το σχέδιό μου είναι σε περίπου τριάμισι χρόνια που τελειώνει η θητεία μου, στη διάρκεια της οποίας έχω πολλά ακόμα να κάνω ως διοικητής της ΤτΕ και ως μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, να πάω να ζήσω στη Σύρο και να γράψω τις εμπειρίες που έζησα όλα αυτά τα χρόνια. Ελπίζω ότι κάποια προστιθέμενη αξία θα έχει αυτό. Το έχω συζητήσει με τη σύζυγό μου, τη Λίνα, και με τις κόρες μου».
Πηγή: Εντυπη έκδοση ΤΑ ΝΕΑ