Είναι το θέμα ταμπού για πολλούς Δυτικούς αξιωματούχους σχετικά με την Ουκρανία. Όταν πιέζονται, οι πολιτικοί δίνουν απομνημονευμένες, λακωνικές και ρομποτικές απαντήσεις.
Ποιο είναι το συγκεκριμένο ζήτημα; Μα, η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, κάτι που «παίζει» ακόμα πιο έντονα από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στις 24 Φεβρουαρίου.
Όπως τονίζει το Politico, πρόκειται για ένα ζήτημα τόσο δυνητικά εύφλεκτο που πολλοί σύμμαχοι του ΝΑΤΟ προσπαθούν να αποφύγουν ακόμη και να το συζητήσουν. Όταν η Ουκρανία ζήτησε τον Σεπτέμβριο να επιταχυνθεί η διαδικασία για την ένταξή της στη στρατιωτική συμμαχία, το ΝΑΤΟ επανέλαβε δημοσίως την πολιτική των ανοικτών θυρών, αλλά δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση.
Επίσης, την περασμένη εβδομάδα, όταν συναντήθηκαν οι υπουργοί Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, η τελική τους δήλωση απλώς παρέπεμψε σε μια αόριστη υπόσχεση του 2008 ότι η Ουκρανία θα ενταχθεί κάποια μέρα στη Συμμαχία.
Τι δεν αναφερόταν; Το πρόσφατο αίτημα της Ουκρανίας, οποιαδήποτε συγκεκριμένα βήματα προς την ένταξη ή οποιοδήποτε χρονοδιάγραμμα.
Πολλαπλοί οι λόγοι
Οι λόγοι είναι πολλαπλοί. Το ΝΑΤΟ είναι διχασμένο για το πώς, πότε και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και αν η Ουκρανία πρέπει να ενταχθεί. Οι μεγάλες πρωτεύουσες δεν θέλουν επίσης να προκαλέσουν περαιτέρω το Κρεμλίνο, γνωρίζοντας την υπερευαισθησία του Βλαντιμίρ Πούτιν στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Και το πιο σημαντικό, η ένταξη στο ΝΑΤΟ θα απαιτούσε νομικά από τους συμμάχους να έρθουν σε βοήθεια της Ουκρανίας σε περίπτωση επίθεσης – μια προοπτική που πολλοί δεν θέλουν να σκέφτονται.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ η Ευρώπη και οι ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει το ένα ταμπού μετά το άλλο από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο – διοχετεύοντας «βουνά» θανατηφόρου στρατιωτικού εξοπλισμού στο Κίεβο, επιβάλλοντας κάποτε αδιανόητες κυρώσεις στη Μόσχα, αποστασιοποιούμενες από τη ρωσική ενέργεια – η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ παραμένει η τρίτη ράγα της διεθνούς πολιτικής.
Το άγγιγμα του θέματος μπορεί να σε «κάψει», γράφει χαρακτηριστικά το Politico.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προκάλεσε κατακραυγή το Σαββατοκύριακο, όταν δήλωσε ότι η Δύση πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο εγγυήσεων ασφαλείας για τη Ρωσία εάν επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων – μια χειρονομία που εξόργισε το Κίεβο και φάνηκε να αντιβαίνει στην πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ. Και στο παρασκήνιο, οι ίδιοι οι Ουκρανοί αξιωματούχοι αντιμετώπισαν ενοχλημένους συναδέλφους τους μετά τη δημόσια έκκλησή τους για ταχεία ένταξη.
«Ορισμένοι πολύ καλοί φίλοι της Ουκρανίας φοβούνται περισσότερο μια θετική απάντηση στην αίτηση της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ παρά την παροχή στην Ουκρανία των πιο εξελιγμένων όπλων», δήλωσε ο Ντμίτρο Κουλέμπα, υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας.
«Είμαστε de facto σύμμαχοι»
«Είμαστε de facto σύμμαχοι», δήλωσε ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι τον Σεπτέμβριο, όταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητα της χώρας του για ένταξη στο ΝΑΤΟ «με επιταχυνόμενη διαδικασία».
«Εκ των πραγμάτων, έχουμε ήδη ολοκληρώσει την πορεία μας προς το ΝΑΤΟ. De facto, έχουμε ήδη αποδείξει τη διαλειτουργικότητα με τα πρότυπα της συμμαχίας», πρόσθεσε. «Η Ουκρανία υποβάλλει αίτηση για να το κάνει de jure», υπογράμμισε.
Η δήλωση του Ουκρανού ηγέτη αιφνιδίασε πολλούς από τους στενότερους εταίρους του Κιέβου – και άφησε αρκετούς να γκρινιάζουν.
Το άνοιγμα αυτό απειλούσε να εκτροχιάσει ένα σχέδιο στο οποίο είχαν ουσιαστικά καταλήξει οι πρωτεύουσες της συμμαχίας με τη μεγαλύτερη επιρροή: Όπλα τώρα, συζήτηση για την ένταξη αργότερα. Ήταν μια προσέγγιση που, όπως πίστευαν, θα στερούσε από τη Μόσχα το πρόσχημα να τραβήξει το ΝΑΤΟ απευθείας στη σύγκρουση.
Στη δήλωσή τους την περασμένη εβδομάδα, οι υπουργοί υποσχέθηκαν να εντείνουν την πολιτική και πρακτική βοήθεια προς την Ουκρανία, αποφεύγοντας όμως συγκεκριμένα σχέδια για το μελλοντικό καθεστώς του Κιέβου.
Τελικά, όμως, λίγοι σύμμαχοι αμφισβητούν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ένταξης της Ουκρανίας – τουλάχιστον θεωρητικά. Οι διαφωνίες αφορούν περισσότερο το πώς και πότε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ένταξης του Κιέβου.
Ορισμένοι Ανατολικοί σύμμαχοι υποστηρίζουν μια στενότερη πολιτική σχέση μεταξύ της Ουκρανίας και του ΝΑΤΟ και επιθυμούν ένα πιο συγκεκριμένο σχέδιο που να θέτει τις βάσεις για την ένταξη.
«Η σκέψη μου είναι ότι είναι βασικά αναπόφευκτο», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας, Γκαμπριέλιους Λαντσμπέργκις, «ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να έχει έναν τρόπο να αποδεχθεί την Ουκρανία».
Η στάση του Μακρόν
Στο άλλο άκρο του φάσματος, ο Μακρόν της Γαλλίας θέλει να λάβει υπόψη του την άποψη της Μόσχας.
«Ένα από τα ουσιώδη σημεία που πρέπει να αντιμετωπίσουμε – όπως πάντα έλεγε ο πρόεδρος Πούτιν – είναι ο φόβος ότι το ΝΑΤΟ έρχεται μέχρι τις πόρτες του, όπως και η ανάπτυξη όπλων που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη Ρωσία», δήλωσε ο Μακρόν στο γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι TF1 σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε το Σάββατο.
Προσεκτικά επεξεργασμένη γραμμή
Οι περισσότεροι άλλοι σύμμαχοι ουσιαστικά αποφεύγουν το θέμα – δεν απορρίπτουν τα όνειρα της Ουκρανίας για το ΝΑΤΟ, αλλά επαναλαμβάνουν μια προσεκτικά επεξεργασμένη γραμμή σχετικά με την επικέντρωση στον τρέχοντα πόλεμο.
Η άποψη του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ έγινε γνωστή την περασμένη εβδομάδα: «Το πιο άμεσο και επείγον καθήκον είναι να διασφαλίσουμε ότι η Ουκρανία θα επικρατήσει ως κυρίαρχο, ανεξάρτητο δημοκρατικό έθνος στην Ευρώπη».
Την ίδια εβδομάδα γνωστοποιήθηκε η άποψη του Ολλανδού υπουργού Εξωτερικών, Γουόπκε Χόικστρα: «Το καθήκον εδώ είναι να διασφαλίσουμε ότι το κύριο πράγμα θα συνεχίσει να είναι το κύριο πράγμα – και αυτό είναι να βοηθήσουμε την Ουκρανία στο πεδίο της μάχης».
Η πρέσβειρα των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ Τζούλιαν Σμιθ επανέλαβε το σημείο αυτό σε συνέντευξή της: «Το επίκεντρο αυτή τη στιγμή είναι η πρακτική υποστήριξη προς την Ουκρανία».
Οι αναλυτές λένε ότι η διαχωριστική γραμμή βρίσκεται μεταξύ πρωτίστως των δυτικοευρωπαϊκών πρωτευουσών, όπως το Βερολίνο και το Παρίσι – οι οποίες θεωρούν την ένταξη ως ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα που πρέπει να αποφευχθεί προς το παρόν – και ορισμένων ανατολικών πρωτευουσών που θεωρούν την ένταξη της Ουκρανίας ως έναν στόχο για τον οποίο η Συμμαχία μπορεί να αρχίσει να εργάζεται.
Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, το χάσμα αυτό έχει «οξυνθεί», δήλωσε ο Μπεν Σρέερ, εκτελεστικός διευθυντής για την Ευρώπη στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών. «Ορισμένες χώρες απλώς δεν θέλουν καν να κάνουν μια συζήτηση για το θέμα αυτό, επειδή αισθάνονται ότι μπορεί να σκληρύνει περαιτέρω τις ρωσικές αντιδράσεις».