Ο Έλον Μασκ έχασε τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, αλλά για λίγο. Ο λόγος είναι ότι ο δισεκατομμυριούχος απέκτησε με 44 δισεκατομμύρια δολάρια το Twitter χρηματοδοτώντας την εξαγορά, από την αξία του μεριδίου του στην Tesla.
Ο αντικαταστάτης του ήταν το αφεντικό της Louis Vuitton, Bernard Arnault, και η οικογένεια του που πήραν για λίγο τον τίτλο ως οι πλουσιότεροι στον κόσμο, όμως βρέθηκαν πολύ σύντομα ξανά στην δεύτερη θέση με τον ιδιοκτήτη του Twitter να παίρνει ξανά τα σκήπτρα.
Διαβάστε επίσης: Τι γυρεύουν τα όπλα στο κομοδίνο του Μασκ – Το αμφιλεγόμενο tweet
Πώς έχασε τον τίτλο
Ο Έλον Μασκ κατέχει τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου από τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν και τον πήρε από τον Τζεφ Μπέζος. Οι μετοχές της Tesla, έχουν χάσει περισσότερο από 47% σε αξία από τότε που ο ίδιος έκανε την προσφορά του να αγοράσει το Twitter νωρίτερα φέτος.
Η καθαρή περιουσία του δισεκατομμυριούχου εμφάνισε μείωση κάτω από τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια νωρίτερα στις 8 Νοεμβρίου, καθώς οι επενδυτές έριξαν τις μετοχές της Tesla λόγω ανησυχιών ότι το ανώτατο στέλεχος και ο μεγαλύτερος μέτοχος της πολυτιμότερης κατασκευάστριας ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο είναι περισσότερο απασχολημένος με το Twitter.
Εκτός από την Tesla, ο Μασκ είναι επικεφαλής της εταιρείας πυραύλων SpaceX και Neuralink, μιας startup που αναπτύσσει διασυνδέσεις εγκεφάλου-μηχανής εξαιρετικά υψηλού εύρους ζώνης για τη σύνδεση του ανθρώπινου εγκεφάλου με υπολογιστές.
Τι δείχνει η κατάταξη της Forbes
Σύμφωνα με την real time κατάταξη του Forbes για το ύψος των περιουσιών των κροίσων του πλανήτη, ο Έλον Μασκ βρίσκεται στην πρώτη θέση, με περιουσία 185,7 δισ. δολαρίων, με τον Αρνό να ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής με 185,4 δισ. δολάρια.
Tην πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν ο Ινδός Γκόταμ Αντάνι, ο οποίος βρίσκεται στην τρίτη θέση, με περιουσία 134,8 δισ. δολαρίων, στο Νο 4 ο ιδρυτής της Amazon Τζεφ Μπέζος με 111 δισ. δολάρια, ενώ στην πέμπτη θέση βρίσκεται ο θρυλικός επενδυτής Γούορεν Μπάφετ, με 106,9 δισ. δολάρια.
Το Twitter του στοίχισε τον τίτλο έστω και για… λίγο
Ένας από τους βασικότερους λόγους που έχασε, ο Έλον Μασκ, τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, ήταν το Twitter. Το γνωστό κοινωνικό δίκτυο του στοίχισε μία ολόκληρη περιουσία και με τις κινήσεις που έκανε από τότε που ήρθε στα χέρια του, μετράει περισσότερες απώλειες από κέρδη.
Το πρώτο που έκανε ήταν να κλείσει τα γραφεία του δικτύου. Κατόπιν τούτου, άρχισε ένα πρώτο κύμα παραιτήσεων που προκάλεσε προβλήματα στην εφαρμογή. Μετά συνέχισε με έναν μεγάλο αριθμό απολύσεων που προκάλεσε την προσοχή, τόσο της Κομισιόν, όσο και του Λευκού Οίκου.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά ξεκίνησε πόλεμο και με την Apple, ο οποίος όμως έληξε ειρηνικά και χωρίς νέες πληγές. Σε γενικές γραμμές, η επένδυση αυτή δεν έχει πάει καθόλου καλά για το αφεντικό της Tesla.
Προβλήματα και στην Neuralink
O δισεκατομμυριούχος έχει προβλήματα σε ακόμα μία από τις εταιρείες του, την Neuralink. Η εταιρεία αυτή βρίσκεται ήδη υπό ομοσπονδιακή έρευνα για κακοποίηση ζώων μέσω της διενέργειας πειραμάτων. Η Neuralink Corp αναπτύσσει ένα εγκεφαλικό εμφύτευμα που ελπίζει ότι θα βοηθήσει τους παράλυτους να περπατήσουν ξανά και να θεραπεύσει άλλες νευρολογικές παθήσεις.
Η ομοσπονδιακή έρευνα ξεκίνησε τους τελευταίους μήνες από τον Γενικό Επιθεωρητή του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ μετά από αίτημα ομοσπονδιακού εισαγγελέα. Η έρευνα επικεντρώνεται σε παραβιάσεις του νόμου περί ευημερίας των ζώων, ο οποίος διέπει τον τρόπο με τον οποίο οι ερευνητές μεταχειρίζονται και δοκιμάζουν ορισμένα ζώα.
Ακόμη, η έρευνα έλαβε χώρα σε μια περίοδο αυξανόμενης διαφωνίας των εργαζομένων σχετικά με τις δοκιμές της Neuralink σε ζώα, συμπεριλαμβανομένων των καταγγελιών, ότι η πίεση από τον CEO, για επιτάχυνση της ανάπτυξης οδήγησε σε λανθασμένα πειράματα, σύμφωνα με μια ανασκόπηση του Reuters σε δεκάδες έγγραφα Neuralink και συνεντεύξεις με περισσότερους από 20 τρέχοντες και πρώην εργαζομένους.
Συνολικά, η εταιρεία έχει σκοτώσει περίπου 1.500 ζώα, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 280 προβάτων, χοίρων και πιθήκων, μετά από πειράματα από το 2018, σύμφωνα με αρχεία που εξετάστηκαν από το Reuters.