Ο Joachim Bitterlich είναι ο πρώην διπλωματικός σύμβουλος του Helmut Kohl. Οι αναλύσεις του είναι περιζήτητες σε υψηλά πολιτικά και επιστημονικά κλιμάκια στη Γαλλία, όπου διαμένει. Τον τελευταίο καιρό ανησυχεί πολύ για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, τις ευρωπαϊκές αποφάσεις και την ανθεκτικότητα του γαλλογερμανικού άξονα. Μιλάει στα «ΝΕΑ».
Δεδομένης της κατάστασης των σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, πιστεύετε ότι υπάρχει ευρωπαϊκή ευθύνη;
Ναι, εντελώς. Η Τουρκία είναι πιο περίπλοκη από όσο νομίζουμε. Ας αφήσουμε στην άκρη τη σημερινή πολιτική της Τουρκίας. Γενικά, είναι μια χώρα που εμείς οι Ευρωπαίοι δεν έχουμε πάρει ποτέ στα σοβαρά. Ηταν απαραίτητο να κατανοήσουμε τον ρόλο της, τη γεωγραφική και γεωπολιτική της θέση, την οικονομική της θέση. Οταν βρίσκεται κανείς στην Κωνσταντινούπολη και κοιτάει τον Βόσπορο, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Η Τουρκία έχει μια συγκεκριμένη ιστορία και πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι μια χώρα που ακόμα ψάχνει τη θέση της, με λάθη φυσικά, αλλά ψάχνεται. Θα έπρεπε να την είχαμε συνδέσει περισσότερο με την Ευρώπη. Δεν μιλάω για ένταξη εννοείται, εξάλλου η Αγκυρα γνωρίζει ότι μια διαδικασία ένταξης δεν θα έπαιρνε με τίποτα την έγκριση 27 κρατών.
Τι θα έπρεπε να κάνουμε, κατά την άποψή σας;
Οταν συμβούλευα τον Khol, ανέπτυξα την ιδέα να φέρω την Τουρκία στην εσωτερική αγορά της ΕΕ, για ένα ορισμένο διάστημα, με γέφυρες στους κρίσιμους τομείς των εξωτερικών υποθέσεων, της άμυνας, αλλά και της μετανάστευσης και του δικαίου. Στόχος ήταν να μάθει η Τουρκία να σκέφτεται όπως έμαθαν οι Ευρωπαίοι εδώ και 70 χρόνια. Εζησα στην Τουρκία όταν ήμουν πρέσβης στο ΝΑΤΟ. Η χώρα έπαιζε πάντα τη συναίνεση μόνιμα με τους Αμερικανούς και λιγότερο με τους Γάλλους και τους Γερμανούς. Το σκεφτήκαμε λοιπόν και είπαμε στον εαυτό μας ότι έπρεπε να έρθει πιο κοντά μας. Αλλά όταν έκανα με τον Khol την πρόταση για ενισχυμένη συνεργασία, κανείς στην ΕΕ, μα κανείς δεν μας έδωσε σημασία.
Είστε πολύ επικριτικός απέναντι στην Ευρώπη…
Ναι γιατί δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Υπήρχαν αρκετά λάθη στο casting σε κλίμακα Βρυξελλών και υπάρχει επίσης το γεγονός ότι σε περιόδους κρίσης όλοι προσπαθούν να σωθούν και να κοιτάξουν εθνικά. Δεν κοιτάζουμε τον διπλανό και δεν βλέπουμε πιο μακριά ώστε να χτίσουμε μια γερή Ευρώπη. Χωρίς να κρίνουμε κανέναν, μπορούμε να αμφισβητούμε τις πράξεις μας, μπορούμε να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις και να ενεργούμε με σοβαρή προοπτική.
Για παράδειγμα: Γιατί η Ελλάδα και de facto η Ευρώπη δεν έχουν προχωρήσει περαιτέρω τη λύση στην Κύπρο; Γιατί να μην πιέσουμε περαιτέρω τη γερμανική μεσολάβηση στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου οι Τούρκοι αισθάνονται «θύματα κακής μεταχείρισης»; Αν πιέζαμε για τη διαμεσολάβηση, θα μπορούσαμε να πούμε αν έχουν δίκιο ή όχι, αντί να αφήσουμε την Ελλάδα ή την Κύπρο να το φωνάζουν χωρίς να ακουστούν. Ούτε οι Γερμανοί πίεσαν για τέτοια λύση, τα αφήνουν στην τύχη τους.
Η αποδυνάμωση του γαλλογερμανικού άξονα κοστίζει στη Γερμανία;
Ναι, και στην ΕΕ. Ανησυχώ για την πραγματική κατάσταση των γαλλογερμανικών σχέσεων. Δεν υπάρχει αρκετή ουσιαστική συζήτηση. Για τα θέματα που μας απασχολούν. Δεν μπορώ να μιλήσω για σχίσμα αλλά για αδυναμία να γνωρίζω τι σκέφτεται ο άλλος και από εκεί να αναπτύσσω κοινές λύσεις. Δεν υπάρχει πια αυτή η συνενοχή μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας όπως υπήρχε στις ημέρες του Khol.
Τρεις εβδομάδες πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, γράψατε μια στήλη στην εφημερίδα «Le Monde» λέγοντας ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να αποφευχθεί. Ηταν πραγματικά δυνατό;
Ναι, φυσικά. Η τελευταία φορά που ήμουν στη Μόσχα ήταν το 2019. Μίλησα με τους Ρώσους σε γαλλοαγγλικό και γερμανικό κύκλο. Μετά από αρκετές ώρες οι Ρώσοι είχαν δώσει πράσινο φως για λύση για τα επόμενα 25 χρόνια στην Ουκρανία με καθεστώς ουδετερότητας, εγγυημένο από τις μεγάλες δυνάμεις. Μια ορισμένη ομοσπονδιοποίηση της Ουκρανίας, με ομοσπονδιακό καθεστώς για το Dombass, όπως και για μια σειρά από άλλα θέματα, όπως η αναγνώριση μιας δεύτερης γλώσσας, των ρωσικών. Και μια ειδική λύση για την Κριμαία. Επιπλέον, η Ρωσία αποδέχτηκε μια συγκεκριμένη σύνδεση της Ουκρανίας με την ΕΕ, χωρίς προς το παρόν καμία προοπτική ένταξης και ταυτόχρονα μια σύνδεση με αυτό το καθεστώς που έχει δημιουργήσει η Ρωσία με τις πρώην δημοκρατίες στα ανατολικά.
Αλλά και εδώ κάποιοι, κάποιες χώρες, ήθελαν να κάνουν ό,τι θέλουν. Το πιο λυπηρό είναι ότι σήμερα η πολιτική και η επικοινωνία θέλουν να πάρουν τη θέση της διπλωματίας, η οποία παραμένει πολύτιμη για την αποφυγή συγκρούσεων.